Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

© Poeticanet 

 

 

 

Η  Έκλειψη

 

Σήμερα 7/9/25, κοιτάζω τον ουρανό και περιμένω. Γύρω στις 8.30΄, Οχτώ και μισή, σαν τίτλος του Φελίνι, και η σελήνη, κόκκινη και μισή, ενώ είναι πανσέληνος και είναι ωραία, σαν στίχος τραγουδιού της Χαρούλας και ετούτο συμβαίνει γιατί η σελήνη έχει έκλειψη, σαν τίτλος του Μικελάντζελο Αντονιόνι., L'Eclisse. Πρόκειται για μια ιταλική δραματική ταινία του 1962 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μικελάντζελο Αντονιόνι με πρωταγωνιστές τον Αλαίν Ντελόν και τη Μόνικα Βίτι. Μικελάντζελο, σαν τον ζωγράφο της Αναγέννησης. Μόνικα, σαν ταινία του Μπέργκμαν Καλοκαίρι με τη Μόνικα, Βίτι όπως ο νεοελληνιστής Μάριο Βίτι. Όλα μοιάζουν –σαν- με κάτι άλλο.

Ο Αλαίν Ντελόν ανεπανάληπτος, αν και σε χίλιες εικόνες μοιρασμένος με χίλιες όμορφες φιλημένος, λάμπει σαν πανσέληνος στην Έκλειψη το 1962, αλλά τον βασανίζει μια γυναίκα. Είκοσι χρόνια μετά, το 1982, Η ταυτότητα μιας γυναίκας εξακολουθεί να βασανίζει, όχι τον Ντελόν, τον Αντονιόνι. Μα είναι η γυναίκα ή το μυστήριο που κρύβει ή το αίνιγμα, ή η Τέχνη, στη μορφή μιας γυναίκας ή η ζωή  που και αυτή δεν μπορείς να την καταλάβεις ολοκληρωτικά, όπως την κάθε γυναίκα ή  τη Τζοκόντα;

Η Τζοκόντα. Μ’ εκείνο το χαμόγελο το αινιγματικό ποιον βασανίζει;  Τον Λεονάρντο ή τον εκάστοτε θεατή; Αλλά, μήπως έτσι δεν χαμογελούν και τα ελληνικά αγάλματα «τα χαμόγελα που δεν προχωρούν των αγαλμάτων», τα οποία  βασανίζουν τον Γιώργο Σεφέρη, αφού δεν προχωρούν και έτσι δεν ξέρουμε, ούτε εμείς ούτε εκείνος, αν το χαμόγελο είναι κανονικό ή ειρωνικό ή θανατερό. Το τελευταίο το έχουμε ξαναδεί, «Εδώ πού είμαστε κρύβουν μαχαίρια των ανθρώπων τα χαμόγελα»,  ειδοποιεί ο Σαίξπηρ, μέσω Μάκβεθ, «κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί» (πάλι ο Σεφέρης). Σαν «έτοιμο» … και 300 σελίδες πιο πέρα, στα Άπαντα, διαβάζουμε πως «Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν/  στο γλυκοχάραμα της μέρας/  είδα τα χείλια που άνοιγαν / φύλλο το φύλλο.

Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό./ Φοβήθηκα μην τα θερίσει (πάλι Σεφέρης, «Θερινό Ηλιοστάσι» Ι΄). Χαμόγελο, σαν σπαθί, φεγγάρι σαν δρεπάνι, και η αγάπη κόβει όταν υπάρχει· «Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει («Το ύφος μιας μέρας»). Όλα κόβουν : τα μαχαίρια, τα σπαθιά, τα δρεπάνια, τα φεγγάρια, η αγάπη. 

Εν τω μεταξύ το φεγγάρι είναι κόκκινο και σιγά σιγά αφομοιώνεται από το σκοτάδι. Σε λίγο το φεγγάρι χάνεται, εγώ συνεχίζω να βρίσκω κομματάκια από δω κι από κει και να τα κολλάω. Στις 10 . 4΄ το φεγγάρι άρχισε να σκάει, λεπτή φωτεινή καμπύλη,  πάνω από το μπαλκόνι μου. Σαν μαχαίρι με κυρτή λάμα,  σαν έτοιμο σπαθί, σαν έτοιμο από καιρό,  όλα είναι σαν έτοιμα, για να είναι και να μην είναι.  Το υπόλοιπο, ωστόσο,  κρύβεται ακόμα... λείπει ένα τέταρτο και τέλος, 11.34΄ολοκληρο λάμπει πάλι  στην απάνω γειτονιά. Βγήκε από την έκλειψή του, ξαναπήρε τη θέση του και ξανάρχισε το σεργιάνι του στον ουρανό, μέχρι που ξαναχάθηκε, σαν εκείνη που  «τη βρήκε σ' ένα ταρατσάκι να την ξυλώνει ο δυνατός αέρας», («Αρχέτυπον»). Γεννήθηκε και πέθανε μέσα σε λίγες ώρες. Προσοχή στο «ξυλώνει»· όχι «ξηλώνει». Με «υ» την επιστρέφει στη φύση, με «ήτα»   την εξαφανίζει βουστροφηδόν.

O mio babbino caro (αγαπημένε μου πατερούλη), όταν κατέληξε  babbino –μπαμπάς, εκείνο το νεογέννητο bambino –μωρό. Έτσι και το «μωρό» πάει πάλι να κοιμηθεί νωρίς. Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς de bonne heure, λέει ο Μαρσέλ Προυστ, ενώ ο Καντ διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του τη συνήθεια να ξυπνάει νωρίς. Και από τη μια και από την άλλη το «νωρίς» ορίζει την αρχή ή το τέλος.   

«Η δεσποινίς Αλμπερτίν έφυγε! Είναι απίστευτο πώς η οδύνη διεισδύει με περισσότερη οξυδέρκεια στα ζητήματα της ψυχής από την ίδια την ψυχολογία!», τονίζει ο  Προυστ. Άρα αφού η Αλμπερτίν έφυγε είναι σαν να μην υπάρχει για τον Προυστ. Άρα (δεύτερο «άρα») η πραγματικότητα ισχύει μόνο όταν την παρατηρούμε, όπως και η πορεία ενός σωματιδίου  «υπάρχει όσο την παρατηρούμε», έτσι λέει ο Χάιζενμπεργκ. 

                          Κι από τη γη στον ουρανό και πάλι κάτω

Τελικά, υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ή η εμπειρική πραγματικότητα βρίσκεται πολύ μακριά από τις αιώνιες αλήθειες και αρχές; Ο Καντ μισοσυμφωνούσε, λέγοντας  πως μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο ότι άπτεται της εμπειρίας μας. Άρα (τρίτο «άρα») ισχύει εκείνο που έλεγε ο Πλάτωνας: «Οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει». Άρα (τέταρτο «άρα») υπάρχει ό,τι είδαμε και το σκεφτόμαστε. Ναι; Και αν δεν το είδαμε, δεν υπάρχει; Η άλλη όψη της σελήνης, επειδή δεν τη είδαμε δεν υπάρχει; Αλλιώς,  ένα νησί αχαρτογράφητο, επειδή εγώ δεν το ξέρω, δεν υπάρχει; Και η Αμερική πριν την ανακαλύψει ο Κολόμβος δεν υπήρχε; Φαίνεται πως το πράγμα ταλαντεύεται ανάμεσα στο  υπάρχει ή δεν υπάρχει,  το βλέπουμε ή δεν το βλέπουμε, στο μπορούμε ή δεν μπορούμε. Ο Ντεκάρτ διατυπώνει το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» και ο Χιουμ σκέφτεσαι πως δεν υπάρχει καν... και ας νομίζει ότι υπάρχει επειδή σκέφτεται…

Οι σοφοί της Κοπεγχάγης είναι της άποψης «βούλωσ’ το και υπολόγιζε» (άκρη δεν βρίσκεις) και ο Αϊστάιν δυσανασχετούσε: δηλαδή το φεγγάρι δεν υπάρχει όταν δεν το βλέπουμε;;; Έλα μου ντε, αφού εδώ πάνω από το κεφάλι μου ήτανε. Πού πήγε; Ο Μέρμιν πάντως ήταν της άποψης, πως ναι, δεν υπάρχει... Ο Χάιζενμπεργκ επέμενε πως «όσο γνωρίζουμε την έσχατη φύση της πραγματικότητας, περιορίζουμε την ικανότητά μας να κατανοούμε», σαν να λέει ασ’ το,  να μην ξέρουμε, για να έχουμε να ψάχνουμε, συμφωνώντας με το Καντ … «να μην μπλοκάρουμε την όρασή μας νομίζοντας πως κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια». Αφού ούτως ή άλλως τίποτα δεν ξέρουμε…Δίδαγμα. Όριο δεν υπάρχει κι εμείς θα ψάχνουμε αιωνίως να βρούμε εκείνο που δεν βρίσκεται. Τι γνωρίζουμε για τα πέρατα του κόσμου; Τίποτα. Τι γνωρίζουμε για τα πέρατα  του χρόνου; Τίποτα, Τι γνωρίζουμε για την ανθρώπινη ψυχή; Άβυσσος, δηλαδή πάλι τίποτα. Πού καταλήγει ο Αντονιόνι, αναζητώντας την Ταυτότητα  μιας γυναίκας; Στο τίποτα. Μόνο ένα μυστηριώδες χαμόγελο προσφέρει στον φακό η γυναίκα που διαρκώς του ξεφεύγει. Ένα μυστηριώδες χαμόγελο, βάζοντας το χέρι της μέσα σ’ ένα κοχύλι  που βρίσκεται πάνω στο τζάκι…Κι έπειτα, εκείνος, κοιτάζοντας τον άπειρο έναστρο ουρανό, αποφασίζει τα ασχοληθεί με τα ουράνια. Μ!!! κι ο μικρούλης πλάι του τού απευθύνει το αφοπλιστικό ερώτημα: E dopo, σαν να λέμε, ε, κι έπειτα; Εσύ δεν έλυσες τα θέματά σου εδώ στη γη, θα λύσεις το τι συμβαίνει στο Μέγα διάκοσμο; Ναι!!! Γιατί όπως λέει και ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος και αυτό που υπάρχει και το κενό, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει, υπολογίζεται και αυτό ότι  υπάρχει. Και η γυναίκα και η Τέχνη και το αίνιγμα: «Κορίτσια μη, πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα κόκκινη;» αναρωτιέται ο Οδυσσέας Ελύτης που και εκείνος αστρονομίζεται συχνά. Υπάρχει κι άλλο· είναι το ρητορικό ερώτημα που απευθύνει ο Σεφέρης εις εαυτόν: «Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;»· η απάντηση είναι: κανείς δεν θα  μπορέσει να την εξαντλήσει κι ο άλλος ομόλογός του λέει πως κάποιοι «γυρίζουν το τροχό για τον Τροχό». Προσέχω: το ένα «ταυ»  είναι πεζό και τ’ άλλο κεφαλαίο. …

Όπως ας πούμε άλλο έχουμε στο νου μας κι άλλο λέμε κι άλλο κάνουμε κι άλλο νιώθουμε… έτσι κουβέντα να γίνεται… άλλωστε όλοι με το χέρι στη μανιβέλα είμαστε…

Ανθούλα Δανιήλ

                             .

 

SCRIPTORIUM

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Οκτωβρίου 2025