Εκτύπωση του άρθρου

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος πέθανε σε ηλικία 47 χρονώ παίρνοντας το μυστικό της μνημοτεχνικής του στον τάφο· ήταν ικανός να απαγγέλλει από στήθους σχεδόν οτιδήποτε έφερε τη σφραγίδα του ίαμβου στη νεοελληνική γλώσσα.

Επιπλέον, έχοντας υπογράψει μερικά απ' τα πιο μελωδικά ποιήματα που παρήγαγε η γενιά του, ο Λάγιος, συγγραφέας άλλωστε έξοχων δοκιμίων, άφησε εποχή ως πυρετώδης συνομιλητής και αρωγός όλων όσοι εξαρτούσαν την καθημερινή τους καλή διάθεση από τις διακλαδώσεις των λογοτεχνικών υποθέσεων. Παρά τις άπειρες μικρές φιλολογικές προκαταλήψεις του, διέπρεψε στην προπαγάνδα του ωραίου. Λοιπόν, σαν τέτοιος, είχε κάποτε την καλοσύνη να μου συμπαρασταθεί στη σύνταξη μιας ανθολογίας της νεοελληνικής ερωτικής ποίησης, που κάλυπτε τους τέσσερις τελευταίους αιώνες, από τον Ανώνυμο της Κύπρου ώς τον Καρούζο. Ανιχνεύοντας μαζί, στους φωσφορισμούς που προκαλούσε το αλκοόλ στις αστρικές προβολές των αντικειμένων τα οποία μελετούσαμε, νομίζω ότι τιμήσαμε το περιεχόμενο του Testis unus, testis nullus, ένας μάρτυρας ίσον κανένας.

Πώς να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου; Σήμερα, θα προσθέσω ότι η εργασία εκείνη, που το προϊόν της παραμένει ακόμη ανέκδοτο και η οποία διήρκεσε για χρόνια, αν και με μεγάλες παύσεις οφειλόμενες σε δικές μου ζοφερές κρίσεις ηττοπάθειας, υπήρξε για μένα το έδαφος μιας καθυστερημένης γνωριμίας με το αληθινό διακύβευμα της νοσταλγίας μου για την Παράδοση, γνωριμίας μοναδικής αν λάβουμε υπ' όψιν μας τη θερμή ακτινοβολία της συντροφικότητας που εξέπεμπε ο παντογνώστης Λάγιος. Παρά τις ασύμπτωτες σοβαρές αντιξοότητες στη λεγόμενη συναισθηματική εξέλιξη και των δυο μας, του Λάγιου και του υποφαινόμενου, ανακαλώ αυτήν την περίοδο σαν μια καταλυτικά φωτεινή παρένθεση λογοτεχνικής ευτυχίας. Στην κυριολεξία, ο Λάγιος, σε ρόλο δασκάλου, με αφόπλισε πλήρως ώστε να με οδηγήσει στο εσωτερικό αγκυροβόλιο των λυρικών εκείνων ποιητών που συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε ελάσσονες και που οι περισσότεροι από μας, ασφαλώς όχι όλοι, έχουμε συνδέσει με την ανάμνηση της ανιαρής γυμνασιακής μας παιδείας.

Οντως, ο Λάγιος υπήρξε ο πιο επιδέξιος πλοηγός και, το κυριότερο, πάντα διαθέσιμος. Αν και δεν είχε την ελάχιστη οικονομική ευχέρεια, αρνήθηκε πεισματικά, όσο και αν επέμεινα, να εισπράξει για τη βοήθεια του μία δραχμή ή έστω ένα δώρο· ήθελε όλο αυτό να αιωρείται ανέγγιχτο απ' την ανάγκη, σαν ένας χαρούμενος πειραματισμός.

Επειτα, καθώς το υλικό της εργασίας μας είχε επιτέλους δρομολογηθεί προς το τυπογραφείο, τον Σεπτέμβριο του 2005, ο φίλος μου ο Λάγιος, ανέκαθεν μελλοθάνατος εκ πεποιθήσεως, και έχοντας προσκαλέσει για χιλιοστή φορά την γκαντεμιά σε μονομαχία, βρέθηκε στο νοσοκομείο ύστερα από ένα αιματηρό συμβάν, που πρέπει να υπήρξε, όπως όλα δείχνουν, κάτι ανάμεσα σε ατύχημα και ακραία προσποίηση απόπειρας αυτοκτονίας. Να πω ότι επρόκειτο για θράσος; Για αμέλεια; Να σκεφτώ την αϋπνία, τη μέθη, την κακή στιγμή, την εξωτερίκευση των αδιαπέραστων υποστρωμάτων μιας κατάθλιψης που στρεφόταν σε μανία; Χωρίς να αποκλείεται ο συνδυασμός κάποιων απ' τα παραπάνω ή και όλων, η αιτία θα παραμείνει αδιευκρίνιστη. Ηταν τόσο φλογερή, τόσο επίμονη η επιθυμία του να ερωτοτροπεί με τον θάνατο, ανεξίτηλα εγγεγραμμένη στον ψυχισμό του, ώστε, μολονότι αυτό το σενάριο εκτυλισσόταν συνήθως μεταξύ σοβαρού και αστείου, το ενδεχόμενο μιας μοιραίας έκβασης δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικά απόμακρο. Είναι δύσκολο να ανεβαίνεις κάθε τρεις και λίγο στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού πιωμένος, σαν τον Ρότζακ, τον ήρωα του Μέιλερ στο Αμερικάνικο Ονειρο, δίχως το παιγνίδισμα της έντασης να εξάψει τους φυσικούς κινδύνους που ενέχονται στην αυξομείωσή του. Το θρόισμα των πιθανοτήτων ήταν προ πολλού ανησυχητικό.

Γι' αυτό και, αντίθετα από κείνους που υποστήριζαν ότι ο Λάγιος είναι ας πούμε αθάνατος, γεγονός επιβεβαιωμένο φαινομενικά από την επιτυχία με την οποία απολάμβανε τη μαγική παντοδυναμία του φαρσέρ, είχα συλλάβει τον εαυτό μου να κάνει δυσάρεστες σκέψεις πάνω στο ζήτημα, τις οποίες διασκέδαζα, εν συνεχεία, με την κοινή στους κύκλους μας ελπίδα ότι κάποιος που εξερευνά τόσο συχνά και βαθιά τη λογική του θανάτου ως νυμφίου, ως εγγυητή της ομορφιάς μιας κηδείας πάνω στο κύμα των κρίνων, αυτός μάλλον ξορκίζει το κακό, με αγαθή συνέπεια να μένει εσαεί στη θέση του σαν ζωντανός ανταποκριτής από τον Αδη. Μεταφορικά μιλώντας, ο Λάγιος δεν υποδυόταν τον τρελό, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά τον νεκρό. Ενα κομμάτι της ψυχής του είχε δεθεί μ' αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «πένθος του ορυκτού», αυτεπίστροφο προκαταβολικό πένθος, κάτι σαν παρωδία της νέκρωσης των μοναχών, όπου η ψυχή αυτοθανατώνεται σε ένα τμήμα της για να αποφύγει τους πόνους της ύπαρξης. Μόνον που, εδώ ειδικά, η ρητορική η οποία περιέβαλλε τη νέκρωση είχε την άνεση να ευνοεί, ποιητική αδεία, τις εξιλαστήριες μεταμορφώσεις του κοινού ορυκτού σε έρμαιο, σε πέτρα του Ερμή και άρα του σημαίνοντος, δηλαδή τους Rebis, του σεληνιακού Λίθου των αλχημιστών.

Εξού και η απερίγραπτη ζωντάνια του, ώρες ώρες, του Λάγιου, αλλά και η δυσκολία του να συλλάβει και να κατοπτρίσει τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου. Διότι, για να επιδεικνύεις τη ζωή που φωλιάζει στο ταμπεραμέντο σου πά' να πει, τρόπον τινά, ότι είσαι ήδη πεθαμένος (έστω με ένα είδος επιλεγμένου ηθικού θανάτου, σαν εκείνον που εκθείαζε ο Ζενέ φέρ' ειπείν). Διαφορετικά, η ζωντάνια θα ήταν αυτονοήτως παρούσα και θα επικύρωνε τους τετριμμένους λογικούς παραλληλισμούς μεταξύ συμπεριφοράς και κανόνων. Αυτός ο θάνατος, που ο Λάγιος τον φανταζόταν σταυρικό και κωμικό μαζί, του έδινε τη χάρη ταραξία, σαν να λέμε κάποιου που υπήρχε έξω απ' τους οργανωμένους ρυθμούς της ζωής, την οποία έβλεπε ως ερωμένη και αντίπαλο. Παρά το κάπνισμα, περπατούσε αδιάκοπα και δίχως να λαχανιάζει κατά μήκος αυτής της εμπόλεμης ζώνης. Σε πείσμα της αυθεντικότητας του αγκαλιάσματός του, όταν σε συναντούσε, καταλάβαινες πως μετέφερε μέσα του το αίνιγμα του θανάτου υπό μορφήν ναρκισσιστικού τραύματος. Καταλάβαινες τέλος ότι, αν τριγυρνούσε ακατάπαυστα στο χείλος αυτού του τραύματος, προσπαθώντας να το κλείσει με τα βάλσαμα του Σολωμού, η ιστορία του δεν θα είχε happy and. Διότι για την επούλωση μιας τέτοιας πληγής, που ακόμη και ο ίδιος ο Σολωμός είχε μάθει να απολυμαίνει με κολόνια, ο φίλος μου θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από τη γλύκα της ρίμας, κάτι που ελλόχευε στην επαφή με τη μαυρίλα της ατμόσφαιρας και το οποίο τον τραβούσε προς τον ίλιγγο μιας πτώσης από το ύψος του τρίτου ορόφου.

Ετσι, ο Λάγιος, αφού έμαθε να εξαπατά τον θάνατο παριστάνοντας τον νεκρό, ώστε ο θάνατος να μην τον αρπάξει, αισθανόταν ξαφνικά ασφαλής και ξαναπετούσε στα μούτρα του θανάτου το γάντι. Τώρα βρίσκεται εκεί ακριβώς απ' όπου έρχονταν πάντοτε οι φωνές που τον δαιμόνιζαν, οι φωνές που του υπαγόρευαν την ποίησή του, εν ολίγοις οι φωνές των πεθαμένων συγγραφέων. Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης όλων των λυρικών τίτλων, κατοικεί -πώς να το πω;- σ' έναν τόπο σαν τα Ακασικά Αρχεία, όπου όλα τα ποιήματα, αυτά που έχουν ήδη γραφτεί κι εκείνα που δεν έχουν γραφτεί ακόμη, όλο αυτό το απόθεμα της αιθερικής διακειμενικότητας που τον συγκινούσε μέχρι παροξυσμού -λοιπόν σ' αυτόν τον ομφαλό είναι τώρα εγκατεστημένος για να υπογορεύσει τα δικά του σκιρτήματα στους ανθρώπους που πρόκειται να επηρεάσει με τη σειρά του. Μπορεί, ποιος ξέρει, να ζήσουμε μια μικρή άνθηση των υποκοριστικών, μέσα από τα κρύσταλλα των οποίων εκείνος διέκρινε περιστασιακά λίγο απ' το φως ενός χρυσαφένιου απογεύματος σε κάποιον κήπο, το κυμάτισμα των βρύων γύρω απ' το πηγάδι. Σε μια εποχή αχαλίνωτης γιγάντωσης, αυτός επέμεινε στο φυλλαράκι, στο νεράκι, στις λεπτομέρειες των γάμων της μοναχής, όπου παρίσταντο σαν παράνυμφοι οι φωνές των λουλουδιών και των καρπών του ευκαλύπτου. Λίγοι έδειξαν τέτοια τρυφερότητα προς τα σιγανά ιντερλούδια του μικρόκοσμου.

Ας υπογραμμίσω ότι δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στο μήκος κύματος της φιλολογικής επίδρασης που θα ασκήσει -μικρής ή μεγάλης μένει να αποδειχτεί-, αλλά και της συγκινησιακής, εφόσον αυτή είναι σίγουρη, κι έπειτα, καθώς πιστεύω, τίποτα δεν θα δονούσε τον ίδιο περισσότερο από τη σκέψη ότι μερικοί φανατικοί ίσως να απαγγέλουν αύριο τα ποιήματά του καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι η ψυχή του ανασαίνει εκεί, παρούσα σαν μια πνευματική πυκνότητα, γεμίζοντας το δωμάτιο με αντήχηση. Αυτή η προσδοκία του, εννοείται, δεν ήταν καβαφική αλλά υπάκουε στην απεριόριστη λατρεία για τους ήχους της ελληνικής γλώσσας όπως την έμαθε παιδί. Τον ενθουσίαζε η παλιομοδίτικη αλλά ανθεκτική άποψη ότι γλώσσα και ψυχή ήταν ένα και το αυτό. Και να ο λόγος που η ψυχή του έκανε τόσα λάθη, να γιατί μπλέχτηκε σε τόσους αδιέξοδους ελιγμούς.

Για παράδειγμα, όταν έβλαπτε τους φίλους του, και δεν μιλάω για μένα, το τονίζω, διότι μου φέρθηκε με τον πιο αγαπητικό τρόπο, λοιπόν θα ήταν ευχής έργον να έχει κανείς το σθένος να θεωρήσει τη λοξοδρόμηση σαν παραδρομή, σαν σφάλμα της ψυχικής γραμματικής ενός καλλιτέχνη που είχε ταυτιστεί με το γλωσσικό θέατρο των ορίων της φάρσας. Το λάθος, αν υποθέσουμε ότι ενδίδει κάποιος στις ψυχαναλυτικές κορώνες, επαναλαμβανόταν λες και η γλώσσα, μέσα στον Λάγιο, σκορπιζόταν σε μια καταιγιστική σάρωση των κοιτασμάτων της για να πετύχει τη διατύπωση του σημαίνοντος που έλειπε, δηλαδή του αιτήματος αγάπης προς τους γεννήτορες. Ομως αδιάκοπα έσφαλλε και ήταν πάντα παράλογη και θλιμμένη, με εκλάμψεις ιδιοφυΐας και όχι σπάνια κοροϊδευτική, κυρίως δε ικανή να ελευθερώνει, πίσω της, σμήνη από ευεργετικές ομοιοκαταληξίες.

Οπότε, ο Λάγιος πέθανε μη αντέχοντας το πήγαιν'-έλα μεταξύ ζωντανών και νεκρών, και τώρα πρωταγωνιστεί στην τελευταία από τις παρεξηγήσεις που ο ίδιος σκηνοθέτησε, δηλαδή ως προς το γεγονός ότι ενώ νομίζουμε ότι τον σκεφτόμαστε εμείς, είναι εκείνος που μας σκέφτεται. Το Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε δεν ισχύει εδώ. Αναμφίβολα, οι νεκροί μας, τέτοιοι νεκροί, μας σκέφτονται διαρκώς, ως επί το πλείστον με τις σκέψεις που κάνουμε εμείς, καθημερινά, δίχως πρόθεση και δίχως συνειδητή υποκειμενικότητα, όταν η τέχνη μας, φτωχή έστω, δρα σαν αναστολέας της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και μας απογειώνει. Διότι οι καλύτερες απ' τις σκέψεις μας, απ' τις εμπνεύσεις μας, είναι σκέψεις και εμπνεύσεις των νεκρών που φιλοξενούμε κάπου στο ηλιακό μας πλέγμα. Ακόμη και αν σήμερα αυτή η νεκρομαντική οδηγείται στον εκφυλισμό, αφού οι φωνές των νεκρών χάνουν την πρωτοτυπία τους μέσα στον ωκεανό των τηλεπαθητικών εκπομπών της τεχνολογίας, πάντως κάτι από την άβυσσο της αλήθειας που διαιωνίζει η γνώση του θανάτου εξακολουθεί να αντηχεί μέσα από τα σύμβολα της γλώσσας που εκείνοι μεταχειρίστηκαν. Ο Λάγιος ήταν τολμηρά παραστατικός χειριστής τους και δεν πρέπει να εκπλαγεί κανείς αν τον ακούσει να επιστρέφει από τον θάνατο και να αρχίσει να περιγράφει τι αντίκρισε εκεί πέρα.

Λέγοντας ότι θα επιστρέψει δεν εννοώ ότι δεν θα τον πενθήσουμε -απεναντίας! Θα επιστρέψει σημαίνει ότι η ομιλία του μέσω των ποιημάτων που φέρουν την υπογραφή του θα γίνεται όλο και πιο παιδαγωγική, προκαλώντας μικρά αλλά κρίσιμα ρίγη ψυχαγωγίας και ηθικής αναστάτωσης στην πρόσοψη της ανάγκης των ζωντανών για μονοσήμαντους αφορισμούς, δηλαδή ζωντανών οι οποίοι βολευόμαστε με το να κλείνουμε την πόρτα στους νεκρούς κρεμώντας τους μία ταμπέλα. Τέτοια πινακίδα, για τον Λάγιο, ήταν ο χαρακτηρισμός του τρελού ή του γραφικού, ο οποίος μάλλον δεν θα αντέξει την εμπειρία της ψύχραιμης στάθμισής του, όπως δεν άντεξε η μνησίκακη κριτική ανακεφαλαίωση των επιθέσεων του μεγάλου Νίκου Καρούζου ενάντια στο κατεστημένο ή όπως δεν άντεξαν τα όσα έγραψε κάποτε ο πικρόχολος Δ.Ν. Μαρωνίτης καυτηριάζοντας (έτσι νόμιζε) την ευτράπελη διάθεση των τελευταίων τραγουδιών του τζέντλεμαν ποιητή που λεγόταν Γκάτσος.

Αλλά πρέπει να διακόψω εδώ μέχρι την επόμενη Παρασκευή.

                                                                                    Ευγένιος Αρανίτσης ( Δημοσιεύτηκε στο ένθετο "Βιβλιοθήκη"
της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 11 Νοεμβρίου 2005)

 
                                                                               

Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Φεβρουαρίου 2006