Εκτύπωση του άρθρου

ΝΙΚΟΣ ΓΕΡΜΑΝΑΚΟΣ

 

 

 

Το Κασκέτο του Καπετάνιου

Μετάφραση: Μαρία Τσάτσου

 

Το κόλπο είναι να είσαι προσεκτικός στις συναλλαγές μαζί του-
εύκολο να το λες- είναι πιο επινοητικός 
απ’ ό,τι νομίζεις
κάνει ζαβολιές-τελικά δεν υπολογίζει κανέναν.
Ξεφεύγεις από δω, ξεφεύγεις από κει-σ’ ακολουθεί-
σε παγιδεύει σ’ όποια γωνιά ή σχισμάδα
πας να χωθείς. Η επιτομή: 
μην τον κογιονάρεις.
Απλώς δείξε σεβασμό.

Ναι, ήρωες σηκώσανε κεφάλι,
αναμετρηθήκανε μαζί του σε μαρμαρένια αλώνια-
και χάσανε. Μόνον ένας-δύο γυρίσανε απ’ την Κόλαση
για να μιλήσουν. Οι άλλοι σαπίζουν.

Συμφωνούμε λοιπόν. Ο Χάρος τη σκαπουλάρει
ως ανθρωποκτόνος, ούτως ειπείν.

                                     ***

«Είναι για παρτέντζα,» είπε ο γιατρός στο Νησί.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Στείλτε τον στην Πτέρυγα Καρκινοπαθών.»

«Τον ξαποστέλνουνε λοιπόν,» είπε η Ελένη.
«Τον ανοίγουνε –σωληνάκια στάζουνε μέσα, στάζουνε έξω.
Οι γιατροί τον ανακηρύσσουν καμένο χαρτί.
Το κασκέτο; Ποτέ δεν βγήκε από το κεφάλι του-
εκείνη η τούφα μαλλιά κάτω απ’ το γείσο,
ακριβώς όπως το θυμάσαι.

»Πέμπτη μέρα, γυναίκα, γιοι, θυγατέρες
κλαίνε στο κρεβάτι του-ο Χάροντας μπαίνει μέσα
τον κοιτάζει-αφηνιάζει.
Ο Χάροντας αφηνιάζει, καταλαβαίνεις:

«Εκείνος τι κάνει; Ξηλώνει
σωληνάκια και ορούς, αρπάζει τα ρούχα του,
σαλπάρει για το σπίτι

(Πενήντα χρόνια τον αγάπησα-
κι ήμουνα δεκάξι μόνο)

Αλλά ο Χάροντας δεν κάνει ποτέ μισές δουλειές-
σκαρφάλωσε μέσα, τον άρπαξε από το ίδιο του το σπίτι-
όχι δεν τον έκανε δικό της η θάλασσα-
ξέρω, ξέρω, την αγάπαγε πιο πολύ απ’ ότι εμένα-
όχι, ο Χάροντας είναι που τον άρπαξε απ’ το κρεβάτι του.

Του φορέσανε το κασκέτο του για στέμμα-
ο πατέρας, η μητέρα και η κόρη του στο λάκκο
μπροστά του-το πλήρωμα που οδηγούσε
το πλοίο σε μια αιώνια νύχτα.

(κι εγώ να μη μπορώ να θρηνήσω)

«Η γυναίκα του, βλέπετε, κι ο άντρας μου, ήταν εκεί-
δεν ήτανε χρόνος ούτε χώρος για σκανδαλώδεις αποκαλύψεις-
σφράγισα την καρδιά μου, και κράτησα το μυστικό μου βουβό.

«Μετά απ’ αυτό, ο παλιός μας κόσμος έφτασε στο τέλος του,
ο θάνατός του η πόρτα που κλείνει τελευταία.
Το Νησί μας πέρασε στο παρελθόν.
Έχουμε ένα Νησί καινούργιο τώρα, είναι αλήθεια,
αλλά εγώ είμαι ξένη σ’ αυτό, τα μάτια μου κλειδωμένα
στην πρύμνη του που αρμενίζει, τα μάτια του
αγκυροβολημένα στα δικά μου.

«Η θάλασσα είναι μια παιδική χαρά πια;.
δεν έχουμε θέση σ αυτήν.»

© Poeticanet 
Μαρία Τσάτσου


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Δεκεμβρίου 2020