Εκτύπωση του άρθρου
          HUGO VON HOFMANNSTHAL
 
                  ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
 
Μετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης
 
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
 
Και μεγαλώνουνε παιδιά με μάτια
βαθιά, κι αθώα· γερνάνε και πεθαίνουν.
Κι οι άνθρωποι τον δρόμο τους βαδίζουν.
 
Και πάλι οι αγίνωτοι καρποί γλυκαίνουν
και πέφτουν σαν νεκρά πουλιά στο χώμα
και λίγες μέρες μένουν και πικραίνουν.
 
Κι ακόμα πνέει ο άνεμος κι ακόμα
λέμε κι ακούμε λόγια ειπωμένα
κι ορμή και κόπο νιώθουμε στο σώμα.
 
Και δρόμοι παν στη χλόη, και τόποι ολοένα
με δέντρα, λίμνες, φώτα μας ξαφνιάζουν
και μέρη αλλού νεκρά και ξεραμένα.
 
Γιατί όλοι οι τόποι γίναν; Και δεν μοιάζουν
ο ένας στον άλλον; Κι είναι αμέτρητοι άλλοι;
Γιατί τα γέλια μας σε δάκρυα αλλάζουν;
 
Και τι όλα αυτά μας ωφελούνε πάλι
αφού γυρνάμε σ’ άσκοπη πορεία
κι είμαστε αιώνια μόνοι και μεγάλοι;
 
Κι αν είδαμε όμοια τέτοια τι μας μέλλει;
Μα λέει πολλά αυτός που λέει ‘βραδιάζει’
λέξη που θλίψη στάζει και πικρία
 
καθώς βαρύ απ’ τις κερήθρες μέλι.
 
 
    ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ
            Ι( Για το εφήμερο)
 
Ακόμα μένει η ανάσα τους στα μάγουλά μου.
Να φύγανε και να χαθήκαν πως μπορεί
για πάντα οι πρόσφατες ημέρες μακριά μου;
 
Αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι εννοούνε
και που τη φρίκη του ούτε θρήνοι γοεροί
μπορούν να πουν: πως όλα φεύγουν και κυλούνε
 
και πως το εγώ μου το ίδιο ελεύθερο αφημένο
σε μένα  γλίστρησε  από το μικρό παιδί
σαν ένα άγριο σκυλί βουβό και ξένο
 
και πως: και πριν αιώνες έζησα παλιά
κι οι πρόγονοί μου μες σε σάβανο ραμμένο
μου είναι οικείοι σαν τα δικά μου τα μαλλιά
 
οικείοι πολύ σαν τα δικά μου τα μαλλιά.
 
                ΙΙ
Οι ώρες! Που τη γαλάζια θάλασσα κοιτάζεις
κι εννοείς τον θάνατο που πια δεν σ’ απειλεί
θριαμβικά, ελαφριά και δίχως να τρομάζεις,
 
καθώς μικρά κορίτσια, που είναι ωχρά πολύ
και που κρυώνουν κι έχουν μάτια βυθισμένα,
βουβά κοιτούν μια εσπέρα μπρος τους σιωπηλή
 
και ξέρουνε πως η ζωή απ’ τα ναρκωμένα
τους μέλη ρέει στα δέντρα πέρα και τα βρύα,
κι αυτά στολίζονται μειδιώντας κουρασμένα
 
καθώς το αίμα της να χύνει μια Αγία.
 
 
ΚΑΠΟΙΟΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ
 
Κάποιοι, αλήθεια, θα πεθάνουν κάτω
τα βαριά κουπιά των κατέργων τραβώντας,
πάνω στο τιμόνι είναι άλλοι, ξέρουν
των πουλιών τις πτήσεις και τις χώρες των άστρων.
 
Κάποιοι κείνται πάλι με κορμιά κουρασμένα
πάντοτε στις ρίζες της περίπλοκης ζωής,
έχουν όμως άλλοι τους θρόνους στημένους
δίπλα σε Σιβύλλες και μεγάλες Αυγούστες,
κι έτσι κάθονται όπως στο δικό τους το σπίτι
μ’ ελαφριά τα χέρια και ελαφρύ το κεφάλι.
 
Μα της κάθε ζωής ο ίσκιος πέφτει
στις ζωές επάνω των ανθρώπων των άλλων,
κι είναι οι πιο ελαφριές στις πιο βαριές
όπως στον αέρα και το χώμα δεμένες.
 
Ξεχασμένων λαών από χρόνια καμάτους
δεν μπορώ απ’ τα βλέφαρα να διώξω
μήτε απ’ την ψυχή μου που τρέμει να διώξω
πτώσεις βουβές άστρων μακρινών.
 
Μοίρες πλέκονται πολλές στη δική μου κοντά,
η ύπαρξη δονεί την κάθε μοίρα,
και δεν είναι ο μόνος κλήρος μου της ζωής μου
η λιγνή φλόγα κι η λύρα.
 
 
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΟΦΜΑΝΝΣΤΑΛ
 
Ο Μπόρχες έχει γράψει κάπου ότι με τα ποιητικά βιβλία μπορούν να συμβούν τρία τινά: είτε να λησμονηθούν εντελώς, είτε να λησμονηθούν αλλά να επιβιώσει το όνομα του ποιητή, είτε, τέλος, να κληροδοτήσουν λιγοστά ποιήματα στις ανθολογίες του μέλλοντος. Η περίπτωση του Χόφμαννσταλ( 1874-1929) είναι σίγουρα η τελευταία. Δεν θα μπορούσε να εννοηθεί ανθολογία γερμανικής ποίησης δίχως την ‘Μπαλάντα της Εξωτερικής Ζωής’ λ.χ.. Φαίνεται πως κι ο ίδιος ο Χόφμαννσταλ είχε προσανατολισθεί σ’ αυτό το ενδεχόμενο, αφού  αυτοανθολογήθηκε δημοσιεύοντας μια  αυστηρή επιλογή της λιγοστής λυρικής συγκομιδής του. Ανήκει όμως σε εκείνους τους ποιητές που με ευάριθμα ποιήματα-ελάχιστες μόνον σελίδες- έφεραν έναν άνεμο ανανέωσης στην γερασμένη παράδοση των γλωσσών τους. Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να τον συγκρίνουμε με τον Poe, τον  Mallarmé  ή τον Nerval.

Από την άλλη μεριά, ο Χόφμαννσταλ υπήρξε ένας ποιητής έφηβος- από τα δεκαεφτά μέχρι τα εικοσιτέσσερα χρόνια του είχε ολοκληρώσει το αμιγώς λυρικό έργο του- και κατά τούτο θυμίζει τον Rimbeau  ή τον Keats. Τέλος ο Χόφμαννσταλ ήταν ένας καθολικός λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου: το θέατρο(έμμετρο και πεζό, δράμα και κωμωδία), το δοκίμιο, το διήγημα, το μυθιστόρημα. Και σ’ αυτό το σημείο ο αυστριακός λογοτέχνης θυμίζει έναν D’ Annunzio ή έναν Oscar Wilde.

Ωστόσο, αν και καταλαμβάνει ένα μικρό μέρος  σύνολης της λογοτεχνικής του εργασίας, η ποίηση του Χόφμαννσταλ είναι από τις πιο ευτυχισμένες και αντιπροσωπευτικές στιγμές της πολυσχιδούς δημιουργίας του.

Σύμφωνα με την αναδρομική αυτοερμηνεία του ίδιου του Χόφμαννσταλ, ο κεντρικός ιστός του έργου του είναι το πέρασμα από την προΰπαρξη στην ύπαρξη. Τα ποιήματά του αναδιφούν τον κόσμο της προΰπαρξης. Στη σφαίρα της προΰπαρξης οι συμβατικές αντιθέσεις ανάμεσα στο όνειρο και την εγρήγορση, τη ζωή και τον θάνατο καταργούνται. Η ζωή καταντά μια  συνεχής εναλλαγή εντυπώσεων και εικόνων. Τίποτε  εδώ δεν είναι σταθερό και παγιωμένο. Ακόμα και το ίδιο το εγώ χάνει τον συμπαγή χαρακτήρα του και γίνεται κάτι ρευστό και συγκεχυμένο. Οι διφορούμενες στιγμές του λυκόφωτος ή του λυκαυγούς, που βρίσκονται ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα, συμβολίζουν την κατάσταση της προΰπαρξης. Φυσικά, σ’ αυτό το στάδιο ο άνθρωπος δεν δεσμεύεται από καμιά αλληλεγγύη, από κανένα καθήκον απέναντι στους άλλους. Η ύπαρξη, αντίθετα, κατακτάται με την έξοδο από τον εφηβικό ναρκισσισμό της προΰπαρξης και την είσοδο στον κόσμο των ανθρώπων. Ο άνθρωπος συναντά την ύπαρξή του ακριβώς όταν βγει από τον εαυτό του μέσα από τη θυσία και την προσφορά για τους άλλους. ‘Η Γυναίκα χωρίς Σκιά’ είναι μια θαυμάσια αλληγορία της κατάκτησης του εαυτού μας μέσα από τον συνάνθρωπο. Το πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει, άλλωστε, η εφ’ όρου ζωής παραμονή στον κόσμο της προΰπαρξης το καταδεικνύει η περίπτωση του Georg Trakl, στον οποίο εμφανίζονται υπερτροφικά αναπτυγμένα τα χαρακτηριστικά του πρώιμου Χόφμαννσταλ.

Hugo Von Hofmannsthal

Μετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης

Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Νοεμβρίου 2008