Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet

 

Από κάπου οφείλει ν’ αρχίσει κανείς, έστω κι αν δεν υφίσταται σαφώς ορισμένο σημείο αφετηρίας, έστω κι αν είναι πλέον ρευστές όλες μας οι συντεταγμένες, έστω κι αν θα ’πρεπε, όπως θα ’λεγε ο Saul Bellow, αν θέλαμε να μιλήσουμε για ένα ποτήρι νερό,
 
συμπτύσσω παραφράζω
 
να ξεκινήσουμε απ’ τη Γένεση, το μήλο, τον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Ιησού, τη Ρώμη, τον Μεσαίωνα, την πυρίτιδα, την επανάσταση, τον Νεύτωνα και τον Αϊνστάιν, τον πόλεμο, τον Λένιν και τον Χίτλερ.
Έστω, λοιπόν, κι αν δεν υφίσταται σημείο αφετηρίας, με αυστηρή ακρίβεια ορισμένο, έστω κι αν η πορεία των πραγμάτων και η ζωή των ιδεών, η εξέλιξη των σκέψεων, η εξάτμιση των αξιών, ο παρδαλός χορός τους, ο ρόγχος της εναγώνιας συγκυρίας
 
όλα
 
καθοδηγούνται από συνέχειες και όχι από ρήξεις, από διαδοχές και όχι από τομές, πρέπει κανείς
 
εγώ
 
ν’ αρχίσει από κάπου και να μιλήσει για το θέμα, μιλώντας, θέλοντας και μη, σε πρώτο ενικό: ΕΓΩ πώς βλέπω την πολιτική, ΕΓΩ πώς την αντιλαμβάνομαι σε σχέση με την ποίηση, πώς γράφω ΕΓΩ και πώς ΕΓΩ διαβάζω.
Μιλώντας, όμως, σε πρώτο ενικό, έρχομαι αντιμέτωπος με την επαπειλούμενη ρευστότητα του ίδιου του εαυτού μου, την αποσάθρωση του νου, και αναζητώ, σαν κάθισμα, μια θέση στέρεη στον χώρο και στον χρόνο και δείκτες συμπαγείς και σταθερούς σε μια εποχή που, αν το σκεφτούμε, 
 
κι όταν να το σκεφτούμε αποφεύγουμε
 
είναι αβέβαια όλα και όλα επισφαλή.
Τι λέω, λοιπόν, ΕΓΩ; Τι έχω να πω; Χωρίς ν’ αρχίσω, παρότι θα μπορούσα,
 
αυτά, εξάλλου, μού ’τυχαν
 
ούτε απ’ τις συνελεύσεις των Αχαιών στην Ιλιάδα, ούτε απ’ τον Αλκαίο και τον Αρχίλοχο, ούτε απ’ τον Σόλωνα, ούτε απ’ την τραγική μεταφορά της πόλης, πλοίου κλυδωνιζόμενου, και με τον βασιλιά της καπετάνιο. Οφείλω να περιορίσω το θέμα μου, να το αναλογιστώ στα δεδομένα του τώρα και του εδώ (μ’ εμένα μέσα και μαζί τους). 
Είναι άποψή μου πως η ποίηση υποχρεούται σε μια αμφίθυμη εμπλοκή με την επικαιρότητα: να την παρακολουθεί, δηλαδή, και –ενημερωνόμενη– να τη διυλίζει, ν’ αναζητά την τεθλασμένη πρόσληψή της, να μην καταδέχεται την πορνογραφία της δυστυχίας και της εξαθλίωσης και ν’ αποφεύγει
 
ο διάολος το λιβάνι
 
την εργαλειοποίηση της ιδεολογίας.
Δημοσιεύω ποίηση από το 2011. Όταν θέλησα, ζώντας την εποχή της κρίσης χρέους, να εκφραστώ για το αποτύπωμά της στην καθημερινή ζωή της πόλης, των περιπατητών, των διαδηλωτών 
 
και μη
 
και των κατοίκων της, συνομίλησα, σε μορφή σονέτου, με τ’ αγάλματα των πλατειών και των πεζοδρομίων της (Το σύνδρομο Σταντάλ, Πόλις, 2013). Και για να διαχειριστώ την έκτοτε διεθνή επικαιρότητα και την παγκόσμια διεσπαρμένη έγνοια μας, έστρεψα το βλέμμα μου στα χρόνια του κατά τον Έντσο Τραβέρσο επονομαζόμενου Ευρωπαϊκού Εμφυλίου των ετών 1914-1945 (η θήβα μέμφις, Πόλις, 2020).
Τι θα έγραφα, όμως, αν ήθελα ευθέως να εκφραστώ γι’ αυτά που ζούμε; Τι μορφή θα έπαιρνε ένα ποίημα υποχρεωμένο να ενταχθεί σ’ έναν πεπερασμένο χρονικό ορίζοντα (των τελευταίων, ας πούμε, δεκαπέντε χρόνων); Που θα ήταν υποχρεωμένο να σχολιάσει τα γεγονότα; Να μην τους εφαρμόσει τεχνικές υπεκφυγής κι υπαινιγμού, μα τα να πει όπως είναι;
Και δίχως, βέβαια, να ξεχνά
 
το ποίημα
 
ότι δεν έχει σημασία ή εμβέλεια, πως ινδικά χοιρίδια είμαστε όλες κι όλοι, τρέχουμε πάνω στον τροχό κι ιδρώνουμε για την ακινησία. 
Αν, όμως, αν: και για να νιώσουμε τη χώρα στη στιγμή της, να τη συλλάβουμε και να την αντικρίσουμε, δεν μας αρκεί να παρακολουθούμε την τρέχουσα πολιτική απ’ τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των πρωταγωνιστών και των παρατρεχάμενων, ούτε, ασφαλώς, να συμπεράνουμε ό,τι τυχόν μπορούμε, κρίνοντας και καταναλώνοντας τα προϊόντα των τεχνών και του πολιτισμού, των ιδρυματικών χορηγιών κι εμπνεύσεων.
Με το πυκνό τους βάρος, την εποχή μας σημαδεύουν ως ορόσημα ονόματα θυμάτων. Σήμερα στην Ελλάδα
 
την πατρίδα μας
 
πολιτική είναι αυτό, το ένα και μοναδικό: η βία που υφίσταται ο αδύναμος σε σπίτια και σε δρόμους. 
Αντλώντας, επομένως, από τις φιλολογικές καταβολές μου,
 
αυτά, εξάλλου, μού ’τυχαν
 
από τα πλοία της Ιλιάδας ώς τους ήρωες που προσφέρονται μέσα στον Δούρειο Ίππο να κρυφτούν, απ’ τις σχοινοτενείς θεογονίες του Ησιόδου μέχρι τους Πέρσες που στη Σαλαμίνα πνίγηκαν, από τα Αίτια ώς τις Μεταμορφώσεις, μια καταλογογράφηση, λοιπόν, ως το μοναδικό της σήμερον ποίημα πολιτικό, με όλη του τη φόρτιση, με όλο του τον κίνδυνο να ’ναι στο μέλλον δυσερμήνευτο εντελώς
 
σαν απολίθωμα μιας άγνωστης πανίδας
 
και να ζητά εξηγήσεις κι υπομνήματα, παραπομπές και υποσημειώσεις – και να ζητά όλο καινούριες συμπληρώσεις, να είναι πάντοτε απόσπασμα λειψό, να είναι, αυτή την ώρα, κάπως έτσι:
 
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΖΩΗ ΔΑΛΑΚΛΙΔΟΥ
ΠΕΤΡΙΤ ΖΙΛΦΕ
ΣΟΥΖΑΝ ΙΤΟΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΛΚΗΣ ΚΑΜΠΑΝΟΣ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΚΑΡΚΑΛΗ
ΚΑΡΟΛΑΪΝ ΚΡΑΟΥΤΣ
ΖΑΚ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΘΗ ΛΙΝΑΡΔΟΥ
ΣΑΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΓΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΖΑΡΑΚΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕΛΑΚΗ
ΝΙΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
ΝΙΚΟΣ ΣΑΜΠΑΝΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΟΠΑΛΟΥΔΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑ ΨΑΡΑΚΟΥ

© Poeticanet
Γιάννης Δούκας    

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιανουαρίου 2023