Εκτύπωση του άρθρου

JULIA FIEDORCZUK

 

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ

 


Ο ήλιος με γεννάει σχεδόν δίχως πόνο,
ένα περίβλημα θέρμης στα πόδια μου, στα βλέφαρά μου
μια ελαφριά κομπρέσα από αίμα, σαν να φορώ απόκοσμα γυαλιά.
Κουρνιάζει πάνω τους ένα χρωματικό φάσμα σαν φευγαλέα

παραζαλισμένη ανεμώνη, που μου αφηγείται
πολύχρωμες ιχθυολογικές ιστορίες. Όλα ξεκινούν
σε κόκκινο και μαύρο, 
κι αργότερα στον Μεγάλο Κατακλυσμό

Του Κυανού, αμφίβιο όχημά μου.
Πώς έγινε; Παλεύω να θυμηθώ
Τρίβοντας τα μάτια μου.. Ο εν λόγω υποδόριος
χρόνος πλησιάζει πιο κοντά, είναι δικός μου 

για όσο κρατά μια αστραπή, μια σύντομη άπνοια
και έναν έξοχος φόβος, που αμέσως διαλύεται
στον αφρισμένο βυθό. Να σε κατέχω,
κόσμε. Να σε αγαπώ, να σε χάνω.

Όμως  αυτό που χρειάζεται είναι να αναδυθείς στην ξηρά, 
να βγάλεις φτερά,
να στρέψεις το βλέμμα κατευθείαν στον ήλιο.
Το θαλασσινό πράσινο τις ίριδας.
Σάρκα, ένδυμα, αναπνοή.
 

 

Julia Fiedorczuk
Μετ. ΕΚΕΜΕΛ / Χρήστος Χρυσόπουλος


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Ιουνίου 2011