Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

 


Γιώργος Βέης, Για ένα πιάτο χόρτα,
ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2016, σελ. 68


Σχετικά με τους περίφημους λογοτυπικούς συνδυασμούς επιθέτων και ουσιαστικών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, σύμφωνα με τον Αρίσταρχο, τον αλεξανδρινό φιλόλογο του δεύτερου αιώνα π. Χ., το επίθετο προβάλλει μία ουσιώδη και αναπόσπαστη ιδιότητα του πράγματος ή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το ουσιαστικό. Έτσι στον λογότυπο «ροδοδάκτυλος Ηώς», η επιφάνεια της θεάς Αυγής περιγράφεται μέσω της εστίασης στα τριανταφυλλένια δάχτυλά της, δηλαδή στο καταστατικό ρόδινο χρώμα της. Ο Hartmut Erbse (“Milman Parry und Homer”, Hermes 122, 1994, 257-74), εκκινώντας από τον Αρίσταρχο, υπογραμμίζει ότι τα επίθετα αποδίδουν σε ένα πράγμα ή σε ένα πρόσωπο πάγιες, κύριες ιδιότητες και λειτουργούν υπέρ της ανάδειξής του, ανάγοντάς το στο μέσο μίας λαμπρότατης ενάργειας.

έρχεται, μουσική στην ώρα της / αδιαφορώντας για το αίμα που την περιμένει / για τις βλαστήμιες του ανάπηρου / την πανουργία του προδότη / τις κατάρες των μελλοθανάτων / η σκληρότητα είναι κι αυτή δώρο της / ένα στοίχημα δουλείας ή δύναμης / ένας λόγος περί μεθόδου – // αστραπή // το κολιμπρί τρόμαξε, / τόσο φως ξαφνικά / και τρύπωσε ξανά εδώ: χάρις.

Ο Γιώργος Βέης γράφει το ποίημα «Η συμμετρία της αυγής», όπου μετέρχεται τον λεκτικό τρόπο της προσωποποίησης για να προσδώσει στην αποτύπωση του ξημερώματος την ποιότητα της θεϊκής επιφάνειας. Η λέξη «αυγή» του τίτλου αντιστοιχεί λοιπόν σε θεωνυμία. Το ξημέρωμα προσδιορίζεται από τρεις ιδιότητες, οι οποίες μπορούν να τεθούν σε σειρά αύξουσας έντασης: η μουσικότητα, η σκληρότητα και ο αιφνιδιασμός με τη σημασία πρώτιστα του γεγονότος το οποίο συντελείται άμεσα. Στο τρίτο και πιο σημαντικό γνώρισμα αναφέρονται το ρήμα «έρχεται» επίτηδες τοποθετημένο στην έναρξη της σύνθεσης, το εξίσου εσκεμμένα απομονωμένο και κεντρικό ουσιαστικό «αστραπή» και η εικόνα του τρομαγμένου από το ξαφνικό φως πτηνού. Η πρώτη ιδιότητα αποδεικνύεται συμπληρωματική του αιφνιδιασμού, καθώς η λέξη «μουσική» συνοδεύει, στον πρώτο στίχο, το ρήμα «έρχεται» και η μετωνυμία της μουσικής, η εικόνα του κολιμπρί, ακολουθεί μετά το ουσιαστικό «αστραπή». Ως συμπληρωματική ενσωματώνεται στον αιφνιδιασμό. Απόληξη του τελευταίου καθίσταται επίσης η δεύτερη ιδιότητα, εν προκειμένω μέσω του περιεχόμενου, επειδή, στο ποίημα, η παράλογη γεωμετρία της πραγματικότητας αποκαλύπτεται εξαιτίας του άμεσου φωτός. Έτσι ο αιφνιδιασμός αφομοιώνει τη σκληρότητα.

Η σύνθεση άρα αποτελεί την επέκταση του υποθετικού λογότυπου «η θεϊκή και ακαριαία Αυγή» και λειτουργεί με τον αναγωγικό τρόπο της ομηρικής φόρμουλας «ροδοδάκτυλος Ηώς», αλλά σε βαθμό εκθετικά ενισχυμένο: Δηλαδή ως οντολογικός δίαυλος, ως το εφαλτήριο για να αποκτήσει η συγκεκριμένη εμπειρία, το φως του ξημερώματος, τόση ενάργεια, ώστε να ισοδυναμεί με ακαριαία αποκάλυψη, ανάδυση, διαύγαση και θρησκευτικό δέος αντικρύ στο αποκαλυπτόμενο. Σε αυτό το ποίημα, το φως είναι πάντοτε η Αυγή, μουσικό, σκληρό, αιφνίδιο. Προκαλεί τρόμο πριν προσφέρει τη χάρη του. Τότε η παράλογη γεωμετρία της πραγματικότητας αίρεται, μετατρεπόμενη στιγμιαία σε αυθεντική συμμετρία.

δεν έχω πάει / αλλά την έχω ήδη συναντήσει προ πολλού / στην Αστόρια της Νέας Υόρκης / στη Μελβούρνη / στα παγωμένα μάτια της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας / σ’ όλους εκείνους τους χάρτες της επιστροφής / στην ανάμνηση της θάλασσας / στη σκιά του ανυπερθέτως. («Φολέγανδρος»)

Τα ποιήματα της συλλογής συγκροτούν έναν εσωτερικό κόσμο, ώστε το καθένα δίνει είτε τις συντεταγμένες τοπίων και τόπων είτε το στίγμα της εκάστοτε παρουσίας του ποιητή και άλλων προσώπων και επιπλέον πραγμάτων, ζώων, ιδίως πτηνών. Αυτά όλα συνέχονται μεταξύ τους μέσω του λυρισμού, μέσω του οποίου κυρίως εγκαθίστανται στην ακίνητη ώρα του μεσημεριού το καλοκαίρι ή στην ομόλογή της στιγμή του θανάτου, χρονικά σημεία που λειτουργούν ως προθάλαμοι του συγκλονισμού της αθανασίας.

Η χρήση των κλασικών φορμών, δηλαδή οι συνθέσεις του βιβλίου Για ένα πιάτο χόρτα οι οποίες έχουν γραφεί σε παραδομένες στροφικές και ομοιοκατάληκτες μορφές (δεν γίνεται λόγος για μετρικές μορφές, επειδή ο παρατονισμός καταστρατηγεί συστηματικά το μέτρο στα ποιήματα της συλλογής), δρομολογεί ανταποκρίσεις με ποιητικά κείμενα του παρελθόντος. Προκύπτει έτσι ένα οιονεί υπερκείμενο, το οποίο διακλαδίζεται από κάθε τέτοια σύνθεση προς πολυάριθμες παλαιότερες μέσω της μορφής (εδώ κατά βάσιν του σονέτου), η οποία επέχει τον ρόλο του υπερσύνδεσμου. Ανακύπτουν ενδοιασμοί σε σχέση με τη χρήση των καθιερωμένων φορμών, οι οποίοι στηρίζονται στην αρχή ότι η ποίηση σήμερα πρέπει μεν να συμμορφώνεται προς συγκεκριμένους ρυθμούς ή άλλα απλά, διακριτά σχήματα, που όμως δεν ενεργοποιούν την κίνηση πίσω στον χρόνο, αλλά αναδεικνύουν τον σύγχρονο, καθημερινό λόγο. Βέβαια, σύμφωνα με τον Γιώργο Βέη, η μη ενσωμάτωση του ποιήματος στην εποχή του δεν συνιστά ελάττωμα, επομένως οι πιο πάνω ενδοιασμοί αφορούν μόνο μία θεωρητική απόκλιση εν προκειμένω του κριτικού από τον ποιητή και όχι την κατάδειξη ενός μειονεκτήματος της τεχνικής του δεύτερου. Η ελλειπτική σύνταξη και η συχνή χρησιμοποίηση ουσιαστικών ως κατηγορούμενων δημιουργούν την εντύπωση ενός λυτού ύφους ( πόλη απόλυτη μνήμη [«Βιετνάμ»], μπαινοβγαίνουμε στους καιρούς παράγραφοι / ως κρίματα, ως κύτταρα [«Ναύπλιο»], έχουμε πέσει χιόνι [«Έξοδος»]). Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται στις συνθέσεις με κλασική φόρμα.

έκπληξη από ύπαρξη («Ημερήσιο πρόγραμμα»). Στη συλλογή Για ένα πιάτο χόρτα περιοχές του πραγματικού απομονώνονται και σαρώνονται από τον ποιητικό εμπειρισμό, με αποτέλεσμα η στιγμή να παγιώνεται ή να επαναπαγιώνεται με τρόπο ανεπανάληπτο, ο οποίος την καθιστά μοναδική. Ώστε ο ποιητικός εμπειρισμός αποδεικνύεται τύπος του υπαρξισμού. Οι περισσότερες συνθέσεις συνιστούν απόπειρες να αφαιρεθεί το περίβλημα της παροντικότητας, εν γένει της χρονικότητας, από τα πράγματα. Η εμπειρία του συγκεκριμένου εξισώνεται με την ακαριαία αποκάλυψη, την ανάδυση, τη διαύγαση και με μία κατάσταση δέους αντικρύ στο αποκαλυπτόμενο: δεν έκλεινε με τίποτα / όσο κι αν τη σπρώχναμε / εκείνη άνοιγε με πείσμα / μέτωπο πάταγο στον ωκεανό / να φυσήξει υγεία / να πέσει μέσα στο όνειρο / ο πολτός των πραγμάτων / ως αθανασία. («Η πόρτα»). Εάν όμως χάρη στα ποιήματα αφαιρείται η χρονικότητα και αποκτά ενάργεια το συγκεκριμένο βίωμα μίας αποκάλυψης, τότε τα ποιήματα δεν αποτελούν απλώς τα όργανα, διά των οποίων οι στιγμές παγιώνονται ως μοναδικές, αλλά εξομοιώνονται με τις στιγμές, ταυτίζονται με τις απομονωμένες και σαρωμένες από αυτά περιοχές του πραγματικού των οποίων η συγκεκριμενοποίηση τις μετατρέπει παράλληλα σε υπερχρονικές. Έτσι τα ποιήματα ανάγονται στα πιο αληθινά τμήματα της πραγματικότητας. Διέπονται από τη θρησκευτική διαστολή της ύπαρξης. Η εξομοίωσή τους με τις κατεξοχήν αυθεντικές στιγμές διαστέλλει ειδικότερα την εσωτερικότητα του ποιητή σε θρησκευτική εσωτερικότητα των πραγμάτων. Γι’ αυτό αρκετές φορές συναντάται στη συλλογή η έκφραση της συνειδητότητας διαφόρων προσώπων, αλλά και τοπίων, αντικειμένων και ζώων. Εξάλλου, χαρακτηριζόμενες από την υπερχρονικότητα οι συνθέσεις του Γιώργου Βέη διακρίνονται επιπλέον από την υπερτοπία (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συνιστά εν προκειμένω η «Φολέγανδρος», η οποία παρατίθεται πιο πάνω). Η τελευταία σημαίνει τον επιθυμημένο τόπο, προς τον οποίο κάποιος ταξιδεύει διαρκώς, όμως ο τόπος μετατίθεται πάντοτε πέρα από το σημείο όπου έχει αφιχθεί και μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις της εξαιρετικής αυθεντικότητας συμπίπτει με το εκάστοτε σημείο άφιξης.      


Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Ιουνίου 2017