Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

Ισημερία


Από τη τέφρα κάτω του ουρανού
αυλάκωνε χωρίς σταματημό
τις αρτηρίες ολόκληρης της πόλης
η αδιάλειπτη ροή των τροχοφόρων-
θα νόμιζες τεράστια κυψέλη
ψυχών φλεγμαινομένων, όπου
μυριάδες άοκνες εργάτριες
βομβούνε σε διαρκείς αναβρασμούς
παράγουν κι αναλώνουν και παράγουν,
κινούνται, δρουν, πυρέσσουν,
ενώ μαστιγοφόρος άγγελος
τις κυνηγά από πίσω ο χρόνος.
Εσύ καθόσουν στον συρμό
και κοίταζες απ’ το παράθυρό σου
μπροστά σου να περνούν αστραπιαία
θραύσματα εικόνων στιγμιαίων:
πολυτελείς νεόδμητοι οίκοι,
σκύβαλα μες σε χέρσα οικόπεδα,
δημόσια γκρίζα μέγαρα,
μικρές λυμφατικές πλατείες,
παμπάλαιες αποθήκες από πέτρα-
αμέσως ήσουν κάτω
απ’ τον πελώριο θόλο του σταθμού
κι έπειτα στο κατάστρωμα του πλοίου
που απομακρύνονταν απ’ τον πολύβουο λιμένα.
Διείσδυες στην καρδιά της νηνεμίας,
μιας νηνεμίας άηχης κι απέραντης,
μιας νηνεμίας από γλαυκότητα και τέφρα
σαν σάβανο θαλάσσιου θεού.
Μα ξάφνου αντίκρισες στο βάθος
από μια διάφανη ρωγμή στα νέφη
ορμητικά στη θάλασσα να πέφτει
μια καταιγίδα κάθετου φωτός,
μια προς στιγμήν αιώνια πύλη
που άνοιγε στον κόσμο των θεών,
στην επιφάνεια όλων των θεών.
Και τότε πάλιν είδες,
ίδια μυριάδες είδωλα
που επέστρεφαν στη μήτρα της φωτιάς,
πως το ένα λαμπερό κορμί
στο άλλο μέσα εισχωρούσε,
συγχωνευόντουσαν στο αρχέγονο Εν,
στο φως το πέραν των εικόνων.
Σφάλισες τότε τα ματόκλαδα,
να συγκρατήσεις της θεσπέσιας λάμψης
τη μυστική, βαθιά ευωχία.
Σαν τ’ άνοιξες ξανά σε λίγο
απλώνονταν και πάλι νηνεμία
από γλαυκότητα και τέφρα, που όμως
γινόταν όλο και πιο μαύρη,
γιατί έπεφτε η νύχτα, η νύχτα..



Γιώργος Βαρθαλίτης



Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Μαΐου 2009