Εκτύπωση του άρθρου

                              ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΙΑΜΗΣ

                               Ιστορίες μέ ταξί                                        
                                            στην Iva Pekarkova,
                                          όπου κι αν βρίσκεται

Περιμένω τόσο που έχω αρχίσει
να γίνομαι πέτρα νοιώθω,
σαν τα πελώρια λιοντάρια πίσω μου
τής Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

Περιμένω για ένα άδειο ταξί.
Κι εκεί που η ματιά μου έχει χαθεί
στο αχανές βαθύ τής λεωφόρου, αφού
όλες οι πιθανότητες μέχρι στιγμής
έχουν αποδειχτεί άδειοι καρποί
(ω ειρωνείας ειρωνεία! μιά
και μιλάμε γιά γεμάτα ταξί),
ερχεται και σταματάει μπρος μου
σάν μιά ιδέα ουρανοκατέβατη.

Μπαίνω και καθώς κλείνω την πόρτα
μιά αύρα μού χαϊδεύει το δέρμα.
Γυρνώ και νοερά αποχαιρετώ
τα δύο πέτρινα ζώα που μέχρι τώρα
μου κρατούσαν πιστά παρέα.
Ετούτος ο αέρας είναι μιά εκπνοή
ανακούφισης απ’ το δικό τους στόμα.

Σαν σε βάρκα λικνίζομαι στο κάθισμα το πίσω.
Την ξανθιά της αλογοουρά ευθύς αναγνωρίζω,
και ύστερα τα μάτια  μέσα από τον καθρέφτη.
Είστε συγγραφέας, λέω, ερωτηματικώς καί μή.
Γράφω ιστορίες, αμέσως μού απαντά,
χωρίς καθόλου να παραξενευτεί.
Δεν είναι ετούτη δύσκολη δουλειά
γιά άνθρωπον ευαίσθητον σαν κι εσάς;
Δουλειά μου είναι να βρίσκω όλους εκείνους
που περιμένουν να μπούν στη συνείδηση μου,
καί όπου μας βγάλει έτσι μαζί!
Με την κουβέντα, της είπα,
περάσαμε τη διεύθυνση μου.
Χαθήκαμε; ρωτάει, κι απ’ τον καθρέφτη
τη βλέπω να μου χαμογελάει (ή είμαι εγώ
τάχα που κοιτάζω μες στη φαντασία της;)

Με αφήνει σε μιά γειτονιά αγνώριμη παρακάτω.  

 

Δεν πιστεύω να φοβάσαι, μου λέει, το άγνωστο,  

 

πρέπει να βιαστώ, να πάω να γράψω.  

 

Σάν τί είναι αυτά που γράφεις δηλαδή; 

 

Να, κάτι τέτοιες ιστορίες σαν κι αυτή… 

Χρήστος Τσιάμης 

 

 

 

 

 

 

 

 



Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006