Εκτύπωση του άρθρου


                                                                                                                                                                             The secret of poetry is cruelty, Jon Anderson


Η ποίηση προηγείται της επιστήμης και ο μύθος της φιλοσοφίας. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την ποίηση υποστασιοποιημένη σε ανθρώπινη οντότητα να αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού την επιστήμη στη βάση αυτών των πρωτείων. Να διατείνεται δηλαδή, με έπαρση και αλαζονεία, ότι αυτή υπερέχει έναντι της έρευνας για γνώση και αλήθεια, που μάλιστα χρησιμοποιεί και τον νάρθηκα της λογικής, ότι εκείνη ανακάλυψε πρώτη ο ανθρώπινος ψυχισμός και τον βοήθησε με τη σειρά της να πετάξει με τα φτερά της φαντασίας στις περιοχές του οράματος, του θαυμαστού και του αισθητικά υπέρτατου. Στη συνέχεια απαντώντας στην αιώνια μομφή που ξεκίνησε από τον καταραμένο Πλάτωνα, ότι προσβάλλει την ανθρώπινη νόηση γιατί ψεύδεται, να ισχυρίζεται ότι κανείς στην πράξη δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν είναι εγγύηση για τη γνώση, το αντίθετο• η γνώση μεταμορφώνεται σε αλήθεια κάθε φορά που δίνει διαπιστευτήρια στη βεβαιότητα της συνείδησης. Έπειτα, αυτή η ίδια η συνείδηση είναι φυλακή. Τι ζωή μέσα στον κόσμο κάνεις όντας σε αυτή και τι είδους κόσμος είναι αυτός που αποτελείται μόνο από φυλακές, άπειρες φυλακές; Τι είδους αλήθεια και γνώση υπάρχει σ’ αυτή την αυτοκρατορία του σολιψισμού;  

Η ποίηση καταλαμβάνει τον ποιητή όπως ο δαίμονας την αθώα ψυχή του ενάρετου. Μέσα στη δίνη της ποιητικής μανίας ο νους φεύγει από τον έλεγχο της ορθοφροσύνης, ο ποιητής στέκεται απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και τον καθρεφτίζει με κάτοπτρα παραμορφωτικά. Τον βλέπει ως ιερό σφάγιο, τον προσφέρει βορά στη νοσηρή περιέργεια των βλεμμάτων που επιθυμούν την εισβολή στο μη συνειδητό, στο αθέατο, στο άβατο των συναισθημάτων και των ανομολόγητων παθών. Ο ποιητής ξεγυμνώνεται και αυτοτραυματίζεται ενώπιον ενός ιδεατού πλήθους, είναι έτοιμος να παραδοθεί στις κανιβαλικές διαθέσεις του, δηλώνει πρόθυμος να κάνει το πάθος του θέαμα. Πεθαίνει και ξαναπεθαίνει μπροστά στα μάτια όσων παραστέκονται στο δράμα του, ένα δράμα στο οποίο μιμείται τον ίδιο τον πάσχοντα εαυτό του. 

Παριστάνει αυτόν που έρχεται από τα έγκατα της κόλασης, αναπαράγει με χίλιους τρόπους την καταστροφή του και υποδύεται τον εσαεί καταραμένο που έχει καταδικαστεί όχι μόνο να την βιώνει, αλλά και να την αφηγείται. Παρόλα αυτά είναι μάταιο να καταγγείλει κάποιος το ψεύδος, καθώς αυτό το ψεύδος είναι η υπέρτατη αλήθεια του. Δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά αυτό, ότι το μόνο για το οποίο πασχίζει είναι να προσφέρει αυτή την εκδοχή του γυμνού, βασανιζόμενου, τραγικού, ψυχορραγούντος εαυτού του. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πείσει ότι είναι ποιητής και ότι έπεσε στην αρρώστια της ποίησης, με το να εκθέτει δηλαδή τον δαιμονισμένο εαυτό του στην απειλή του θανάτου, να αφήνεται στη σκληρότητα και τη βία των εμμονών του και να παρασύρει μετά και τους ακολούθους του σ’ αυτές. Η βία και η σκληρότητα είναι –υποτίθεται- αυτό που συγκλονίζει τον ποιητή, η αιτία όλων των πληγών του, ο λόγος για τον οποίο υποφέρει, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η πρόφαση για τη δική του παράσταση στο θέατρο αυτό, η δική του raison d’ être στο σύμπαν των μουσών, το μυστικό της τέχνης του, που μόνο μυστικό δεν είναι.       

© Poeticanet          


Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Ιανουαρίου 2020