Εκτύπωση του άρθρου

Geraldine(1969)

Μπεμπέ

Έπρεπε προ πολλού κανείς
να ρίξει μια ματιά, αν επιτρέπεται
στην εσχατολογική εικόνα
που μας μεταβιβάζουν οι πολλοί και σφοδροί πόλεμοι
στα μυθιστορήματα του κυρίου Μπαλζάκ.
Υπήρξαν ένδοξοι πεσόντες, υπήρξαν πολυθρόνες
όπου η μπαλζακική πιτσιρικαρία μυξοκλαψούριζε
Κοίτα, ο έρωτάς μας βασικά
ήταν μια αγέρωχη αμερική εθισμένη στο οινόπνευμα
ένα φύλλο δέντρου με λογής-λογής αγγεία 
Κι όταν ο Μπαλζάκ ξανοιγόταν στα πελάγη
κι όλο ατυχούσε με τις μάσκες αερίων
τον αναπλήρωναν οι γερασμένοι φίλοι του
με μόριο και με φαβορίτες
Άλα, ρε Μπαλζαμπάκ
Καζαλμπαζάκ
Ζαλζαμπακούζ
Μπαλκάζ, Μπαλκάν
Άλα, ρε Μπαλζακύβε εκ Μπαλζαβύκου

Σκάνδαλο στη βασιλική του Αγίου Μάρκου

Ο χρόνος αναμφίβολα ριγεί
Κάποιος εγκαταλείπει τα οστά του, ξένος
Στις τέσσερις γωνιές της κάμαρης μπορούν να περιμένουν
Αχνίζουν οι καρέκλες παλιές μέσ’ στο βελούδο

Οι αθλητές πυρπόλησαν τους αρχαίους ναούς
Τους ξανακτίσανε οι ιερείς
Ιερείς άλλων εθνών τους κατεδάφισαν μετ’ ευλαβείας
Το βράδυ με ονοματεπώνυμο.
Αμήχανη σαν υποψία η αναγκαιότης.
Κι οι κίτρινοι ρινόκεροι να παραβγαίνουν σε αγώνα δρόμου.
Την άνοιξη όταν αποκτήσουμε επιτέλους.
Πέτα το ρούχο σου
Κανείς δεν ξέρει οποιοδήποτε όνομά σου
Κανέναν επισκέπτη δεν θα ξεπροβοδίσεις
Εντεύθεν των πραγμάτων είναι το μάρμαρο.


Οι ωραίες μέρες του Αρανχουέθ

ω πόσο εκτιμώ πόσο μ’ αρέσουν πόσο απολαμβάνω
τις επί των τιμών κυρίες στις αλέες της αυλής του βασιλείου
πόσο μ’ αρέσουν οι γούνες και τα δερμάτινα που μέσα τους ανάβουν
οι εραστές τους πώς περιμένω τα βράδια μπας κι εμφανιστούν 
                  οι εραστές στους κήπους 
τα κοκκαλιάρικα κορμιά τους στην αλέα με τα λιόδεντρα
πόσο θερμά επιθυμώ να ’χω μια μηχανή εκδόσεως εισιτηρίων 
              για την άγρα που θ’ αρχίσει οσονούπω
φωτίστε μου το δρόμο ω τέρατα του αγαπημένου δάσους
ο γιος του στρατηγού που περιμένει γιατί άλλωστε 
      να το αποσιωπήσωμεν την παρασημοφόρηση
του αρχηγού πατρός του ίσως έλθει να μου ανοίξει
και ίσως μου διαβάσει του μπαμπά τη διακήρυξη 
        με αρχιπέλαγος και ρόπαλο
ίσως και να του αρέσω και τότε θα χαράξει για μένα 
       δρόμους πολυελαίους σε εκκλησίες
ίσως οικειοθελώς γίνει ο πρώτος μου δεσμώτης
κι εγώ θλιμμένος φεουδάρχης θα χαιρετάω τους υπηκόους μου 
       στους δρόμους
σας λέω είναι αργά και κάνει κρύο ο μεν νικητής
ούτως ή άλλως δεν θα προσέλθει μέχρις εδώ
την δε νίκη του θα την πληροφορηθείτε αύριο από τις εφημερίδες

*   *   *

Στην Luminiţa

εσύ κατέβαινες από τα δέντρα κι εγώ αναποδογύριζα τον ουρανό
λες κι ήταν πορτοκάλι κομμένο στα μισά η δε παλάμη μου 
                 πορτοκαλόφλουδα
εσύ κατέβαινες μεσ’ στην παλάμη μου μέσα στον ουρανό μεσ’ στην
                 πορτοκαλόφλουδα
εσύ κατέβαινες αργά διότι εκείνοι, οι λαοί των θορύβων
εκείνοι, οι κέρινες ζούγκλες από φόβο και τρόμο, τα μπαομπάμπ
                     με φιλντισένιες εγκοπές
εκείνοι,  οι σημαίες της βραδιάς, οι που λατρεύονται στις παρυφές 
                   της αγαθοσύνης
όπως εκήρυτταν σε νόμους και όπως έψελναν σε προθαλάμους 
                 με τοίχους από εφημερίδες 
όπου εμείς περιμέναμε στα διαλείμματα του έρωτα όταν 
                τα μέτωπά μας δάκρυζαν
για τον απολεσθέντα βραχίονα της Αφροδίτης για όλες τις 
                χαμένες Ελλάδες και Ρώμες
εσύ κατέβαινες αργά γιατί εκείνοι σου χαρίζανε φτερούγες
και τότε ανακάλυπτες βασίλεια προορισμένα για φύλλα 
                   που δεν ήλπιζαν πλέον
να κιτρινίσουν για τους πιγκουΐνους που ’θελαν να πετάξουν 
                  για τους πιγκουΐνους
που ’θελαν να κολυμπήσουν και να τους σερβιριστεί το τσάι εκεί 
                  ψηλά στις κορυφές των πάγινων κοιτώνων τους
ας περιμένουν λίγο ακόμη οι πιγκουΐνοι ως που ν’ αρχίσει η παλίρροια
η επανάσταση αρωμάτων που αποκοιμίζει τα μωρά των λευκών
                    οροπεδίων
ας περιμένουν λίγο ακόμη οι πιγκουΐνοι ως που να φτάσουν
                 οι πρωτευουσιάνοι υδραυλικοί με το μολύβι
να στάζει απ’ τους αρωματικούς σωλήνες τους πλάι-πλάι στις 
                   πόρτες κι στα μαξιλάρια
δίπλα σε δάκτυλα ντυμένα στο μετάξι
ας περιμένουν λίγο ακόμη οι πιγκουΐνοι ως που να κατεβείς εσύ

Korka

Ένας στρατηγός ζωγραφισμένος επάνω στην ποδιά μιας υπηρέτριας
ανάμεσα στο μύλο και τη λέμβο με τα ρολόγια τοίχου επιδίδεται 
                στο κτίσιμο
ο καπνός της πομπής παίρνει σχήμα παράσημου
διόνυσος και τράγοι περιμένουν παραδίπλα
των υπηκόων τα δάκτυλα έχουν γεμίσει δακτυλίδια
κάτω από την καρέκλα την ταπετσαρισμένη που κατηφορίζει
είμαι υιός καμπάνας
ο αμνός τρέφει καλά την ιστορία
οι δε ιστορίες πια δεν επαναλαμβάνονται
στην πρόβα τζενεράλε το θέατρο πιάνει φωτιά


Εισαγωγή και μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
*Το πρωτότυπο στα ρουμανικά.


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Μαΐου 2006