Εκτύπωση του άρθρου
ΧΑΒΙΑΡΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Όταν έτρωγε ή μιλούσε συνήθιζε να βάζει το χέρι του μπροστά στο
στόμα σαν να ντρεπόταν για το τι φούρνιζε εκεί μέσα ή τι ξεφούρνιζε.
Σκέφτηκα μήπως ντρεπόταν για το σχήμα των χειλιών ή το χρώμα της
γλώσσας του. Tον φώναζαν Πίπη, όπως και οι παλαιοημερολογήτες
μεσούντος του 20ού τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης, Σπυρίδωνα.
Για ένα φεγγάρι ζευγάρωσε, διάβαζε ποίηση, άφησε τα μαλλιά του να
μακρύνουν, κέρναγε κρασί. Έπειτα ήρθαν χρόνια ισχνά, μολύνθηκαν τα
πάντα: Το φεγγάρι το χλομό και το ολόγιομο, το φεγγάρι του λιμού και
του λειψού έρωτα, το φεγγάρι της έκλειψης, ξέρεις. Κι’ άξαφνα, ύστερα
από το τόσα φεγγάρια, νάτος  ξανά, λίγο γκρίζος και κάπως κυρτός, ένας
ώριμος άντρας που λένε, και τριγύρω του ν’ αχνίζουν και να παίρνουν τ’
απάνω τους πάλι το ψωμί, τo κρασί, το μπλα μπλα και το φως – πού το
βάζεις το φως; Κι εκεί που είσαι έτοιμος να πεις Δόξα Σοι υπάρχει ελπίδα
στον κόσμο, νάτο κι’ εκείνο το ξερό του αμετανόητο, εκεί, μπροστά στο
στόμα του, είτε πίνει είτε φτύνει.

Χαβιάρας Στρατής

Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιουνίου 2009