ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
Ηλεκτρισμένη πόλη του Γιάννη Κοντού
Εκδόσεις Κέδρος, 2008
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Κοντού. Η αθωότητα που θωρακίζει με εφηβικό πάθος το ενήλικο βλέμμα, και η σκηνοθετική του δεινότητα η οποία υποστηρίζει έναν κόσμο ο οποίος πηγάζει από τα βαθύτερά όνειρά μας. Αυτές οι δύο συντεταγμένες αποτελούν πολύτιμοι νοηματικοί χώροι όπου η ποίηση ορίζεται μέσα από τα πρωταρχικά της υλικά, όπως τότε που ο άνθρωπος πίστευε στο θαύμα στην καθημερινή του ζωή και μεγαλουργούσε μέσα από την φαντασία του. Ο Γιάννης Κοντός με την επιμονή του να γυρίζει την πλάτη στον ορθολογισμό, δημιουργεί το αρχέτυπο της αθωότητας. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Ηλεκτρισμένη πόλη», μεταμορφώνεται σε θαυματοποιός για να μας ταξιδέψει στην ενδοχώρα του φανταστικού, εκεί όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι ο πρωταρχικός στόχος, και ο ποιητής, σαν μικρό παιδί, αναζητά στην ταπεινή στάση εκείνου που αφουγκράζεται με προσοχή τα αφανή θαύματα που κυοφορεί ο άνθρωπος και η ζωή του.
Ο Κοντός φαίνεται να υποστηρίζει στην ποιητική του αυτό που ο Λή Χαντ είχε γράψει σ´ ένα δοκίμιό του για τη φαντασία και πως επενεργεί στον ποιητικό λόγο: «η ποίηση εκφράζει και εικονογραφεί τις εντυπώσεις της με τη φαντασία ή με εικόνες των πραγμάτων τις οποίες επεξεργάζεται με στόχο την απόλαυση και τη μετάδοση της αίσθησης της αλήθειας τους, σε όλη της τη δύναμη και τον πλούτο. Τις εικονογραφεί με τη φαντασία που είναι ένα ελαφρότερο παιχνίδι της imagination, ή η αίσθηση της αναλογίας που υπολείπεται της σοβαρότητας, με στόχο να γελάσει μ´ αυτό που αγαπά, και να δείξει πώς μπορεί να το στολίσει με ωραία στολίδια». Στα ποιήματα του Κοντού εύκολα μπορεί κάποιος να παραπλανηθεί ότι πρόκειται εκ πρώτης όψεως αφελή στιχουργήματα που έχουν μόνο στόχο να διασκεδάσουν με την έξυπνη σκηνοθετική τους ικανότητα. Νομίζω πως ο Κοντός επιδιώκει συνειδητά αυτή την στάση, θέλοντας να αφήσει τον αναγνώστη εκτεθειμένο, να τον παρασύρει σε μια παιγνιώδη κατάσταση κι έπειτα με ευκολία να του περάσει, δίχως ο αναγνώστης να το καταλάβει από την πρώτη στιγμή, το κρυμμένο μήνυμα που κρύβει το ποίημα.
Ο ποιητής αποφεύγει το διδακτισμό, η πνευματική του στάση είναι η στάση ενός μαθητή που ανακαλύπτει ακόμα τον κόσμο, που επιθυμεί και ο αναγνώστης του να παραμένει ανεπηρέαστος έτσι ώστε να μετέχει στη αναγνωστική περιπέτεια με τα υλικά της δικής του φαντασίας. Η μέθοδος αυτή είναι μια τίμια πράξη, φέρνοντας τον ποιητή πολύ κοντά στον αναγνώστη του. Τα ποιήματα του Κοντού, είναι ποιήματα κοινής χρήσης. Παραμένουν ανοιχτά σε ερμηνείες, δοκιμάζουν υπερρεαλιστικές φόρμες, γίνονται λυρικά τραγούδια, φαντασμαγορικά τοπία μιας πολιτείας που ακόμα υπάρχει, επειδή πιστεύουμε ακόμα πως υπάρχει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα ΚΛΕΙΣΤΗ ΖΩΗ:
Και όμως απέραντα ανοιχτή όπως κοιτάμε το θαύμα
από το μικρό παράθυρο του φεγγίτη. Πατάρι θεατρικό,
εργαστήρι μυστηρίου το σπίτι μας. Κόκκινα παραπετάσματα
τραβάνε πεθαμένοι ποιητές και πήλινα πουλιά πετάνε
στον τσιμεντένιο ουρανό.
Χωρίς φόβο μετράμε το νήμα του χρόνου και πλέκουμε
κόκκινα καλτσάκια για τον μικρό μας γιό.
Πεταμένα δώθε κείθε: κόμικς και χαλκομανίες,
με αγγελάκια και, φρρπ, τα παίρνει όλα ένα αεράκι δυνατό,
επίμονο και φαρμακερό. Μένει άδειο το ζωτικό μας τετράγωνο
και μια μπάντα με κλόουν παίζει για το φινάλε.
Νομίζω πως το παραπάνω ποίημα της συλλογής, φανερώνει με ευθύβολο τρόπο όλο το πιστεύω του Κοντού, την αίσθηση αντίστασης σε μια ασφυκτική πόλη, όπου η πάλη για αυθεντικότητα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Ο Κοντός δεν φοβάται το χρόνο, επιμένει να ψάχνει το θαύμα από το μικρό παράθυρο του φεγγίτη. Αυτός ο ποιητής βάλλεται εναντίον του χρόνου, χλευάζει την μιζέρια του σύγχρονου πολιτισμού, αντιλαμβάνεται πως αν θέλει να σωθεί πρέπει να αφοσιωθεί στην αναζήτηση του εγώ, με σκοπό να εξερευνήσει τον άνθρωπο σε όλες του τις διαστάσεις. Ποίηση ανθρωποκεντρική, πλαισιωμένη από υπέρβαση. Ένα ποίημα της συλλογής που υποστηρίζει με σαφήνεια αυτό που αναφέρω είναι και η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. Στο ποίημα αυτό ο Κοντός, ίσως πρώτη φορά τόσο εξομολογητικός, ξεγυμνώνει τον εαυτό του και τα πάθη της ζωής του στο καθρέφτη του χαρτιού με έναν απόλυτα λυρικό τρόπο. Το παραθέτω:
Ψηλόλιγνος με γκρίζους κροτάφους, κρατά τρομπέτα.
Την ακουμπά στο γόνατο όπως κάθεται σε καρέκλα.
Μουσική ποιεί. Έχει ένα σημάδι, μια ξερή χαράδρα
στο φρύδι, που φτάνει μέχρι το μάτι. Είναι από κεραυνό,
όταν παιδί βρέθηκε σε καταιγίδα.
Ο σκύλος είναι στα πόδια του και τον κοιτά στα μάτια.
Χωρίς ιδιαίτερη αιτία αφαιρείται ή πετά.
Τι φως που έχει αυτή η νύχτα.
Μπορεί να είναι το κεράκι του, μπορεί τα μάτια
και οι φωνές που τον περιμένουν.
Κομμάτια ουρανό βρίσκει στα ντουλάπια.
Όλο ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου ψάχνοντας
σε χάρτες χαμένους θησαυρούς. Όμως ουσιαστικά
είναι άνθρωπος σε γραφείο. Όπως λέμε άνθρωπος
χαμένος στο δάσος. Το κουβάρι των ημερών του
ξετυλίγεται κατακόκκινο, ασχέτως εάν οι άλλοι
το βλέπουν γκρίζο. Είναι βουτηγμένος στα χρώματα
χωρίς ελπίδα.
Η περιφορά της σελήνης αλλάζει συνέχεια γωνιά
ακτινογραφώντας τα χέρια και τη φαντασία του.
Βρίσκονται όλα εδώ. Το πορτραίτο ενός ανθρώπου που αντιστάθηκε στο χρόνο. Ένα μελαγχολικό παιδί που η επαφή του με το θείο του άφησε σημάδια πάνω στο σώμα. Που ποιεί μουσική και χρώματα ψάχνοντας τους χαμένους θησαυρούς. Ένας ενήλικος που δεν δέχθηκε ποτέ να παίξει το ρόλο του αλλά βάλθηκε να στηρίζεται στα εργαλεία της ποίησης για να χαράξει την αισθητική του. Οι άλλοι σπάνια διακρίνουν την αληθινή του ταυτότητα, παροδηγούνται από τα εξωτερικά γνωρίσματα και παγιδεύονται στο ορατό, χωρίς να διαισθανθούν τη σελήνη που ακτινογραφεί τα χέρια και τη φαντασία του.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρω το ρόλο που παίζει η τέχνη της ζωγραφικής στο έργο του Κοντού. Ιδιαίτερα η επιμονή του με τα χρώματα η οποία πηγάζει από την τάση του να ανατρέπει την πραγματικότητα, η ιδιότητα εκείνου που μεταλλάσσει την ασχήμια σε ομορφιά. Η σχέση του ποιητή με τους ζωγράφους είναι ήδη γνωστή. Σχεδόν σε κάθε συλλογή του φιλοξενεί έργα αγαπημένων του ζωγράφων. Αυτή η εικαστική εκδοχή δίπλα στην λογοτεχνική δεν φανερώνει μόνο αισθητικές τάσεις, αλλά ο ποιητής επιθυμεί να μας μεταδώσει οπτικά τις ιδέες του, να μας εντάξει μέσα στα πλαίσια της φαντασίας του. Οι ζωγράφοι που φιλοξενεί συνεχίζουν το ποίημα από εκεί όπου το άφησε ο ποιητής. Στην «Ηλεκτρισμένη πόλη», ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, αναλαμβάνει αυτό το ταξίδι της ψυχής, συμπληρώνοντας το ρομαντικό μοτίβο των ποιημάτων. Αλλά και στους στίχους του ο Κοντός παίζει με τα χρώματα. Ένα απάνθισμα από τα πρόσφατά ποιήματά του αποδεικνύει του λόγου το αληθές: «πολύχρωμη που είναι η νύχτα», «το ιώδες στην ιστορία μας είναι τα μεγάλα σου δάχτυλα», « έφυγε με τον άγγελό της και το μισό γαλάζιο», «η φλέβα, σκούρα μπλε, πρησμένη, ξεχωρίζει από τη σάρκα και κυλά στη θάλασσα», «πως βυθίζονται στις κόκκινες φωνές», «στο δάπεδο ένα πορτοκαλί θέλω αναβλύζει».
Ο Κοντός είναι ένας αναγκαίος ποιητής. Γιατί με τον τρόπο που βλέπει φανερώνει διόδους επικοινωνίας αναγκαίες, ανασταίνει τα χαμένα αρχέτυπα του κόσμου, επιδιορθώνει τα λάθη με την τολμηρή του ματιά πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα, επιμένει για τον συμπαντικό ρυθμό, για την ακατανίκητη έλξη του έρωτα όταν αναδημιουργεί μέσα από τις στάχτες την ελπίδα. Εκεί όπου
θα έρθει η άλλη μέρα
η αινιγματική και θα πάει ήσυχα στην παιδική της
ηλικία, μέσα στα αμπέλια, στον ήλιο και στις ελιές
να παίξει.
Κριτική: Γιώργος Λίλλης
Κριτική: Γιώργος Λίλλης
Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Ιανουαρίου 2009