Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ

 
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
 
Μεσάνυχτα Ιουλίου και στ’ όνειρό μου
θηρία ξεσηκώνονται
και κυνηγοί παραφυλάνε
ακούω κραυγές κρότους και γδούπους
και βλέπω αίματα να με κυκλώνουν
 
πετάγομαι αλαφιασμένος
μα απ’ την ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα
ακούγονται οι ίδιες κραυγές
οι ίδιοι κρότοι και γδούποι
κερώνω αλλά σκέφτομαι
πως δεν θα ξύπνησα ακόμη
όμως είχα ξυπνήσει βεβαιώθηκα
κι άλλωστε σε μια γωνιά του δωματίου
διέκρινα πισώπλατα
κυνηγό να ελλοχεύει
 
ώσπου ανοίγουν απότομα
τα θυρόφυλλα της ντουλάπας
και τινάζονται έξω
μια λεοπάρδαλη κι ένα βιζόν
σπάνε την μπαλκονόπορτα και ορμούν
σίφουνες προς τη μεριά του δάσους
 
ο κυνηγός ασάλευτος
μόνο που έστρεψε το πρόσωπό του
κι αντιλαμβάνομαι ότι εγώ είμαι ο κυνηγός
πετάω το δίκαννο μεμιάς
και πλησιάζω ανακουφισμένος στην ντουλάπα
 
τα μάλλινα κάτω σωρός
κι άφαντα πια από τις κρεμάστρες
τα δυο πανάκριβα γουναρικά μου
κουρέλια μονάχα και αίμα
φωσφορίζουν αμυδρά
μες στο ανέκφραστο άδειο
 
 
Στάθης Κουτσούνης

Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Νοεμβρίου 2006