Εκτύπωση του άρθρου
Γράφει η Άννα Γρίβα
 
 
 
 

 

Γιώργος Βέης, Βράχια, ύψιλον / βιβλία, 2020

 

 

Είχα την τύχη τον περασμένο χειμώνα να βρεθώ σε μια παρουσίαση του συνόλου του ποιητικού έργου του Γ. Βέη από τον ίδιο τον ποιητή στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Εκείνο που μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το γεγονός ότι η δημιουργική πορεία του ποιητή μέσα στα χρόνια παρουσιάζει μια αξιοπρόσεκτη συνοχή, που λειτουργεί παράλληλα με μια διαρκή εσωτερική εξέλιξη. Παρατήρησα, δηλαδή, ότι υπάρχει ένας πυρήνας αναζήτησης, τον οποίο ο ποιητής διατηρεί, ανανεώνοντας αέναα και δυναμικά τις θεματικές και τους τρόπους του, πράγμα που επιβεβαιώνεται και μέσα από τη νέα του ποιητική συλλογή Βράχια.

Στα Βράχια, όπως και ο ίδιος ο τίτλος φανερώνει, ο Γ. Βέης επιστρέφει στο πρωταρχικό, στο πρωτογενές, στο απαραίτητο: στη γη, που συχνά είναι η πατρική γη, στο χώμα, στην πέτρα, που φιλοξενεί τα πουλιά και αφήνει στις σχισμές της να αναφανούν κάποια σπάνια αγριολούλουδα. Ποιήματα ως επί το πλείστον της μισής σελίδας, που επιμένουν στη λιτότητα των εκφραστικών μέσων, όπως ταιριάζει σε έναν άδολο λυρισμό. Ανάμεσα στα ποιήματα ξεχωρίζουν για την επιγραμματικότητα και την απόδοση των εσωτερικών καταστάσεων όσα έχουν αναφορά στα ζώα, λες και το ζωικό στοιχείο μπορεί να γίνει ο καθρέπτης της ανθρώπινης ψυχής, η οποία είναι πάντοτε μια οντότητα εύθραυστη αλλά και γεμάτη δυνατότητες. Ενδεικτικά αναφέρω λίγους στίχους από το ποίημα «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών»:

Πρέπει ν’ αντέξω όπως ο κάστορας
την ορμή του ποταμού
να ξεπεράσω όπως το κοράκι το ξεφτισμένο του σκιάχτρο
να εξαντλήσω όπως η μύγα
όλες τις εκδοχές της εισβολής στη ζάχαρη

Και βέβαια ιδιαιτέρως ευφάνταστες είναι οι αντιθέσεις των φυσικών στοιχείων που σμίγουν, όπως συμβαίνει συχνά με το βουνό και τον άνεμο, λες και το απολύτως ελαφρύ βρίσκει και ολοκληρώνει την ύπαρξή του μέσα από το στερεότητα της πέτρας και το αντίστροφο:

το αεράκι που κατεβαίνει από την πλευρά του Ταΰγετου
θέλει τώρα να τον σηκώσει
ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν
έλυτρα κουρελάκια μισόλογα.

(«Η γονιμότητα του παρελθόντος»)

Είναι σε αυτό το σημείο που ξυπνά μέσα στους στίχους το δημοτικό τραγούδι, ως φορέας ενός κόσμου που εμψυχώνει και δίνει συνείδηση σε όλη τη φύση, όπως στο ποίημα «Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων», όπου παρακολουθούμε την αγάπη του αέρα για το βουνό:

δεν θα τα φορέσουμε ποτέ,
λέει ο αέρας στο ψηλότερο έλατο
στην κορυφή της Πάρνηθας…

θα χτυπιέμαι πάνω σου πάντα
δύναμη πολλή θα σου φέρνω
θα έρχομαι
για να σε πάρω στο τέλος μαζί μου
στον κόσμο.

Με τέτοιες εικόνες, μεταφέρθηκα στους πρώτους στοχασμούς των φιλοσόφων-ποιητών της αρχαιότητας, τότε που η σοφία η οποία προερχόταν από την παρατήρηση της φύσης εκφραζόταν σε στίχους και σε αλληγορίες.

Από την άλλη πλευρά, το φυσικό τοπίο είναι και ένας ιστορικός τόπος, εκεί όπου αρθρώνεται η μνήμη, η προσωπική και η συλλογική: χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα με αναφορά στη Σάμο, όπου οι παιδικές μνήμες συναρμόζουν σε ένα πλούσιο παρελθόν ιστορίας και μύθου, όπως τα ποιήματα «Κουμέικα Σάμου», «Ηραίον Σάμου», «Καρλόβασι Σάμου».

Εντός του τόπου, του κάθε τόπου, υπάρχει ο άνθρωπος που αναζητά τη θέση του στον κόσμο και παρατηρεί τα ελάχιστα δώρα της φύσης. Τότε όλα μετεμψυχώνονται, όλα γίνονται αθάνατα και νοηματοδοτούνται διαρκώς, όλα υπάρχουν μέσα σε μια μαγική πολλαπλότητα:

Μέσα εμείς ακούμε Μοντεβέρντι
τη μουσική που ξέρει ασφαλώς
από στήθους το κρασοπούλι
από την προηγούμενη ζωή του
όταν ήταν ρυάκι.

(«Η επίσκεψη»)

Από τα πλέον συγκινητικά είναι τα ποιήματα που αναφέρονται στον παραδοσιακό υλικό βίο, καθώς με έναν αδιόρατο τρόπο ανοίγεται μπρος μας το μονοπάτι του παρελθόντος, για  να δούμε ξανά την επίγεια ομορφιά, όπως εκφράστηκε μέσα από τις γυναίκες που χόρεψαν, γέλασαν και εναρμονίστηκαν με την ακμή της φύσης. Με ένα τέτοιο ποίημα θα κλείσω από το κείμενο, για να αναφανεί τελικά αυτός ο μυστικός, ο αόρατος παράδεισος των Βράχων, στον οποίο μας καλεί το βιβλίο, ως μιαν απόδειξη της πληρότητας και της σοφίας του ελάχιστου:

Όσες φορές το φόρεσαν
γύρισαν πίσω σ’ εκείνη την πρώτη φορά
την ανεπανάληπτη «με γεια σου» ευχή
το χάραγμα στην φωνή
η σχισμή του ονείρου
για να μπορέσει να διαβεί ολόκληρη
η παράδεισος.

(«Επίχρυσο νυφικό γιορντάνι λαιμού»)

Άννα Γρίβα

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Σεπτεμβρίου 2020