Εκτύπωση του άρθρου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ


«Γράψε και μένα, μπάρμπα»
ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΠΟΙΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΕΡΜΗΝΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ»
ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ»

 
Στο τεύχος 12 του περιοδικού «Χάρτης», Σεπτέμβριος 1984 ο Βασίλης Λαμπρόπουλος δημοσίευσε το κεντρικό και περιλάλητο άρθρο του «ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ Μέρες του Μπέρμιγχαμ, 1979» (το θεματικό υπό τον τίτλο παράθεμα με έντονη τυπογραφική έμφαση επί εικονικού εξωφύλλου). Σε υποσημείωση που αναφέρεται  στον ισχυρισμό του ότι «η διάθεση της ουσιαστικής αμφισβήτησης και της συνεπούς αντίστασης κατά των θεσμοθετήσεων της αληθείας της γνώσης εκδηλώνεται με άλλους τρόπους και σε σύγχρονα έργα, που φυσικά η Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης δεν έχει κανένα συμφέρον να προσέξει», παραθέτει λίστα με ονόματα Ελλήνων και ξένων οι εργασίες των οποίων συγκαταλέγονται στην «κατηγορία» αυτή.
          Χωρίς να σχολιάσουμε επί του παρόντος τον όρο «κατηγορία» από τις στυγνότερες και ετυμολογικά πιο βεβαρημένες παρασύνθετες λέξεις της ελληνικής (και όχι μόνο), θα παραπέμψω τους επισκέπτες στο δεύτερο από τα αναδημοσιευόμενα κείμενα της παρούσας ανάρτησης. Καλού-κακού σπεύδω να αναγράψω τα ονόματα των κατά χειροθεσία εγχωρίων εκλεκτών του πρωθερμηνέα Βασίλη Λαμπρόπουλου: Ελ. Βακαλό, Ν. Βαλαωρίτης, Γ. Καλιόρης, Ν. Καλταμπάνος, Δ. Καψάλης, Π. Κονδύλης, Ρ. Κοσέρη, Μ. Λαμπρίδης, Β. Λεοντάρης, Α. Λεοντή, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Μ. Μαρκίδης, Αν. Μυλωνάς, Αλ. Νεχαμάς, Κ. Παπαγιώργης, Στ. Ροζάνης, Μ. Σετάτος, Μ. Τσιανίκας και Γ. Τσιώλης.
           Εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα ο κατάλογος αυτός δια χειρός τώρα του Στάθη Γουργουρή, Καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας στις Η.Π.Α., και τρόπον τινά, παρά την μετριοπάθειά του, προαλειφόμενου διαδόχου του Βασίλη Λαμπρόπουλου, κατόχου ήδη της έδρας «Κ. Π. Καβάφης» στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, διευρυμένος  δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε απογευματινή εφημερίδα, στην ίδια ακριβώς όπου ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έδωσε το χείριστο δείγμα της έτσι κι αλλιώς μετριότατης λιβελογραφίας του. Στο νέο κατάλογο ο δεύτερος τη τάξει νεοελληνιστής της Αμερικής, μόλις «έθυσε τα διαβατήρια», (δηλαδή τέλεσε θυσία για την καλή διάβαση των ελληνικών συνόρων), κατά το ωραίο εύρημα του υπό το οποίο αρθρογραφεί στο περιοδικό «Πλανόδιον», έχρισε πρώτα πρώτα τη νέα nomenclaturam, ήτοι κατά σειράν τους Βαλαωρίτη, Πατρίκιο, Λεοντάρη, Ποντίκα, Αγγελάκη-Ρουκ, Χιόνη, Γκανά, Γαλανάκη, Λαϊνά, Πατίλη, Καλοκύρη, Χουλιάρα, Βαρβέρη, Αγραφιώτη, Σωτηροπούλου, Βλαβιανό, Γρηγοριάδη, Δημητρίου, Φάϊς. Επίσης πρότεινε και επέβαλε μια δεύτερη λίστα «στοχαστών και επιστημόνων» από την οποία δεν λείπουν, κατά χρίσμα ή και χειροθεσία, οι Τσουκαλάς, Βεργόπουλος, Μουζέλης, Μπαλτάς, Βέλτσος, Λυκιαρδόπουλος, Πεζμαζόγλου, Τσαλίκογλου, Νικολακόπουλος, Αλεβιζάτος, Λιάκος, Δημηρούλης, Κακαβούλια. Ανάμεσα στις δυο λίστες, εκείνης της δεκαετίας του ’80 και αυτής εδώ του 2008 δεν υπάρχει μόνο συνάφεια αλλά και οργανική, θα έλεγα «γενετική» ως προς τον τύπο και τον χειρισμό, σχέση. Εάν συντάσσοντας τον δικό του αρχικό κατάλογο ο Vassilis Λαμπρόπουλος επικαλέστηκε τις εργασίες των αναμενόντων την επίθεση των χειρών του, ο Στάθης Γουργουρής, επικαλείται τι, νομίζετε; Επικαλείται με απροσδόκητη, θα έλεγα και προσβλητική, συγκατάβαση το γεγονός ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών των Η.Π.Α. «δεν απαξιώνουν την Ελληνική Λογοτεχνία, εφόσον χρόνια τώρα, συνομιλούν και συνεργάζονται με Έλληνες λογοτέχνες και στοχαστές».
Επιπλέον και ο πρεσβύτερος και ο νεώτερος καταστιχογράφος φρόντισαν τα καταλογικά τους κείμενα να μη θεωρηθούν, οριστικά και απαραβίαστα. Το αντίθετο θα αποτελούσε αδικαιολόγητο λάθος.
          Και τέτοια λάθη δεν είναι δυνατό να διαπράττει η υπερατλαντική (και εγχώρια) Επισκοπή και Δεσποτεία, η οποία έχει αφομοιώσει κάμποσο καβαφικό βυζαντινισμό. Άλλωστε και το 1984, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, και το 2008 ο Στάθης Γουργουρής, είχαν σπεύσει να δηλώσουν κατηγορηματικά, ο δεύτερος, ότι «τα ονόματα είναι ενδεικτικά, γιατί αλλιώς θα γέμιζε η σελίδα»!, και ο πρώτος, ότι «ο κατάλογος αυτός έχει αρκετή μεροληψία και θα άξιζε να επιμηκυνθεί»!!
          Εάν η ακαδημαϊκή μας ζωή δεν ήταν πράγματι ασυνάρτητη, και είχε ήδη διερευνηθεί η αληθινή σχέση  ανάμεσα στους «ερμηνείς της διασποράς» και στις «Σημειώσεις», περιοδικό που ξεκίνησε σαν όργανο ακμαίας, αυστηρής και συνεκτικής συντεχνίας για να διατρέχει σήμερα τον κίνδυνο λόγω επεμβάσεων να εκφυλιστεί σε δελτίο οικογενειακής βιοτεχνίας, θα μπορούσε να τεθεί σε ασφαλέστερη βάση το ακόλουθο ερώτημα: ποια από τα ονόματα της αρχικής αξιολογικής (και αξιωματικής) λίστας του Βασίλη Λαμπρόπουλου, τα οποία μαρτυρούσαν για την δυναμική του περιοδικού, έχουν περάσει και στην πρόσφατη καταλογράφηση του Στάθη Γουργουρή; Από τους οκτώ που πρωίμως εξασφάλισαν από τον τον πρωθερμηνέα το χρίσμα των φίλων, οπαδών και συνοδοιπόρων ήτοι τους Γ. Καλιόρη, Ρ. Κοσέρη, Μ. Λαμπρίδη, Β. Λεοντάρη, Δ. Λυκιαρδόπουλο, Μ. Μαρκίδη, Αλ. Μυλωνά και Στ. Ροζάνη, στον διευρυμένο και μάλλον αλλοπρόσαλλο  κατάλογο των νεήλυδων «νεοελληνιστών της Αμερικής» περνάνε, είναι αλήθεια,  δύο μόνο. Αλλά ο Βύρων Λεοντάρης (στη λίστα των λογοτεχνών) και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (στη λίστα των στοχαστών) συμβαίνει να είναι από τους συνιδρυτές και πρωτεργάτες των «Σημειώσεων». Ο πρώτος μάλιστα, ο Βύρων Λεοντάρης ανακηρύσσεται ήδη από τον πρωθερμηνέα ως κορυφαίος ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ενώ της πρώτης στέφεται παραδόξως από κάθε άποψη ο Νάνος Βαλαωρίτης, παρών ήδη στον  υποσημειωμένο  κατάλογο του 1984. Μολονότι  προτίθεμαι να επανέλθω στις δύο πιο πάνω ανακηρύξεις,  οφείλω να σημειώσω από τώρα ότι οι πράξεις χειροτονίας γίνονται έτσι νέτα σκέτα με ιεροτελεστικό τρόπο. Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε ότι ο καθηγητής Γουργουρής παραλείπει σκόπιμα συγγραφείς που βιάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κόσμο μας, όπως ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο Μάριος Μαρκίδης και ο Αντρέας Μυλωνάς. Αφού δηλώσω ότι τον τελευταίο αυτόν είχε και έχει περί πολλού ο ύπατος των αξιολογητών και στο μηδενικό στη χώρα μας φιλοσοφικό πεδίο και στη δήθεν αντεστραμμένη έμφυλη προσαγόρευση (αφιέρωση: «στον Αντρέα της Μαρίας») σε βαθμό να αποβαίνει εις βάρος του εγκωμιαζόμενου, οφείλω να παρατηρήσω ότι ο νεώτερος και διάδοχος καταλογράφος παραλείποντας τους εν Άδου στερεί το κατάστιχό του από τη διάσταση της υστεροφημίας. Για να αφήσουμε πάντως στην άκρη την έτσι κι αλλιώς  άφαντη Ρένα Κοσέρη υπάρχει μία αποσιώπηση όλως αδικαιολόγητη, εκείνη του Στέφανου Ροζάνη, για την οποία καμιά ερμηνεία ή και εξήγηση δεν μπορει να επινοηθεί. Γιατί κι αν ακόμα δεχτούμε, όπως έχει ειπωθεί όχι χωρίς κάποια αμφισημία, ότι οι στίχοι του Στέφανου Ροζάνη είναι χαραγμένοι πάνω στο νερό, ισχύει το ίδιο και για τα δοκίμιά του; 
          Κατά τα άλλα τα άρθρα του Παπανικολάου και Γουργουρή, μολονότι χαλαρά κατά το πλείστον, εντάσσονται ανέτως σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο όπου εκδηλώνονται και δρουν πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα δυνάμεις και διαμορφώνονται νέες συνθήκες. Πρόκειται για τις στρατηγικές και τακτικές προβολής, κύρωσης και υστεροφημίας οι οποίες σχεδιάζονται κατά κύριο λόγο στα πανεπιστήμια και εφαρμόζονται στο ευρύτερο λογοτεχνικό και γραμματολογικό πεδίο. Η σφαιρική και σε βάθος αντίληψη της όλης κατάστασης θα ήταν ελλιπής, αν μη και αδύνατη, χωρίς να συμπεριληφθούν οι νεοελληνικές έδρες των ξένων πανεπιστημίων στην Κύπρο, την Ευρώπη, την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Από την άποψη αυτή η φιλολογία την οποίαν προκάλεσε η αθωότατη και κάπως ξεθυμασμένη  συνέντευξη του Β. Λαμπρόπουλου, ο οποίος σημειωτέων έχει ρίξει νερό στο κρασί του, στο ένθετο «Κ» της  Καθημερινής και η εμπαθής αντίδραση του Κ. Γεωργουσόπουλου ούτε άξιο του ονόματος σάλο προκάλεσε μέχρι στιγμής ούτε αφορμή για γόνιμο διάλογο έδωσε.

 

Ανδρέας Μπελεζίνης


Δ Υ Ο  Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Α  Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α *

Α

Άνω Ποταμών…χωρούσι παγαί
Θέμα: «κρατυλικά»

1


«Το ότι η συζήτηση δεν κατέληξε κάπου, πιστεύω ότι δεν είναι μειονέκτημα, γιατί μου θύμισε κατά κάποιο τρόπο τους πλατωνικούς διαλόγους» (Κ. Ν. Παπανικολάου, περιοδ. Γλώσσα, έτος δεύτερο 5, Άνοιξη 1984, σελ.77).
           Η συζήτηση, που θύμισε, ας είναι και σ’ ένα μόνο, τηλεθεατή, τους… πλατωνικούς διαλόγους, είναι αυτή  της 27 Φεβρουαρίου, στην εκπομπή «Ανοιχτά χαρτιά», για τη γλώσσα μας σήμερα, «ανάμεσα στους κ. Κριαρά και Σπυρόπουλο από τη μια μεριά και τον Ράμφο από την άλλη» δηλ. η συζήτηση που τροφοδότησε τα «Άνω ποταμών» του περιοδικού μας στο προηγούμενο τεύχος. 
          Πράγματι τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω ότι η συζήτηση εκείνη είχε όλα τα χαρακτηριστικά που απαριθμεί, έμμεσα και αρνητικά, ο Αθηναίος φιλόσοφος στον «Γοργία»: οι συζητητές, «κατά ζεύγη», έστω, τήρησαν πριν απ’ όλα το βασικό όρο του «διορίζεσθαι πρός αλλήλους», καθόρισαν επακριβώς το «προκείμενον εν τω λόγω» - εμείς το λέμε το αντικείμενο ή το θέμα της συζήτησης• στη συνέχεια «μαθόντες και διδάξαντες εαυτούς ούτω διελύσαντο την συνουσίαν», προς μεγάλην ωφέλειαν και τέρψιν των (τηλε-)παρόντων, που μακάρισαν τους εαυτούς τους «ότι τοιούτων ανθρώπων ηξίωσαν ακροαταί γενέσθαι». Η συζήτηση, άλλωστε, διανθίστηκε με λεπτότατη ειρωνεία, παιχνιδιάρικη, όπου χρειάστηκε, διάθεση, σκώμματα κατά προσποίηση και άσκηση φαντασίας, όπως στον πλησιέστερο στο θέμα διάλογο του Πλάτωνος, τον «Κρατύλον [ή περί ονομάτων ορθότητος]».
        Και όπως ακριβώς στο ξεχωριστό αυτό φιλοσόφημα τα διαλεγόμενα πρόσωπα «απαλλάττονται» με ευγενικότατες και τρισχαριτωμένες φιλοφρονήσεις, που βέβαια δεν αποκλείουν αττική και λεπτότατη ειρωνεία, έτσι, και η τηλεοπτική συζήτηση έκλεισε ως εξής:

        Α: «εισαυθις τοίνυν με, ω εταιρε, διδάξεις, επειδάν ήκης• νυν δε, ώσπερ παρεσκεύασαι, πορεύου εις αγρόν• προπέμψει δε σε και [Ερμογένης] όδε.
        Β: Ταυτα έσται, [ω Σώκρατες]• αλλά καί σύ πειρω έτι εννοείν ταύτα ήδη».

        Μη δοκιμάσετε, παρακαλώ, να βάλετε στη θέση του Ερμογένη, («νόμω και έθει») αυτόν ή τον άλλο συζητητή, ή στη θέση… του Σωκράτη τον κ. Στέλιο Ράμφο. Δεν ευθύνονται οι φιλόλογοί μας (όχι, προς θεού, με την αρχαιότατη έννοια της λέξης!), για το ότι ένας ακροατής σκέφτηκε να παραλληλίσει μια μετριότατη «κλειστή» συζήτηση εν Αγία Παρασκευή με τους διαλόγους του Πλάτωνα και, κατανάγκην, τον πιο «ανοιχτό», τον Κρατύλο. Πως του ήρθε του ανθρώπου; Που να βρει σήμερα επιτέλους ο Κρατύλος μας (ή, αν θέλετε, ακόμη και ο «φιλόγαιος» κ. Στ. Ράμφος) «αγρόν», άξιο του ονόματος, και από πού ως πού ο συντάκτης του σχολίου, γνωστός εκπαιδευτικός, είδε και άκουσε έστω και έναν από τους συζητητές ν’ αφήνει ανοιχτό το θέμα της γλώσσας, δε λέω με τη συγκαταβατική  (κι ας σφάζει με μπαμπάκι) οριστική του Σωκράτη(«διδάξεις») αλλ’ έστω, με την όχι άκομψη προστακτική («πειρω…εννοειν») – είναι νέος ο ηρακλείτειος Κρατύλος. Ποιος Πλάτωνας και ποιοι διάλογοι στην πληκτική μας ΕΡΤ;

2


          Κι ωστόσο, αν εξαιρεθεί ο Ηράκλειτος που τον μνημονεύουμε όλοι μας για ψύλλου πήδημα, ο φιλόσοφος «πάνω χέρι κάτω χέρι» είναι ο Πλάτωνας. Πρόσφατα σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Διαβάζω» (αριθμ. 90, 21-3-84, σελ.63, πρώτη στήλη, πρώτη παράγρ.) ο Αριστ. Νικολαϊδης μας καλεί να θυμηθούμε τον Πλάτωνα στο «Συμπόσιο»… «που λέει για τη σπηλιά».
          Ποιος; Τι; Πού;
          Αν μας έστελνε ο συνεντυγχάνων μόνο στο μυθιστόρημά του «Οι συνυπάρχοντες» για να επισκεφτούμε τη «σκοτεινή σπηλιά» που ο ήρωας «δεν ξέρει που θα τον βγάλει», θα το συζητούσαμε. Αν και, εδώ που τα λέμε, ποια σπηλιά και προς τι η παραβολή, άστοχη και συντριπτική, με τη «σπηλαιώδη οίκησιν» του Πλάτωνα (Πολιτεία 514α, 515α)! Αλλ’ όπως και να ναι, κι αν ακόμη βρούμε στο μυθιστόρημα του κ. Νικολαϊδη το «πάθος» προς το οποίο ο φιλόσοφος «απεικάζει» «την ημετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καί απαιδευσίας» (αλίμονό μας!), στο «Συμπόσιο» ούτε ίχνος.

3


          Θα μου πείτε: κι αν ο Αριστ. Νικολαϊδης το έκανε σκόπιμα, για να ξαναδιαβάσουμε το λόγο της Διοτίμας; Θα ήταν  νόστιμο, αλλά τότε ο καλός μας μυθιστοριογράφος και ποιητής θα το είχε δηλώσει. Θα χρησιμοποιούσε και πάλι έναν αληθινά σωτήριο τύπο έκφρασης, όπως στο δοκίμιό του «Η αφηρημένη και νεολεκτική ποίηση» (Κέδρος / 1972, σελ.230) που κατά προσαρμογή είναι ο ακόλουθος: Ας μου επιτραπεί μια αυθαίρετη … παραπομπή κι όταν λέω αυθαίρετη, το εννοώ κατά κυριολεξίαν – αυτοαναιρούμενη!
          Αληθινά, αν κρίνουμε κι από απαντητική (;) επιστολή του στον υπογράφοντα το παρόν (Μάιος του ’82), πιστεύει ότι «αυθαίρετος» σημαίνει κυριολεκτικά, αυτός που αναιρείται, που ακυρώνεται, αθετείται, αίρεται από μόνος του, και πάει λέγοντας, οπότε σε κάποια από τις δυο λέξεις τρυπώνει μια έννοια στέρησης, άρνησης, άρσης ή κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια συγχέει κάπου την πρόθεση ανα / αν – (αναιρούμαι) και το αχώριστο στερητικό α / αν-(αναίρετος) ή μπερδεύει το «αίρω» και το «αιρώ». Δεν είναι εύκολο να φτάσουμε στην άκρη.
          Αλλ’ όπως και να ’ναι, όταν ο ποιητής μας προτρέπει: «θυμηθείτε τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο που λέει… για τη σπηλιά» αυθαιρετεί, χωρίς να αυτοαναιρείται – η αναίρεση, η ακύρωση έρχεται απ’ έξω. Ακόμη και στην περίπτωση του «αυθαίρετου θανάτου», ο «ελόμενος» δεν είναι «αναίρετος» - το ακριβώς αντίθετο. Αν είναι αλήθεια – και είναι υπό αυτονόητους όρους – ότι «οι ποιητές δεν ψεύδονται ποτέ / στο στίχο τους», όπως γράφει ωραία ο Αριστ. Νικολαϊδης στο ποίημά του «Η πλάνη τους», δε σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο για τις συνεντεύξεις, τα άρθρα και τις επιστολές τους. Υπάρχουν λάθη διασκεδαστικά, κάποτε γόνιμα ή και αποκαλυπτικά, και άλλα τόσο ασήμαντα και άνευ λόγου όσο τα ορθά, αψευδή, προφανή και αληθινά μας.

4


          Δεν είναι, ωστόσο, οι παραδρομές (και ποιος δεν έχει στο ενεργητικό του;) ή τα λάθη (και ποιος δεν έχει ή δε θα διαπράξει;) που θηρεύει η στήλη. Αυτό δηλώθηκε από την πρώτη στιγμή (περιοδ. «Πολιτεία», τεύχος 1, σελ.82). Η στήλη φιλοξενεί παραπλανητικές και οιηματικές θέσεις ή εκφράσεις, και πάλι με τα κριτήρια που αυτές οι ίδιες θεσπίζουν, και μόνο αν στην κενοδοξία, την ευκολία, την υπερβολή μας κρύβονται κίνδυνοι ελέγχου, επιβολής, καταναγκασμού και μάλιστα στο πεδίο της γλώσσας. Στρέφεται μάλιστα κατά προτίμηση εναντίον ανθρώπων που «μετράνε» και άρα οφείλουν να μετράνε τα λόγια τους – και τις συλλαβές τους.
          Αν ο Αριστ. Νικολαϊδης δίσταζε μπροστά στη δεινή (δεινότατη) μυθοποιία του Πλάτωνα, θα τα μάζευε περισσότερο και για τον Ηράκλειτο, θα φυλαγόταν κάπου για τον Σεφέρη, θα απέφευγε επιτέλους, τα αλαζονεύματα εκείνα για τη μετάφραση του Έλιοτ («Κέδρος» 1984) που ο ίδιος τη χαρακτηρίζει στο εξώφυλλο ήδη της έκδοσης: «ελληνική μετάφραση», δηλ. η κατεξοχήν και πρώτη μετάφραση σε όχι… σεφερικά ελληνικά, ενώ σε επιστολή του στο περιοδικό «ΑΝΤΙ», πρόσφατα, την κρίνει, ο ίδιος, σαν τη μετάφραση του αιώνα»!!!

5


           Αλλά συμβαίνει το εξής παράδοξο: Άνθρωποι «συμπαθούντες της ποίησης», αλλά και της φιλολογίας και της «γλώττολογίας» (κατά Ζαμπέλιο), συναντώνται με άλλους που συμπαθούν την ποίηση, αλλά βδελύσσονται «τις ορθολογιστικές νευρώσεις των φιλολόγων». Τέτοιος ο «ηλικίαν έχων» Ιαμβύλος – Κρατύλος, ήθελα να πω – κ. Ευγένιος Αρανίτσης.
          Σε άρθρο του στο περιοδικό «Σχολιαστής» (τεύχος 9, Δεκέμβριος 1983, σελ.34-35), υπό τον τίτλο «Το λεξιλόγιο της λήθης», ο νεαρός συγγραφέας κακίζει (όχι άδικα) την τρέχουσα και δεσπόζουσα πολιτική ορολογία: «Ποτέ άλλοτε δεν εμφανίστηκαν λέξεις με περισσότερη αίγλη και λιγότερο περιεχόμενο, λέξεις τόσο εντυπωσιακές και ταυτόχρονα τόσο απελπιστικά ασαφείς…». Αυτά στον πρόλογο. Έξι στήλες δεξιότερα κορυφώνει την ανθολογία του με «τη λέξη των λέξεων, την κορωνίδα όλων των φιλολογικών ζυμώσεων», ΑΛΛΑΓΗ (δις): «Αλλαγή… λέξη ευκολοπροφέρετη, ηχηρή, σχεδόν τραγουδιστή, με την έμφαση της τελευταίας τονισμένης συλλαβής της, με τη σαφήνεια και την οριστικότητα που της εξασφαλίζει το ιαμβικό της μέτρο, και την ευχάριστη, σχεδόν ανακουφιστική σημασία της» (η υπογράμμιση δική μας). Με άλλα λόγια «ο δ’ ίαμβος αυτή έστιν η λέξις ή των πολλων», που λέει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του. Αλλά που ο ίαμβος, που το μέτρο και ποιος αυτοκάβδαλος; Ο συντάκτης του άρθρου έπεσε στο ίδιο λάθος για το οποίο ψέγει τους πολιτικούς: υπέκυψε στη γοητεία των φιλολογικών όρων που κι αυτοί μπορούν να είναι όχι λιγότερο «μυστηριώδη συνθήματα και γλωσσοδέτες», κατά την ιδίαν αυτού έκφρασιν.

6


          Ένας σύγχρονος Κρατύλος δικαιούται να υποστηρίζει «ορθότητά τινα των ονομάτων πεφυκέναι και Έλλησι και βαρβάροις την αυτήν άπασιν» (383α) και, αν του τη δώσει απ’ αλλού, να ποντάρει στη μοναδικότητα, θειότητα, τελειότητα της ελληνικής. Δε φανταζόμαστε όμως ότι ένας δικός μας Ερμογένης που κηρύσσει, ανάμεσα σε άλλα παρεμφερή, ότι «ο τόπος του έργου είναι ο χώρος όπου συγκλίνουν / συμφύονται οι εκάστοτε θεσμικές προϋποθέσεις του» («Σημειώσεις», 20, σελ.55), θα κήρυττε με ζήλο νεοφώτιστου έναν αγγλικό… «κρατυλισμό» (ο όρος ήδη στις «Σημειώσεις», 16, σελ.65).
          Σε άρθρο του στο τελευταίο τεύχος του περ. «Χάρτης» ο Βασίλης Λαμπρόπουλος μας δίνει τη δέσμη των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν το «ύφος γραφής» των «ερμηνέων». Το ύφος αυτό, διαβάζουμε, προσδιορίζεται μεταξύ άλλων και από «την εντρύφηση στην αγγλική γλώσσα, που αποδεικνύεται αποφασιστικά προσφορότερη από τη «νέα» ελληνική για έναν ελληνικά γλωσσοκεντρικό στοχασμό» (σελ.739). Δηλαδή;
         Δηλαδή α) η γλωσσοκεντρική σκέψη και γραφή, όσο (και όπως) καλλιεργείται στην Ελλάδα ή σε ελληνική γλώσσα, προϋποθέτει συνθήκες και συμβάσεις που θεσπίστηκαν καταρχήν στον αγγλόφωνο κόσμο• συνεπώς, όποιος εντρυφά στην αγγλική γλώσσα είναι «εντός και επί τα αυτά». Χωρίς άλλο• β) η αγγλική γλώσσα είναι αποφασιστικά προσφορότερη από τη νέα ελληνική για έναν «γλωσσοκεντρικό στοχασμό» γραμμένο αγγλιστί ή μεθερμηνευμένο στα ελληνικά. Κατά την ταυτολογία, στην οποία μας υποχρέωσε η διατύπωση του φίλου μας, και πάλι έστω: χωρίς άλλο• γ) Η «νέα» ελληνική είναι, όπως βλέπετε με τα μάτια σας – «νέα» (εντός εισαγωγικών), πάει να πει δεν είναι καν «νέα», ίσως και γλώσσα(;)• ή πιθανώς, είναι γλώσσα, αλλ’ όχι ακριβώς «νέα», ούτε όμως και «αρχαία»• είναι γλώσσα ελλαδιτών, παλαιο-νέο-ελληνική• έχει την παλαιότητα του… παλαμισμού, … του σολωμισμού, … του σεφερισμού, αλλ’ όχι, ακόμη, τη νεότητα των νέων ελληνικών παροικιών και της «διασποράς». Καταλαβαίνω καλά; δ) η αγγλική γλώσσα αποδεικνύεται αποφασιστικά προτιμότερη από τη νέα ελληνική για ένα «ελληνικό» γλωσσοκεντρικό στοχασμό (τα εισαγωγικά και η υπογράμμιση δική μας), ήτοι για να στοχαστούμε και να γράψουμε «γλωσσοκεντρικά» στην ελληνική, οφείλουμε να σκεφτόμαστε μέσω και μέσα από την αγγλική γλώσσα, κατά τη δική της γλωσσική «συνθήκην και ομολογίαν» ή και «φύσιν» (εδώ Κρατυλίζει ο Ερμογένης και Σωκρατίζει και ο Κρατύλος). Αν ερμηνεύουμε σωστά, η άποψη προσεγγίζει επικινδύνως τα όρια των «άνω ποταμών»• ε) η αγγλική είναι η κατεξοχήν κεντρομόλος γλώσσα, έχει το κοκκαλάκι της νυχτερίδας, προσφέρεται «φύσει» στο «γλωσσοκεντρισμό» (δε διεκδικούμε την πατρότητα του όρου), ενώ η νέα ελληνική, όπως τη μιλάνε και τη γράφουν οι ελλαδικοί, είναι κατάλληλη μόνο για «λογοτεχνία», όχι για «γραφή», και άρα για να είναι γνήσια γλωσσοκεντρικός ο στοχασμός μας πρέπει να γράφουμε τα κείμενά μας πρώτα στα αγγλικά με δυο τρεις λέξεις ή φράσεις, που και που, στα ελληνικά, όπως, έξαφνα ο Σολωμός με τα Ιταλικά του. «Άνω ποταμών τουτό γε», όπως θα έλεγαν οι Έλληνες σε ανάλογη περίπτωση.

7


          Από την αποθέωση της ελληνικής φτάσαμε στην εξουδένωσή της. Η ελληνική «ουδαμου φαίνεται» (γίνεται σκόνη, δεν πιάνει χαρτωσιά), για να δανειστούμε μια λαϊκίζουσα έκφραση από τον Πλάτωνα. Μωραϊτοpulli και Θεσσαλοσάξονες, όπως υπάρχει φόβος να μας αποκαλέσει ο ιθαγενής και ελληνοκεντρικότατος Κώστας Γεωργουσόπουλος, θα ξεχάσουμε τα ελληνικά μας όπως… ο Σολωμός και ο… Καπετανάκης. Το τελευταίο αυτό διατείνεται ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, γιατί αλλιώς ο Σολωμός δεν κολλούσε στη χορεία των προδρόμων του… νέου «ύφους», αφού δα με την εγκατάστασή του από τη Ζάκυνθο στην Κέρκυρα δεν εξασφαλίζει τίτλους αποδημίας ή… διασποράς. Η αλήθεια είναι ότι αν ο Σολωμός ξέχασε τα ελληνικά κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, τα ξέχασε όχι χάριν της αγγλικής που την ήξερε οπωσδήποτε λιγότερο από τον Dimitris Dimiroulis (με την άδειά του), αλλά χάριν της ιταλικής, που την άκουγε από τα γεννοφάσκια του. Ο Δημήτρης Καπετανάκης εξάλλου χάριν της αγγλικής ξέχασε όχι μόνο τα ελληνικά, αλλά και τα γερμανικά του. Όταν, ωστόσο, ο ίδιος μετέφραζε στα ελληνικά τη διατριβή του «Liebe und Zeit» (1936), εύρισκε το περιεχόμενό της κάπως ξένο προς το πνεύμα και τη γλώσσα του τόπου μας, ενώ ένα χρόνο αργότερα έγραφε στο «Αρχείον…», ότι «ο ποιητής που έκανε δυνατή (γλωσσικά) την αυτοσυνείδησή μας είναι ο Κωστής Παλαμάς». Η διατριβή-δοκίμιο «Έρως και Χρόνος» ανήκει στη γλώσσα που γράφτηκε και στην πνευματική εξέλιξη του συγγραφέα της, και έμμεσα μόνο στη δική μας, κατά την ομόλογη μετάφραση και τις επιδράσεις που (δεν) άσκησε• το κριτικό όμως άρθρο του Καπετανάκη «Η νεοελληνική συνείδηση και ο Παλαμάς του Κωνστ. Τσάτσου» (1937) ανήκει στα ελλαδικά παλαιονεοελληνικά. Ο Β.Λ., αναζητώντας προδρόμους στους Έλληνες της διασποράς, δικαιολογείται ίσως να λησμονά τον Πάλλη και τον Εφταλιώτη (άσε τον Ψυχάρη), αλλά κάκιστα θυμήθηκε τον Καπετανάκη που είχε ερωτευθεί, όπως γράφει ο φίλος του William Plomer, την αγγλική γλώσσα, αλλά αντιπαλαμικός δα δεν ήταν.

8

          Ο αρχιερμηνεύς αθετεί θεσπίζοντας την προσωπική του αίρεση πνεύματος και βίου, και μια Ι.Χ. ή, έστω, ομαδική και, το πολύ-πολύ, συντεχνιακή ιδεολογία, το μόνο αφαλκίδευτο που δυο κοντά αιώνες τώρα έμενε στη χώρα, κατά μια τουλάχιστον εκδοχή της, τη λιγότερο πάντως «ιδεολογιάζουσα» ή και «ιδεοφορούσα»: να μαθαίνει ο γραφιάς μας με αποδημίες και νόστους, με ενδημίες και παρεπιδημίες, κατά τις περιστάσεις του βίου, στον ελλαδικό και παροικιακό χώρο, τις ξένες γλώσσες και τις συνθήκες που ιδρύονταν σ’ αυτήν, και να τις περνάει στη γλώσσα του, δουλεύοντας την από μέσα. Και η γλώσσα του – όπως και κάθε γλώσσα – είναι εξίσου πρόσφορη σε προ- και μεταρομαντικές, σε προ- και μεταμοντερνιστικές ή σε προ- και μετα-δομολογικές προσεγγίσεις. Ο Σολωμός όμως και ο Κάλβος, για τα ιταλικά τους ή ο Καβάφης, για τα αγγλικά του, δε σκέφτηκαν ποτέ ότι η ιταλική ή η αγγλική γλώσσα είναι αποφασιστικά προσφορότερη από τη νέα ελληνική για ένα ελληνικό «είδος μιχτό, αλλά νόμιμο», όπως και να το εννοήσουμε, ή για μια (προ)μοντερνιστική ποίηση και γραφή, ό,τι και να σημαίνει ο όρος. Τον Κάλβο, τον Καβάφη ή το Σολωμό θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Β.Λ. μόνο αν εντρυφούσαν στην ξένη γλώσσα για να ασκηθούν στα ελληνικά, αν αυτό είναι, τελικά, εκείνο που θέλει να πει.

9


          Αλλ’ ίσως να μη θέλει να πει παρά μόνο τούτο: από δω και πέρα ο ίδιος και οι υποερμηνείς θα «παρεμβαίνουν» μεθοδικά «στους χώρους του νεοελληνικού πολιτισμού» γράφοντας αποκλειστικά στην αγγλική. Καλά θα κάνουν. Το πράγμα προς τα εκεί πάει και είμαστε οι τελευταίοι που θα θρηνήσουμε, αν η χρεία το καλεί. Άλλωστε είμαστε βέβαιοι ότι λίγο με λίγο θα διαμορφωθεί μια ελληνίζουσα αγγλική διάλεκτος, η αγγλίζουσα ελληνική. Αλλ’ ως τότε και όσο στη μητρόπολη μιλάμε κάποια ελληνικά, «αναφορές» ή «εκθέσεις» επί ελληνικών θεμάτων γραμμένες αγγλιστί δεν (θα) είναι παρά επεμβάσεις, εφόσον τα κείμενα των λογίων της διασποράς εκπορεύονται από το κέντρο προς την περιφέρεια: «Post-Structuralist Approaches to Modern Greek Literature (New York: Pella)»

10


          Αλλά ποιοι είναι λοιπόν οι λοιποί ερμηνείς; Ο Β.Λ. το κρατάει μυστικό, μόλο που στα ξεκάρφωτα κεραμίδια μας κάνουν τα «νιάου-νιάου» τους, με ή χωρίς… γοργίεια σχήματα, όσοι «έμαθαν γράμματα (και «τα όποια ελληνικά τους») με τον Wittgestein και τον Γοργία… - με τον Ροϊδη και τον Περικλή Γιαννόπουλο» (!!! – ύστερα φταίω εγώ;). Παραδόξως όμως παραθέτει έναν κατάλογο συνοδοιπόρων, προδρόμων ή αβέβαιων συμμάχων που δε διαθέτουν και μικρή ισχύ στη μικρή μας αγορά. Φυσικά οι άνθρωποι δε φταίνε σε τίποτε. Μερικοί μάλιστα θα τρίβουν τα μάτια τους για την εύνοια και τη συναρίθμησή τους στην ίδια «nomenclaturam». Θα επιμείνω σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις: μια χαριστική… αποσιώπηση, μια άδικη παράλειψη και μια αίτηση… εγγραφής.

11


          Καταλαβαίνω γιατί ο Vassilis Lambropoulos δεν συγκαταλέγει την ποιήτρια και «γραμματικό» Μαντώ Αραβαντινού στην κατηγορία εκείνων που «δεν διαβάζουν Σινόπουλο για να παρηγορηθούν» και «δεν απολογούνται για το πόσο τους αρέσουν τα ελληνικά (αφού άλλωστε δεν τους αρέσουν)» και που με τα έργα τους, τα οποία «φυσικά η φιλοσοφική Θεσσαλονίκης δεν έχει κανένα συμφέρον να προσέξει» αμφισβητούν ουσιαστικώς και αντιστέκονται συνεπώς «κατά των θεσμοθετήσεων της αλήθειας ως γνώσης».
          Δικαίως, θα μου πείτε: η Μαντώ Αραβαντινού και Σινόπουλο διαβάζει και για τη «Γνωριμία με τον Μαξ» έχει γράψει («Εποπτεία», 51/1980), και τα ελληνικά λατρεύει και σε καθηγητές της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης οφείλει ενθαρρύνσεις και υποδείξεις στο ΙΙ της Γραφής Δ´ - σ’ αυτούς ακριβώς κατά των οποίων βάλλει ο μέγιστος των ερμηνέων• σ’ έναν μάλιστα, που σαφώς υπαινίσσεται (ο Βασίλης Λαμπρόπουλος) αφιερώνει (η Μαντώ Αραβαντινού) το ποίημα της «Ρέεθρα Ρόον Ρηγνύσι Ρέοντες».
          Ωστόσο ο Νάνος Βαλαωρίτης, που «συναριθμείται» επίσης στην αλφαβητική λίστα, «ταξινομεί» την ποιήτρια «με τους προδρόμους της γλωσσοκεντρικής τάσης» και δεν γνωρίζει έργο πιο «διάφανο» στην ελληνική ποίηση (από τις Γραφές Α-Ε της Αραβαντινού), ίσως εκτός απ’ τα δημοτικά τραγούδια με πίσω τους τη Μεσαιωνική και Ομηρική παράδοση» («Σχολιαστής», τεύχος 6, σελ.36, τέταρτη και πρώτη στήλη αντίστοιχα).

12


          Δεν καταλαβαίνω γιατί ο φίλος μας δεν συγκαταλέγει στην ίδια κατηγορία (ναι, στην «κατηγορία», διαβάσατε σωστά) τον Ανδρέα Παγουλάτο που, αν μη τι άλλο, συγκεντρώνει τα εξής «ταξινομήσιμα» χαρακτηριστικά: 1) ζει κατά το πλείστον στην ξένη, 2) από τους πρώτους υιοθέτησε μετά τον Jean Pierre Faye, την έννοια της «διασποράς», ιουδαϊκής, βασικά προέλευσης (περ. «Χνάρι», 5-6, καλοκαίρι-φθινόπωρο, 75), 3) επέτρεψε στον Νάνο Βαλαωρίτη να δώσει έναν από τους ορισμούς του «γλωσσοκεντρισμού» (Σχολιαστής, 15, σελ.48), 4) «θυμίζει» (ο Ανδρέας Παγουλάτος στον Νάνο Βαλαωρίτη) άλλο ποιητή της διασποράς, του περασμένου αιώνα, τον Ανδρέα Κάλβο (ο.π. π.), 5) η γραφή του επιτρέπει συσχετισμούς προς τους «Αμερικάνους» γλωσσοκεντρικούς (ο.π. π.), 6) στο «Set international» (Collectif Change, Νοέμβρης 1978, αριθ. 35), συνδημοσιεύει με τη Μαντώ Αραβαντινού και τον Νάνο Βαλαωρίτη, δηλ. με συγγραφείς που ήδη εξασφάλισαν την… εύνοια, η πρώτη, το… χρίσμα ο δεύτερος.

13


          Δε θέλω να… ερμηνέψω κανενός τις προθέσεις, αλλά σκέφτομαι μήπως ο Ανδρέας Παγουλάτος ξεχάστηκε, επειδή, μολονότι προηγήθηκε πολλών «ερμηνέων» προς την κατεύθυνση μιας μετά-«μεταστρουκτουραλιστικής… φρασεολογίας» (βλ. «Χνάρι», 5-6, σελ.179) είχε περί πολλού τον Τ. Σινόπουλο. Δηλαδή δυο μέτρα και δυο σταθμά;
          Η αλήθεια είναι ο Β.Λ. σημειώνει ότι «ο κατάλογός» του (στο λόγο μου, ο «κατάλογος» από άνθρωπο που απεχθάνεται «τη λατρεία του κειμένου», τις ταξινομήσεις κτλ.), «ο κατάλογος», λοιπόν, «έχει αρκετή μεροληψία και θα άξιζε να επιμηκυνθεί».
          Αν ποτέ γίνει αυτό προτείνω να μπει στην ουρά της ακολουθίας ή, σε νεόκοπα ελληνικά στην «πρησμένη πρόοδο» ο ελάχιστος εν γραμματικοίς αφηγητής του φιλολογικού και κριτικού μυθιστορήματος «120 μ(ετά) Κ(αβάφη)». Στο «κεφάλαιο Β», υπό τον τίτλον «Όπου παιδίσκες και κορασίδες του Κ. Καβάφη συμπράττουν με τους αρωματισμένους νέους του Α. Εμπειρίκου» μνημονεύεται, πρεπόντως, σε χρόνο ανύποπτο, το διπλό τεύχος (άνοιξη-καλοκαίρι 1983) του αμερικανικού περιοδικού Journal of the Hellenic Diaspora, το αφιερωμένο στον Αλεξανδρινό ποιητή.

14

          Λυπάμαι αλλά τα…κρατυλικά σχόλιά μας θα κλείσουν με μια πρωτοφανή δήλωση μετανοίας. Όχι άγνωστος συγγραφέας, μεταμεληθείς, παρά την αρχική του τοποθέτηση, επιστρέφει στο πολυτονικό σύστημα. Δικαίωμά του. Αλλά γιατί νομίζετε; Γιατί αν ο γιος του δεν ξέρει το δασύ πνεύμα, θα έρθει μια μέρα, μπορεί αύριο ή μεθαύριο, και θα του πει: «Πιστεύω εις μίαν αγίαν, κ α τ ο λ ι κ ή ν  και αποστολικήν εκκλησίαν». Ε, λοιπόν, απ’ όλα όσα ακούγονται και γράφονται στις μέρες μας, καθολικώς και ανορθοδόξως, αυτή εδώ η διακήρυξη υπερβαίνει τα όρια του «άνω ποταμών». Γι’ αυτό, παρά το χρέος και τη συνήθειά μου, δεν θα παραπέμψω. Στο κάτω-κάτω, όπως έχουν πει, ποιος άνθρωπος που πρώτα έμαθε να μιλάει και ύστερα κράτησε πένα ή κοντύλι στο χέρι του, θα φοβηθεί μήπως του αποδώσουν ένα τέτοιο επιχείρημα, κατά το οποίο ο γιός του ή η κόρη του πρώτα έμαθε να γράφει και ύστερα να μιλάει;

         Ά(σ)χολος

Β


«ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ»
ΘΕΜΑ: ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
 «ΣΤΑ ΔΙΑΚΕΝΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ» ή
«ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ»

          «Στα διάκενα της εξουσίας» ή «Οι ερμηνείς και η εξουσία».
         «…κάθε εξουσία καθιστά ευατήν απαραίτητη αντιπαραβάλλοντας μια στέρηση με μια περίσσεια, μια ανάγκη με μια παροχή»

        Βασίλης Λαμπρόπουλος
(Σημειώσεις, αριθ.20, Ιανουάριος 1981, σελ.44.)

 «Πρόκειται βέβαια για τους ερμηνείς της διασποράς. Το γεγονός ότι στην ομάδα αυτή ανήκουν νεοελληνιστές που συνέδεσαν κάποιο μέρος της παιδείας, της δημιουργίας και της προσωπικής ζωής τους με γνωστή αγγλική βιομηχανική πόλη της έδωσε σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση την επωνυμία «η Μαφία του Μπέρμιγχαμ», σε πρωτοφανή παραλληλισμό με τη διαβόητη αποδομητική κίνηση των θεωρητικών του Πανεπιστημίου του Γαίηλ (Derrida, Le Man, Bloom, Hartman, Hillis, Miller). Όμως το όνομα «ερμηνείς» της διασποράς (που είναι βέβαιο πως σύντομα θα στρεβλωθεί από μνησίκακους αντιρρησίες) συνδηλοί ακριβέστερα το χαρακτήρα της ομάδας, γιατί αναφέρεται στις δυο βασικές της θέσεις – εκείνες της εξορίας και της ερμηνείας» (Χάρτης, Τεύχος 12, σελ.737).
         «Όμως οι ερμηνείς γνωρίζουν πως το παιχνίδι κάθε πολιτικής (εξηγητικής, ερμηνευτικής ή άλλης) είναι το παιχνίδι της εξουσίας και παραδέχονται πως κανείς δεν εξαιρείται από αυτό το παιχνίδι – πως ο αγώνας για περισσότερη δύναμη διεξάγεται διαρκώς σε όλα τα επίπεδα και μέτωπα και από όλες τις παρατάξεις, και γι’ αυτό θεωρούν κάθε ισχυρισμό περί απομυθοποίησης, απελευθέρωσης ή αποκατάστασης ηχηρό και επίβουλο. Γνωρίζουν ακόμη πως η επικράτηση μιας μεθόδου, ενός προτύπου, μιας ανάγνωσης, ενός συστήματος, συνεπάγεται (και ταυτόχρονα οφείλεται σε) βία, καταπίεση, απαγόρευση και αποκλεισμό. Γι’ αυτό δεν αποφεύγουν υποκριτικά το παιχνίδι (εν ονόματι καλών προθέσεων) ούτε όμως απατώνται πως το παιχνίδι είναι «πραγματικό» και σταθερό. Η στάση τους διαφέρει κατά το ότι, ενώ οι φορμαλιστές παίζουν για τη νίκη – την επιβολή της «σωστής» εξήγησης – οι ίδιοι πιστεύουν ότι ο αγώνας τελικά είναι για το ποιος θεσμοθετεί, ποιος θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού – ποιος αποφασίζει ποια εξήγηση είναι σωστή» (ο.π. π., σελ.741).
          Ποιοι είναι οι σκοποί των ερμηνέων; (ο.π.π, σελ.743)
         «Εκείνο που ενδιαφέρει (τους ερμηνείς) είναι η όποια συνεισφορά τους στη συνέχιση ενός γόνιμου διαλόγου που αναπτύχθηκε και συνεχίζεται στα περιθώρια (και παρά τις νουθεσίες και απειλές) του κρατούντος λόγου. Οπωσδήποτε, δεν είναι οι μόνοι που δεν διαβάζουν Σινόπουλο για να παρηγορηθούν, δεν ερωτεύονται με Χατζιδάκι, δεν μαθήτευσαν στην γλαφυρότητα των Δοκιμών, και δεν απολογούνται για το πόσο τους αρέσουν τα ελληνικά (αφού άλλωστε δεν τους αρέσουν): η διάθεση της ουσιαστικής αμφισβήτησης και της συνεπούς αντίστασης κατά των θεσμοθετήσεων της αλήθειας ως γνώσης εκδηλώνεται με άλλους τρόπους και σε σύγχρονα έργα1, που φυσικά η Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης δεν έχει κανένα συμφέρον να προσέξει» (ο.π. π., σελ.744).

Ανδρεας Μπελεζίνης

__________________________________________________
Σημείωση

1. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται εργασίες των Ελ. Βακαλό, R. Bancroft-Marcus, Ν. Βαλαωρίτη, L. Danforth, J. Haldon, B. Joseph, Γ. Καλιόρη, Ν. Καλταμπάνου, Δ. Καψάλη, Π. Κονδύλη, Ρ. Κοσέρη, Μ. Λαμπρίδη, Β. Λεοντάρη, Α. Λεοντή, Γ. Λυκιαρδόπουλου, Μ. Μαρκίδη, Αν. Μυλωνά, G. Nagy, Αλ. Νεχαμά, Κ. Παπαγιώργη, Στ. Ροζάνη, Μ. Σετάτου, Μ. Τσιανίκα και Γ. Τσιώλη.
Ο κατάλογος βέβαια αυτός έχει αρκετή μεροληψία και θα άξιζε να επιμηκυνθεί. (σελ.474).


* Περιοδικό «Σπείρα», Περίοδος Β, Τεύχος 2-3, Φθινόπωρο-Χειμώνας, 1984  

Σημείωση του Poeticanet: Η στήλη μας "ΑΠΟΨΕΙΣ" αποτελεί ελεύθερο βήμα αντιπαράθεσης ιδεών. Τα δημοσιευόμενα κείμενα στην στήλη δεν απηχούν τις απόψεις του Poeticanet.


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιουλίου 2008