Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει ο Βαγγέλης Δημητριάδης

 

 

Γιάννης Στρούμπας, Περίμετρος, Σμίλη, Αθήνα 2024

 

Ο Γιάννης Στρούμπας αν και διατηρεί μερικά στοιχεία από το γνωστό ύφος του, κυρίως τη διασκεδαστική, διαθλαστική διατύπωση με ηχο-λεκτικούς συνειρμούς, χιούμορ, ειρωνεία (βλ. πχ. «Έξοδος κινδύνου», σ. 50 κ.ά.) και καυστικότητα, στην τέταρτη συλλογή ποιημάτων του Περίμετρος παρουσιάζει μια νεόδμητη εικόνα που δεν οφείλεται μόνο στην σχολιαστική, με (γραμματικά και συγκοινωνιακά) μεταφορικά μέσα προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι και της αστικής επικαιρότητας με ευθείς ή πλάγιους τρόπους. Οφείλεται στο ότι επιτρέπει και προτρέπει μια ιδιαίτερα πολλαπλή ανάγνωση των σαράντα ποιημάτων που συνθέτουν την κατ’ απόλυτη αναλογία ταξινομημένη δίπολη Περίμετρό του («Προς αποβάθρες» ποιήματα είκοσι, «Προς καταβόθρες» ποιήματα είκοσι). 

Ήδη από τον τίτλο της συλλογής, σε συνδυασμό με μια πρώτη αναγνωστική επαφή, απορρέουν κλιμακωτές σκέψεις με δεσπόζουσα εκείνη που θεωρεί ότι ο ποιητικός λόγος του Στρούμπα κινείται στα περί μετρό και συγκοινωνιών της πόλης ζητήματα, στα περί βυθισμάτων και ανυψώσεων στους σταθμούς, στις διαβάσεις, στις υπόγειες σήραγγες και στους ανώνυμους ταλαίπωρους, μασκοφόρους επιβάτες. Ασφαλώς όμως οι σκέψεις περιλαμβάνουν και τα περί μέτρου θέματα που αυξομειώνουν την ποιητικότητα της μορφής. Μορφής που ελίσσεται από τον σπασμένο 15σύλλαβο μέχρι την άρρυθμη, μονόχορδη τονικότητα λιτότατης διατύπωσης και κοφτού, επιγραμματικού λόγου. 

Άραγε η «περίμετρος» σαν όρος σε ποιο γεωμετρικό σχήμα αναφέρεται; Σε τρίγωνο, τετράγωνο ή πολύγωνο, κανονικό ή ακανόνιστο; Και τι περικλείει η συγκεκριμένη Περίμετρος του Στρούμπα; Εγκλωβισμένους ανθρώπους, πάθη, νοοτροπίες, συμπεριφορές, πρόσωπα ή αντικείμενα; Μήπως περιζώνει τη δυστυχία, τα νεκρά από τη δύναμη της συνήθειας συναισθήματα; Μήπως προσπαθεί να περιορίσει τα όρια του σκοταδιού, της πόλης κάτω από την πόλη και της πόλης πάνω από την ιδεατή υποχθόνια πόλη, εκεί όπου κάθε πολίτης συνοδεύεται «από τ’ ανάπηρά του αισθήματα»; Οι υπόγειες στοές, οι κυλιόμενες σκάλες, οι τεχνητοί φωτισμοί αναπαριστούν ή εκτρέπουν τη ζωή από τη ρότα της, μήπως την οδηγούν σε σύγχρονο μεσαίωνα; Μήπως πίσω από το παιχνίδι των λέξεων, των ανύποπτων εικόνων κα των περιγραφών της οριοθετημένης κοινωνικής δομής –με μεταφορές και κυριολεξίες– κρύβονται ο πολιτικός λόγος, η υπέρβαση κάθε μέτρου και η ύβρις;

Γεγονός είναι ότι οι πολίτες της Περιμέτρου διαφεύγουν (για να διασωθούν;) από την ασφυκτική, προσήλια επιφάνεια, συνωθούνται στις γαλαρίες, στα βαγόνια, μετακινούνται ταχύτατα στο πουθενά, επαναλαμβάνουν υπογείως τις υπέργειες αδυναμίες τους, διοχετεύουν προς κάθε κατεύθυνση αδιαφορία, αποξένωση, επιθετικότητα. Η υπό-γεια κίνηση, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική της σημασία, εκπροσωπεί την αδιέξοδο διέξοδο, τη διαφυγή που επιδεινώνει αντί να βελτιώνει τις συνθήκες, τη σύγχρονη ροή της ζωής η οποία ρέει μακριά από το φως, τον ήλιο, την αλήθεια, την ευτυχία. Οι μασκοφορεμένοι κορονοϊόπληκτοι, στοιβαγμένοι στους συρμούς «τόσο κοντά, τόσο μακριά» ο ένας από τον άλλον, εξακολουθούν και μετά την πανδημία να μεταφέρουν στη μολυσμένη καθημερινότητά τους τα διπρόσωπα εγώ τους, μιμούμενοι την από γενέσεως κόσμου θεσμοθετημένη ανακολουθία της φύσης: οι πεταλούδες να μετατρέπονται σε χώμα και τα σκουλήκια να εξελίσσονται σε πεταλούδες στον ουρανό… 

Αντίθετα με την ποικιλότητα των εντός της περιμέτρου περιγραφών, η εκτός περιμέτρου περιοχή είναι αχαρτογράφητη. Το σύμπαν είναι οριοθετημένο μέσα σε πλαίσιο συγκεκριμένο, με γωνίες συμπληρωματικές που προοδευτικά λειαίνονται, εξαλείφονται και διαγράφουν έναν ολοκληρωμένο (πύρινο;) κύκλο με φιλοσοφημένο περιεχόμενο, όπου το αρκτικό και το ακροτελεύτιο δίστιχο «Τώρα πια ξέρω/ υπάρχει κι άλλος τρόπος», ορίζει τη νοο-γνωστική διάσταση των ποιημάτων της συλλογής, ήτοι του σκεπτόμενου ποιητικού υποκειμένου που παλινδρομεί στο πέλαγος της αβεβαιότητας, περιορισμένο ασφυκτικά από την μέγγενη της κοινωνικοπολιτικής αρρυθμίας.

Η υπόγεια μετακίνηση στην πόλη, ανακάλυψη που στρέφει τη ζωή επί τα χείρω, διασώζει φαινομενικά τους πολίτες από το πάστωμα στους δρόμους, τις επιβουλές των τρομοκρατών, την κακιά ώρα του ανύποπτου που κυκλοφορεί στο αστικό περιβάλλον και τους επιτρέπει να επιβιώνουν σαν τα μυρμήγκια στις δαιδαλώδεις φωλιές τους. Στην πραγματικότητα «θλίψη μελαγχολία απόγνωση/ φόβος κενό τρόμος» είναι αδύνατο να απαλειφθούν, οι μέσα βόμβες της καρδιάς δεν απενεργοποιούνται με καμιά εξωτερική παρέμβαση, παρότι οι συνθήκες που επικρατούν κάτω από τη γη παρέχουν μέχρι ενός σημείου μεγαλύτερη ασφάλεια, κατά βάθος ωθούν στην αποψίλωση της αλήθειας και της ομορφιάς, στη νεκρή φύση και στο σκοτάδι, παρόμοιο με εκείνο που εμπόδισε τον τυφλό Οιδίποδα να κατακτήσει την κοινωνική και υπαρξιακή του πληρότητα και την αλήθεια. 
Ωστόσο, ο συρμός που μπορεί να συνθλίψει πάνω στις ράγες το σώμα ενός απελπισμένου αυτόχειρα δεν είναι πιο φονικός από τον συρμό της καθημερινότητας που συνθλίβει ανερυθρίαστα και ατιμωρητί τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι η ευτυχία σπανίζει, έχει καταντήσει αντικατοπτρισμός και ψευδαίσθηση εικόνων χαράς και οικογενειακής ασφάλειας. Η επιβίωση στην περίμετρο έχει τα αμετάκλητα κόστη της, οι κίνδυνοι δεν παύουν να ελλοχεύουν. Ο Γιάννης Στρούμπας μεταφέρει την είδηση πληρέστατα και επικοινωνιακά με μια συνοπτική, ποιητική ανακοίνωση και πρωτότυπη χρήση γλωσσικών μορφωμάτων της καθημερινότητας, που εκπλήσσει: 

Παρακαλούνται οι επιβάτες/ Να προσέχουν/ Τα προσωπικά τους συναισθήματα.// Προσοχή στο κενό/ μεταξύ μυαλού και καρδιάς. («Mind the gap», σ. 35)

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Οκτωβρίου 2024