Εκτύπωση του άρθρου

Ηλία μου…  

… όλα εκείνα τα βράδια με τη βάρδια στης ποίησης την μύηση και στου έρωτος την οίηση~ όλα εκείνα τα θεσπέσια μαγειρέματα τότε που, καθώς έλεγες, σε ξενοδόχευα, εκεί στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, στις παρυφές του κόκκινου απείρου, και τραγουδούσαμε αγκαλιά και βουρκωμένοι πάντα, «Αδερφέ μου, τώρα που ’σαι άρρωστος, έτυχε κι εγώ να είμαι άφραγκος», αίνος στον οίνο, και να ’μαστε οι δυο μας μια γαλάζια άγρια κι άγια μπάντα, μια γλυκιά συμμορία, ψέλνοντας ωραία και βραχνά τη Μαρία, την Άννα, την Δηώ, τη Μόνικα, τη Μαριάννα, την Ελένη, την Αθηνά την εμού και την Αθηνά την εσού, τον Χρήστο τον μακαρίτη, και τόσες και τόσους, σε ξέφρενα πλάτη κι αλλόφρονα μήκη που ήσαν για μας γης και πατρίς και οίκος και σπίτι~ όλα εκείνα τα πρωινά με το εωθινό σεκλέτι, με τον έσω σεβντά, με τα ντους τ’ απανωτά και με τα προ του ούζου τηγανητά αβγά~ το σμαραγδένιο βλέμμα σου, τη φωνή σου όταν έκλαιγε και το κλάμα σου όταν φώναζε, και το γέλιο σου, και το γέλιο μου, τα ουρανομήκη ομηρικά όμορα γέλια μας όταν χλευάζαμε τους κακομούτσουνους και τους ατάλαντους και τους χαμερπείς, πρίγκιπες εμείς, πρίγκιπες, το ξαναλέγω, πρίγκιπες που όλες μας δόθηκαν οι εύμορφες γιατί κι εμείς, ψυχή τε και σώματι (αχ, σώματι!) τους δοθήκαμε μεσημέρι και βράδυ και πρωί~ το πώς μου στάθηκες όταν ουδείς άλλος μου στάθηκε~ το πώς σου γνώρισα τον Μανουσάκη τον Μανόλη, και πώς, μερόνυχτα γλυκά δουλέψαμε την «Έρημη Γη», στην Ερατώ για να εκδοθεί~ πώς με κάλυψες, ξανά και ξανά, όταν η αφροσύνη μου χτύπαγε κόκκινα και κινδύνευα~ το πώς μου χάρισες το δίτομο θαυμάσιο έργο του Κωνσταντίνου Ιω. Λογοθέτη (τόμοι Α & Β, Εν Αθήναις 1939), «Η Φιλοσοφία του Εγέλου και η Επίδρασις αυτής επί την νεωτέραν και σύγχρονον Διανόησιν», με την συγκλονιστική, για όσες και όσους ήξεραν τα δρώμενα, αφιέρωση, «Στον Ίκαρο, της αγάπης φιλάκι… ‘διά τας ημέρας’ (και τις νύχτες) 4/4/93»~  που τρέχαμε, ξανά και ξανά, με την μικρή Αγγελική στου Ζωγράφου το κοιμητήρι, για να πέσεις πίστομα στου Χρήστου τον τάφο και να κλάψεις και να κλάψεις και να κλάψεις ώσπου πια άλλα δάκρυα να μην έχεις~ που μαγείρεψες, πάλι και πάλι και πάλι, στη Σύρου και στη Βεϊκου και στη Μουσούρου και στην Κλεομένους, και όλοι, μα όλοι, σαστίζαμε από των γεύσεων τη μελωδία~ που έγραψες ποιήματα αστροφώτιστα ονειροφόρα ηδύτατα για ό,τι αγάπησες, για ό,τι σ’ αγάπησε, για ό,τι μπορέσαμε να αγαπήσουμε μες στα ερείπια μιας εποχής~ που ήσουν «τριφυλάρα», βαμμένος πράσινος, βαζέλας, και κατακόκκινος αιρετικός κομμουνιστής, του Άγι Στίνα απόγονος μα και ντουρουτικό τσογλάνι~ που ήξερες απ’ όλους μας καλύτερα τον πλούτο της γλώσσας μας πλούσια να τον πλουτίζεις~ που εσύ χαμογελούσες και χάνονταν οι άλλοι~ που ο αγαπημένος σου σκακιστής ήτανε ο αγαπημένος μου σκακιστής: ο Μίσια Ταλ~ που έλεγες, τον Έλιοτ παρωδώντας, «Είμαι ορθόδοξος στο θρήσκευμα, κλασικιστής στην ποίηση, κομμουνιστής στο φρόνημα»~ που τα μαλλιά σου ήσαν πανέμορφα~ που στα τριακοστά τρίτα μου γενέθλια χορεύαμε αγκαλιά εσύ κι ο Κακουλίδης κι εγώ το «Αλοζανφάν» τραντάζοντας τον όροφο, την πολυκατοικία, την Κυψέλη, την Αθήνα, την Ελλάδα, τον πλανήτη, το σύμπαν~ που σχεδιάζαμε να γράψουμε ένα βιβλίο για τους ήρωές μας (ανάμεσά τους κι ο δαντελένιος ο Γραμμός κι ο στρατηγός Δομάζος) αφιερωμένο στους πατεράδες μας που δεν καταφέραμε ποτέ να τους μισήσουμε~ που χόρευες και χόρευες και χόρευες σαν άγιος δερβίσης τ’ ουρανού και όλες οι γλυκές οι αγγελένιες σε ήθελαν, βούρκωναν και σου δίνονταν~ που κανείς κακός δεν μπορούσε να μας συγχωρήσει το ότι όλες, μα όλες, οι καλές τα πάντα, με φιλιά γλυκά, μας συγχωρούσαν~ το ότι ήταν μεγαλειώδης η ταπεινοσύνη μας και, ω, ναι, ταπεινό το μέγα μεγαλείο μας~ το ότι το βλέμμα σου ήταν το αίμα σου~ το ότι ήξερες ότι ξέρεις~ ω, το ότι ήξερες ότι ξέρεις ότι ξέρουν~ το που μου δώρισες ένα ποίημα από τις «Μουζικούλες» σου, τον σλάβικο «Γαλάζιο Τάφο»~ το πόσο τρυφερά μιλούσες για τη θυγατέρα σου, αχ, τότε, πόσο γλυκά χαμογελούσες~ το πόσο παλλόμενος το «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου» και το «Μισεύω εξαιτίας σου», άμα τη έω, τραγουδούσες~ το που την Σόλωνος, συ, διαφέντευες και κάθε μέρα κατακτούσες…

ποτέ όλ’ αυτά δεν θα ξεχάσω!

 

                                                                                     Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

ΕΠΙγραφές

Λίγα Λόγια Λάγιου

Κι εσύ καρδιά μου αδυναμία σε θλίψης θερμοκήπια
Γείρε να πιεις το δάκρυ σου στα δαφνοχείλη ερείπια
Σε πελαγίσια προσευχή πρόσφερε υφής ψιμύθι
Μεθούν με θάνατο απαθή οι ξανθονιμμένοι λίθοι

Ασκήσεις (Ι-ΙΧ), εκδ. Ωλήν


Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό~
χαμού χαμός χαμότατος, δικός μου ή δικός της.

Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, εκδ. Καστανιώτης
 
 

Που μιαν ημέρα μόνον, αχ,
που να μην σ’ έβλεπα μαράζωναχ.

Το βιβλίο της Μαριάννας, εκδ. Ίκαρος
 
 

Αστέρι της αυγής, συλλογισμένο
θέλει στα μέλη σου σταθή κι αυτό το χάδι~
ρυθμίζεις το αναλφάβητο σκοτάδι
σ’ έναν χορό χαράς~ θα σ’ αναμένω.

Μουζικούλες, εκδ. Ερατώ


Σκούζουν κοράκοι, τα κωφάλαλα κρωξίματα
που απ’ ίσκιο τρόμου απλώνονται σ’ όλα τα μέρη.
μη σέρνεις, λύμματα, τ’ αμαρτωλά σου βήματα,
στην επικράτεια που δε φέρει μεσημέρι.
αρνήσου δαιμονικά κρυφογνεψίματα,
τα μολυσμένα αρτύματα που σου προσφέρει.
θυμήσου ποιος περιπατεί πάνω στα κύματα,
κι είναι η καρδιά του αιματωμένο περιστέρι,
χέρι, που διώκει δόλους και φτενά κλεψίματα,
ποιος σφάζει τη θεότητά του κι υποφέρει.
οικεί σε ποιήματα κι υψόμετρα και κλίματα
που κελαηδεί κορυδαλλός και πνέει τ’ αγέρι,
και σβήνει του διαβόλου τα κακά ταξίματα
με το ν’ ανάφτει τον σταυρό του λιανοκέρι.
κι οίνο κερνάει την ανθρωπότητα απ’ τα κλήματα
που κάρπισαν στο σώμα του, όλο καλοκαίρι.

Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, εκδ. Ερατώ


Παράπονο δεν έχω, μάνητα δεν κρατώ εδώ απεδόθη αληθής η δικαιοσύνη./ Αν σε τυφλώσει η αμαρτία, θα τυφλωθής στ’ αλήθεια – γουστάρω./ Συγγνώμη από κανέναν δεν ζητώ, δεν καταδέχομαι το έλεος,/ κρατήστε γι’ άλλους την συγχώρεση, το ψόφιο πράμα./ Χαίρε ο φίλος. Που και που ας με θυμάσαι, αγάπη μου.

Φεβρουάριος 2001, εκδ. Ερατώ

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Μαρτίου 2006