Εκτύπωση του άρθρου

        ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ

        I & VIII

Ι.

Στο μέρος της απόλυτης σιωπής

δεν θα σε πάρω μαζί, φίλε μου,

– δεν το μπορώ και δεν το θέλω–

θα πάω μόνος. Εσύ θα ’ρθείς μετά,

μήπως και μυρίσεις στα χέρια μου

όσα άγγιξα.




VIII.

Φεύγεις την ώρα ακριβώς που σε σκέφτομαι.

Αφήνεις πίσω το λιγοστό άρωμα της μνήμης σου

και τα δεσμά του μυαλού και του πόθου μου.

Φεύγεις, άρα υπάρχεις.

Έρχεσαι, όταν ζητάς να με υποτάξεις, να παίξεις ανασύροντας τη φωνή μου

από τα έγκατα του ασύλληπτου. Έρχεσαι, άρα σου ανήκω.

Έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος για μας.

Άφηνέ με ν’ αγγίζω την αύρα σου έστω, την άκρη απ’ τη σκιά σου έστω,

τη θέρμη στο μέρος που ακουμπούσες το χαρτί. Ύστερα κοίταζέ με

να σου αφήνω λέξεις πάνω στο σεντόνι. Να γίνομαι ποτάμι από σιωπές.

Γερνάμε μαζί αλλά

θα πεθάνω μόνο εγώ,

αγάπη μου.

Γιάννης Ευθυμιάδης


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Οκτωβρίου 2009