Εκτύπωση του άρθρου

ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ

 

 

"Πώς να καταπιέσεις τη γυναικεία γραφή" : μια ανάγνωση 


Η Joanna Russ στη φεμινιστική μελέτη της How to Suppress Women's Writing, που εκδόθηκε το 1983 και επανεκδόθηκε το 2018  μελετά τους τρόπους με τους οποίους καταπιέζεται η γυναικεία γραφή δίνοντας παραδείγματα από την αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα. Από όσο γνωρίζω, το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ούτε υπήρξε κάποια αναφορά σε αυτό σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Παρακάτω, θα αναφερθώ στους τρόπους της Russ και θα δοκιμάσω κάποιες αναφορές στο ελληνικό συγκείμενο, περισσότερο για να συνεχιστεί ο διάλογος επάνω στην πρόσληψη της γυναικείας γραφής και εδώ. 

Ο πρώτος τρόπος, κατά τη Russ, καταπίεσης της γυναικείας γραφής είναι οι υλικές συνθήκες. Η φτώχεια, η απουσία ελεύθερου χρόνου λόγω παιδιών και δουλειάς στο σπίτι ακόμα και σε περιπτώσεις γυναικών με κάποια οικονομική άνεση, κράτησαν πολλές λογοτέχνιδές έξω από τη γραφή. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικές λογοτέχνιδες, όπως η Γουλφ, δεν έκαναν παιδιά. Στη χώρα μας, όπου ακόμα το να κάνεις παιδιά θεωρείται φυσικό και η υπέρτατη ευλογία και η αποκλειστική ανατροφή τους όπως και ο οικιακός μόχθος συνολικά επαφίεται σε σένα, αναρωτιέμαι πόσες ποιήτριες επέλεξαν να μην το κάνουν, πόσες ενώ το έκαναν έχουν δει τη γραφή τους να στραγγίζει και πόσο χώρο έχουν να γράψουν γι’ αυτό ανοιχτά. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η φεμινιστική και η λεσβιακή γραφή δεν υπάρχει στον λογοτεχνικό κανόνα είναι η αναπολογητική άρνηση εκ μέρους των ποιητριών  να αναλάβουν το ρόλο της αναπαραγωγικης μηχανής του έθνους και του καπιταλισμού, η προτεραιότητα που δίνουν στη σεξουαλική απόλαυση, η αναπολογητική δήλωση της γυναικείας φιλοδοξίας (στις καλύτερες στιγμές της όχι χωρίς την άσκηση κριτικής στον καπιταλισμό και το νεοφιλελευθερισμό), η κριτική των έμφυλων ρόλων. 

Γράφει η Αργυρώ Αξιώτη (Ερχόμαστε από τη Ντροπή στο Ερχόμαστε από τη Ντροπή/Τρύπα στο Πάτωμα, Εκδόσεις των Άλλων, Αθήνα, 2021):

Ερχόμαστε από τη ντροπή 
Εμείς που δε βρήκαμε νόημα σ ‘αυτό που λένε ένστικτο μητρικό 
πασχίσαμε να ακούσουμε τα βιολογικά ρολόγια 
πήραμε ορμόνες κάναμε όλα τα απαραίτητα τεστ
γίναμε εργαστήρια αναπαραγωγής 
πενθήσαμε μια προς μια 
όλες τις αποτυχημένες εμβρυομεταφορές 
είχαμε πάντα κάποιο φταίξιμο 
μέναμε με απορία 
σώματα παραμορφωμένα 
πόδια πρησμένα 
αιμορραγίες ξαφνικές 
φαντασιώσεις τρομακτικές 
νιώσαμε να μεγαλώνει κάτι στα σωθικά μας
μας έλειψε το σεξ 

Φωτεινή
Θεοδώρα 
Κωνστανς
Φρυνη
Ουρανία 
Βερόνικα 
Ρωξάνη

Δεν εκπλήσσομαι καθόλου αν ένα τέτοιο ποίημα θεωρηθεί μη καθολικό. Και αυτό όπως και όλη η συλλογή είναι γραμμένη για τις γυναίκες, μας καλεί να πούμε την ιστορία μας, να έρθουμε μπροστά, να δηλώσουμε παρουσία. Κάτι τέτοιο ενοχλεί για πολλούς λόγους στους οποίους θα επανέλθω στην ανάγνωση της συλλογής που θα κάνω σε επόμενο άρθρο. 

Όσο για την τάξη της ποίησης, την επικρατούσα αισθητική, αυτή ήταν και είναι ξεκάθαρα μεγαλοαστική. Σε ένα ποίημα της (το αντιγράφω από το προφίλ της στο Facebook) που τιτλοφορείται "Η ημέρα ποίησης" η Έλενα Πολυγένη γράφει:

Δεν προλαβαίνω να γιορτάσω την
παγκόσμια ημέρα της ποίησης 
δεν γίνεται να πάρω άδεια απ ‘τη δουλειά 
πρέπει να ξυπνήσω στις 7 όπως κάθε άλλη μέρα 
να πλύνω τα πιάτα, να στρώσω το κρεβάτι μου
να κουβαλήσω τις τσάντες απ' το σούπερ μάρκετ
διαπιστώνοντας πως τα χρήματα ίσα που φτάνουν 
και ύστερα να εξυπηρετώ τους πελάτες που
ιδέα δεν έχουν για τη μέρα της ποίησης 
κι ίσως αν τους το έλεγα να γελούσαν 
μετά να πάρω το λεωφορείο και να βρεθώ 
στρυμωγμένη ανάμεσα στους επιβάτες 
που δεν δείχνουν να τους ενδιαφέρει η μέρα της ποίησης 
το μόνο που θέλουν είναι να φτάσουν σπίτι τους 
και να πετάξουν από πάνω τους την κούραση 
αυτό θα κάνω κι εγώ, για να πω την αλήθεια 
θα φάω στα γρήγορα και θα καθίσω μπρος στην τηλεόραση 
βλέποντας πράγματα άσχετα με την ημέρα της ποίησης
έπειτα θα σηκωθώ και θα καθαρίσω το σπίτι 
θα πετάξω τα σκουπίδια θα πλύνω τα πιάτα
κι όλο θα σκέφτομαι τους
λογαριασμούς που δεν πλήρωσα 
τα ατελείωτα χαρτιά πάνω στο τραπέζι 
που κάτω από άλλες συνθήκες 
θα μπορούσαν να είναι και ποιήματα. 

Την ίδια στιγμή υπάρχει ακόμα η άκρως αποστειρωμένη και εξουσιαστική αγωνία μέρους της κριτικής μην τυχόν και εκπέσει η ποίηση από το βαθύ στοχασμό και λυρισμό της, μην αρχίσει και χρησιμοποιεί "αντιποιητικές" λέξεις όπως "λογαριασμός" ή "σκουπίδια", μην αποσύρει το βλέμμα της από την "ομορφιά" και χάσει την παιδική της αφέλεια μέσα στην πραγματικότητα, εν ολίγοις, μην πάψει να είναι ένας ναός αγνότητας για λίγους εκλεκτούς. 

Η Δανάη Σιωζιου στο " Ποίημα για τα γενέθλια μου" (Ενδεχόμενα Τοπία, Αθήνα, Αντιποδες 2021) επίσης χαλάει την εικόνα της ποιήτριας που δεν έχει ιδέα από τον κόσμο. Η εικονοποιία της είναι γεμάτη φορολογικά έντυπα, λογαριασμούς που εκκρεμούν, και ταυτόχρονα δεν έχει τίποτα από οπισθοχώρηση, ευαλωτότητα που αναζητά σωτήρα, παραίτηση. Το να ζεις μέσα στον κόσμο ως ποιήτρια δε σημαίνει να καταπιείς αμάσητη την κρατική εξουσία, σημαίνει ότι έχεις τα μάτια ανοιχτά και ψάχνεις πέρασμα, σκοτώνεις την ησυχία, την επίπλαστη και έμφυλη χαρά που έχεις αναλάβει να συντηρείς ως γυναίκα, όπως γράφει και η Sara Ahmed, χαλάς το πάρτυ. 

Όταν έχω γενέθλια, θέλω να κοιμάμαι όλη μέρα 
σκεπασμένη με λογαριασμούς, έντυπα Ε1, καρτ ποστάλ
και να κλαίω, αλλά επειδή δεν είμαι κλαψιάρα, 
λέω απλώς ότι θα λιποθυμήσω και πάω για ύπνο. 
Το να έχεις γενέθλια μετά τα τριάντα είναι 
σαν να σου ανοίγουν την αλληλογραφία 
σαν να προσπαθείς να παρκάρεις 
και να 'χεις σταματήσει την κυκλοφορία 
είναι σαν τηλεφώνημα για ληξιπρόθεσμες οφειλές 
είτε έχεις αυτοκίνητο, παιδιά, σύζυγο, σκύλο
είτε όχι, το να έχεις γενέθλια μετά τα τριάντα 
είναι σαν να περιμένεις να ψωνίσεις στις εκπτώσεις 
και να μη βρίσκεις τίποτα στο νούμερο σου
σε γενικές γραμμές δεν είναι δικο σου λάθος 
όταν έχω γενέθλια είμαι ένας τηλεφωνητής 
χωρίς χώρο για νέα μηνύματα, 
κάποιος που κάνει ωτοστόπ στη λάθος μεριά του δρόμου 
όταν έχω γενέθλια δεν θυμάμαι 
τι νόημα έχει όλη αυτή η φασαρία
είμαι αφόρητη
και δεν φοβάμαι καθόλου τις μεταφορές
όταν έχω γενέθλια, ξαφνικά θυμάμαι
πως θέλω να ζήσω για πάντα
και χαλάω το πάρτυ. 

Ένας δεύτερος τρόπος είναι η άρνηση ότι η ίδια η ποιήτρια υπήρξε συγγραφέας του βιβλίου της. 

Η Russ αναφέρει με απολαυστικό τρόπο όλα τα εξωφρενικά που έχουν διατυπωθεί από τον 19ο αιώνα και μετά για τη γυναίκα συγγραφέα και τη γυναικεία "έμπνευση", απο το "δεν το έγραψε εκείνη, το έργο γράφτηκε μόνο του" στο "το έγραψε ο άντρας μέσα της" μέχρι στο "το έγραψε αυτή αλλά είναι εξαίρεση, δεν είναι ακριβώς γυναίκα". Αυτή η ρομαντική ιδέα της μούσας, της γραφής ως αντρικής έμπνευσης, έχει μέσα της ελιτισμό του ταξικού προνομίου, πατριαρχία, ιατρικοποίηση. Η ιατρική του 19ου αιώνα, έχοντας ως υπόβαθρο το νόμο της διατήρησης ενέργειας που ήθελε τα αναπαραγωγικά όργανα να ανταγωνίζονται τα υπόλοιπα όργανα για την παροχή ζωτικής ενέργειας του σώματος, συνέβαλε καθοριστικά στην κατασκευή της (μεγαλοαστής) γυναίκας ως ασθενικής η οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορούσε (για την ακρίβεια, της επιβάλλονταν, στα πλαίσια της φυλάκισης στο σπίτι "για το καλό της") να είναι αναγνώστρια (με μέτρο και οπωσδήποτε ακίνδυνων αναγνωσμάτων) αλλά όχι συγγραφέας αφού οι διανοητικές αναζητήσεις έβαζαν σε κίνδυνο την αναπαραγωγικότητα της και ήταν απόδειξη υστερίας/τρέλας, κάτι που περιέργως, όπως γράφουν οι Ehrenreich και English στο Complaints and Disorders: the Sexual Politics of Sickness (μεταφρασμένο από το Τεφλόν, Παθήσεις και διαταραχές: φύλο, ιατρική και ασθένεια, 2016, ανατ. 2018), δεν ίσχυε για τους άντρες. Έχοντας ως καθήκον να συγκεντρώνουν την ενέργεια τους προς τη μήτρα, οι γυναίκες ήταν αδιανόητο να γράφουν, κάτι τέτοιο σήμαινε ότι υπέσκαπτες το γάμο και τον άντρα από μέσα, πρόδιδες τη φύση και το ρόλο σου, η γραφή ήταν ένα είδος αντισύλληψης που έπαιρνες κρυφά όχι χωρίς τύψεις (εδώ μπορεί να σκεφτεί κανείς την ηρωίδα του Yellow Wall-paper της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν). Η γυναικεία γραφή έπρεπε λοιπόν να φιμωθεί με κάθε τρόπο και όταν δε γινόταν, έπρεπε να χτυπηθεί είτε η γυναικεία φύση είτε η συγγραφική ιδιότητα. Αυτό γινόταν είτε με την επίκληση στην τυχαιότητα, είτε με τη μυθοποίηση και ψυχιατρικοποίηση της συγγραφέως είτε ακόμα με την παρουσίαση του κοινωνικού περίγυρου ως πραγματικού συγγραφέα και της συγγραφέως ως μέσου από το οποίο περνά η γραφή. Έτσι, πολύ συχνά δεν ήταν η ποιήτρια που είχε γράψει το ποίημα, αλλά ο σύζυγος της, οι άντρες στον κύκλο της από τους οποίους επηρεάστηκε, της έβρισκαν και της βρίσκουν μέχρι και σήμερα αντρικές επιρροές αλλά όχι συνομιλίες με γυναίκα. 

Η άρνηση του να παραμείνεις μούσα, διαμεσολαβημένη από τον αντρικό λόγο και το αντρικό βλέμμα, γίνεται φεμινιστικό πρόταγμα. Η γραφή, ειδικά για τις μη προνομιούχες ομάδες, είναι ένας τρόπος, όπως γράφει και η Audre Lorde, να ορίσεις η ίδια των εαυτό σου για να μην σε καταβροχθίσουν οι φαντασιώσεις τους. Η δολοφονία του αγγέλου του σπιτιού, του πατριαρχικού φαντάσματος της συμπαθητικής, υποτακτικής γυναίκας που προλαβαίνει τις γνώμες και τις επιθυμίες των άλλων, όπως το συστήνει η Γουλφ στο Γυναικεία Επαγγέλματα (μεταφρασμένο πια στα ελληνικά από τη Λαμπριανα Οικονόμου, εκδ. Κοβάλτιο) επανέρχεται στην Αξιώτη:

Ερχόμαστε από τη ντροπή 
Εμείς που λαχταράμε να ανήκουμε 
Εμείς που προσφέραμε ηδονή γονατίζοντας
Εμείς που μετρήσαμε τις τρύπες σαν δώρα 
Εμείς που στηθήκαμε στα τέσσερα 
Εμείς που αγωνιστήκαμε για τον οργασμό  
Εμείς που βιαστήκαμε με κάθε τρόπο 
στο σώμα την οθόνη το χαρτί 
Εμείς που υπήρξαμε πάντοτε πιο άχρωμες
από τις φαντασμαγορίες των φαντασιώσεων 
Εμείς με τα κορμιά μας σκηνοθετημένα 
Εμείς αφέντρες πουτάνες υποτακτικές 

Ζιστίν
Μαρία 
Ayanna
Βάντα
Αρετούσα
Νίνα
Ιουδίθ 

Αναλογιζόμενη σήμερα τους τρόπους με τους οποίους ακυρώνεται η συγγραφική ιδιότητα της γυναίκας, δεν μπορώ να μην σκεφτώ τους επιμελητές και τον τρόπο που παρουσιάζουν ως δικό τους πρότζεκτ τις ποιήτριες, συχνά παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως ghost writer ή δείχνοντας το πριν και μετά τη δική τους παρέμβαση βιβλίο που αποδεικνύει πόσο φριχτά επαρχιώτισσα, ανορθόγραφη και αμόρφωτη, γενικώς μια μετριότητα υπήρξε. (Από την άλλη, δε γίνεται να μην παρατηρήσει κανείς και τα βιβλία που κυκλοφορούν χωρίς όνομα επιμελητή με τους συγγραφείς να μην αναγνωρίζουν το έργο εκείνου που συχνά, πράγματι, πάει το αρχικό ποίημα παραπέρα. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν επιμελητή που πατρονάρει από έναν επιμελητή που κάνει τη δουλειά του, ωστόσο, φαίνεται στο ύφος του βιβλίου : όταν αναγνωρίζεις το ύφος του επιμελητή μέσα, μπορείς να αρχίσεις να υποψιάζεσαι πατρονάρισμα.)

Ένας τρίτος τρόπος, κατά τη Russ, είναι η μόλυνση της συγγραφικής υποκειμενικότητας κάτι το οποίο είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο σύνηθες από την άρνηση της συγγραφικής ιδιότητας. Αυτό γίνεται με κριτικές που χτυπούν στο ήθος της ποιήτριας (ή στην εμφάνιση της, η Russ αναφέρει την περίπτωση της Brigid Brophy για την οποία είχε ειπωθεί ότι είναι φτιαγμένη για έρωτα και όχι για να γράφει) ή της γενιάς στην οποία ανηκει ή της συντροφιάς (της γυναικείας σαφώς) που την παρέσυρε στην αισθητική της κατρακυλά. Στην δική μας περίπτωση, βλέπω τη χρήση των προηγούμενων βιβλίων της συγγραφέως τότε που ακόμα δεν ενοχλούσε αρκετά και ήταν καταναλώσιμη να γίνεται ένα όπλο που στρέφεται εναντίον της: η σοβαρή ποιήτρια με τις τόσες δυνατότητες κατέστρεψε το μέλλον της με ιδεολογίες. Εδώ πρέπει να δούμε το ρόλο των βραβείων στην αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης αισθητικής, ανδροκεντρικής και ακαδημαϊκής (και με τη σειρά τους τα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών της νεοελληνικής φιλολογίας που προδιαθέτουν για τα βραβεία στο βαθμό που οι ακαδημαϊκοί είναι και στις κριτικές επιτροπές με τις σχέσεις δύναμης μεταξύ τους να αναπαράγονται από την ακαδημία στις επιτροπές). Επίσης, την συμμόρφωση των βραβευμένων ποιητριών σε αυτά τα ξένα στάνταρ (εκτός αν πιστεύουμε ότι η βραβευμένη κάνει τα βραβεία και όχι τα βραβεία τη βραβευμένη) : αναρωτιέμαι αν είναι μόνο δική μου αίσθηση ότι τα δεύτερα βιβλία των βραβευμένων ποιητριών είναι λιγότερο ελεύθερα από τα πρώτα και αν η καθυστέρηση ή η ιδιαίτερη θέση του δεύτερου βιβλίου στην συνολική παραγωγή της ποιήτριας έχει να κάνει με μια οπισθοχώρηση, μια τάση να επαληθεύσεις αυτούς που σε βράβευσαν η διάρκεια της οποίας ποικίλει με το τρίτο βιβλίο στην καλύτερη περίπτωση να είναι πιο αντιπροσωπευτικό- στη χειρότερη να γίνεται προοικονομία μιας ατέλειωτης, ακίνδυνης μανιέρας που κάποτε θα φέρει ένα Κρατικό. 

Πέρα από την επίδραση που έχει η αγωνία να μείνεις στο αισθητικό ύψος που σου διέγνωσαν πάνω στην ταυτότητα της ποιήτριας, το στίγμα της τρελής/γραφικής/ψευτοεπαναστάτριας/ έξαλλη γενικώς σημαίνει τον αποκλεισμό της από τις λογοτεχνικές παρέες, τα βραβεία, μέχρι και στην επαγγελματική ζωή: δεν είναι λίγες οι ποιήτριες που εκφράζουν το δισταγμό τους να συμμετάσχουν σε κουηρ ή φεμινιστικές ανθολογίες γιατί έχουν "σοβαρές επαγγελματικές ιδιότητες" ενώ η χρήση ψευδωνύμων, πέρα από την ελευθερία που επιτρέπει να παίζεις με τις ταυτότητες, δείχνει και μια διαμερισματοποίηση που δέχεσαι να κάνεις γιατί, ναι, κάπως πρέπει να επιβιώσεις (η Russ αναφέρει την περίπτωση της Olga Broumas που δέχτηκε απειλητικά τηλεφωνήματα από τους εξοργισμένους συμπολίτες της που υποστήριζαν τη νομιμότητα των διακρίσεων στη στέγαση και την εργοδότηση στη βάση της σεξουαλικότητας - τα σόσιαλ μίντια σήμερα, με την παρακολούθηση των "πιπεράτων περιπτώσεων" και την κοινωνική εξόντωση που ακολουθεί συχνά χωρίς να έχει ιδέα ή ποιήτρια παίρνουν τη θέση αυτών των τηλεφωνημάτων). 

Σκέφτομαι εδώ τον αποκλεισμό της Γώγου από τους σύγχρονους της, την χρήση του θυμού της που αποτελεί ξεκάθαρη κοινωνική κριτική ως λόγου άρνησης της λογοτεχνικότητας της (βλ. Δέσποινα Αδαμου, Η Οργή ως κοινωνική κριτική στην ποίηση της Κατερίνας Γώγου (διδακτορική διατριβή), ΕΑΠ 2020,επ.Αθ.Κουγκουλος) . Το άρθρο του Χρήστου Μαυρή στο Ποιειν ("Αλήθεια τι γνώμη έχετε γι αυτή τη Γώγου;" - Η γόνιμη συνομιλία της Κατερίνας Γώγου με Έλληνες και ξένους κορυφαίους ποιητές", 4. 7.2013), όπου διαβάζει τις συνομιλίες της με άλλους ποιητές για να αποδείξει ότι ο θυμός της δεν ήταν κούφιος και η απλότητα των ποιημάτων της ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και όχι προχειρότητας και ευκολίας είναι χαρακτηριστικός της αντιμετώπισης του γυναικείου θυμού, σε αυτήν απαντά, αυτήν την κριτική καταδεικνύει - φυσικά σήμερα, με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, η Γώγου έγινε το μέτρο του δικαιολογημένου θυμού και σε συγκρίνουν μαζί της για να σου αποδείξουν την πλαστότητα/το λιγο σου (αν δεν σε τακτοποιούν με μια σύγκριση με τον Μπουκόφσκι, τον πιο τοπ από τους τοπ θυμωμένους). Ομοίως, αν γράψεις για κατάθλιψη ή αυτοκτονία μιμείσαι την Πλαθ και τη Σεξτον, αλλά, μη χαίρεσαι, ποτέ δεν τις φτιάνεις. Σε μια πιο καλοκάγαθη ίσως (αλλά οπωσδήποτε πατερναλιστική) περίπτωση θα σου αναγνωρίσουν την ποιητικότητα σου και θα σε παραπέμψουν σε ψυχολόγο, ειδικά αν είσαι νεαρή, θα σε συμβουλεύσουν να δεις τα καλά της ζωής - να γράψεις για τον έρωτα ντε και το φεγγάρι- στη χειρότερη θα βγάλουν ότι καπηλεύεσαι ξένα τραύματα ή κεφαλοποιείς τα δικά σου σε μια πορνογραφία του τραύματος. Αυτό μας φέρνει σε αυτό που ονομάζει η Russ παρουσίαση μιας συγγραφέως που δεν μπορείς να διαγράψεις με άλλο τρόπο ως εξαιρετικής περίπτωσης που επαληθεύει τον κανόνα ότι οι γυναίκες γενικά δεν τα καταφέρνουν πολύ καλά : μην βλέπετε την Πλαθ, ήταν κάτι άλλο. 

Επιστρέφοντας στη Russ, εκτός από το χτύπημα στο ήθος σου και την αισθητική του έργου, ένας ακόμη τρόπος μόλυνσης της συγγραφικής ιδιότητας είναι η άρνηση του λόγου ύπαρξης του έργου. Τέτοιες κριτικές τονίζουν την απόκλιση από τις συμβάσεις του είδους για να εξηγήσουν γιατί δεν είναι τέχνη λες και η τέχνη έχει την υποχρέωση να αναπαράγει τον εαυτό της και το καλλιτεχνικό κατεστημένο (να είσαι πρωτοπορία ναι αλλά, ξέρεις, ελεγχόμενη, σκέφτομαι εδώ την κριτική του Λαμπρίδη στη Βακαλό : για τον κριτικό Λαμπρίδη ενδιαφέρον έχει η μεταπτυχιακή εργασία της Παρασκευής Αντωνογιάννη, Όψεις της μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής. Η περίπτωση του Μανόλη Λαμπρίδη, ΑΠΘ, 2008,επ.Μ.Πεχλιβανος) : τη φεμινιστική γραφή θα την πουν μανιφέστο και δοκίμιο, τη γυναικεία (αλλά όχι αρκετά φεμινιστική) γραφή θα την εντάξουν σε κάποιο είδος λογοτεχνίας, αλλά υποτιμημένο. Αν δεν τη διαγράψουν, απενεργοποιούν τον κίνδυνο που συνιστά προσπαθώντας να την αφομοιώσουν: ονομάζουν μη ενοχλητική τη χρήση "κακών" λέξεων σε μια περίπτωση ποιήτριας χωρίς να εξηγούν γιατί σε εκείνη την περίπτωση δεν ενοχλούνται (η ποιήτρια που δεν ενοχλεί ή που έτσι της λένε έχει κάθε δίκιο να θίγεται) ενώ ενοχλούνται σε άλλη, ισως μετά από έναν συγκεκριμένο αριθμό "κακών" λέξεων (καλό είναι να μας πουν ποιος είναι αυτός) και πάνω καίγεσαι.

Εδώ αξίζει να σκεφτούμε λογοτεχνικά ιστολογία που έχουν δεχτεί αναφορές από ενοχλημένους χρήστες και έχουν πέσει γιατί απλά ανάρτησα ποιήματα που ειχαν αναφορές στο γυναικείο κορμί (αυτός ο φόβος/φθόνος του αιδοίου) και τη σεξουαλικότητα την ίδια στιγμή που άλλες σελίδες που επίθενται ανοιχτά, με το πρόσχημα της σάτιρας, φωτογραφίζοντας ποιήτριες (που φυσικά δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί θα αποδειχτεί κατευθείαν πόσο μη πνευματώδεις, χωρίς χιούμορ, ανοργασμικές, κρυφολεσβίες, μίσανδρες φεμιναζί είναι) να λειτουργούν κανονικά. Η ελευθέρια του λόγου και η αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας λειτουργούν πολύ ιδιαίτερα και στην ελληνική πραγματικότητα και με αυτό πηγαίνουμε στον επόμενο τρόπο καταπίεσης της γυναικείας γραφής, κατά τη Russ, στα διπλά στάνταρ. 

Όπως αναφέρει η Russ, ο Γκινσμπεργκ δεν θεωρήθηκε εξομολογητικός με τον ίδιο τρόπο που θεωρήθηκε η Πλαθ. Πέρα από την εμφυλοποίηση των συναισθημάτων ή την αξιολόγηση του ίδιου συναισθήματος με θετικό πρόσημο για τον άντρα και με αρνητικό για τη γυναίκα, η ιεραρχική αξιολόγηση ενός σετ εμπειριών ως αξιου λόγου σε αντιδιαστολή με ένα άλλο που πρακτικά ήταν της μορφής  "δημόσιο vs ιδιωτικό, σπουδαίο/πολιτικό vs ασήμαντο/νοικοκυριό και σερβιέτες, άντρας vs γυναίκα" είναι κάτι που παρατηρεί η Russ και που οπωσδήποτε καταπίεσε τη γυναικεία γραφή. 

Γράφει η Πρόκνη στο ποίημα "Μάθημα Ιστοριογεωγραφιας" (Το ίδιο ποίημα, Αθήνα, Queer Ink 2019):

Λέσβος. 
Σφουγγαρίζω τα πλακάκια
των μεγάλων αντρών του έθνους. 
Δεν θα με βαθμολογήσει κανείς
για τις επιδόσεις μου. 
Δεν είναι αρκετά καταρτισμένοι. 
Βεράντα, κάγκελα και τζαμαρίες. 
Όλα εντάξει. 
Ινσταμπουλ. 
Μπαλκόνια από την απέναντι πόλη. 
Είναι μια πόλη πολύ όμορφη. 
Στις φωτογραφίες πιο όμορφη. 
Εσωτερικό σπιτιών, εξωτερικό πόλης, 
άνθρωποι και μπαταρίες. 
Αλλά είναι εντελώς άδεια στην απουσία σου. 
Κλαίω ξανά. 
Ξανά υπολογίζω την απώλεια. 
Ανυπολόγιστη. 

Ο για αιώνες υποστηρικτικός και αφανής γυναικείος ρόλος έχει ανοίξει έναν άλλο χωροχρόνο για τις γυναίκες που κάνει τους άντρες ανεπαρκείς στην κατανόηση, πόσο μάλλον αποτίμηση της γυναικείας εμπειρίας. Η απώλεια του έρωτα, της συντροφικότητας, της γυναικείας παράδοσης που δίνει γλώσσα έχει μια πολιτική διάσταση που καμιά μεγαλόστομη ηρωική αφήγηση δε χωρά. Και πράγματι, η Russ κάνει λόγο για την στέρηση γυναικείων μοντέλων μέσα στον αντρικό λογοτεχνικό κανόνα και πόσο αυτό καθυστέρησε τη γυναικεία γραφή, η οποία, ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ, πάρα το περιθώριο, ή και χάρη σε αυτό, να υπάρχει. 

Γράφει η Χαρά Τρε (στο εξής Το Καρτ) (συλλ. Ελ Ποι, 2020, για τη συλλογή μπορείτε να απευθυνθείτε στο προφίλ στο Facebook, Colomba Dipasqua) στο ποίημα "Ευχαριστώ" δείχνοντας αυτή την ανάγκη : 

ευχαριστώ όλες τις λεσβίες 
που υπήρξαν πριν από μένα
όσες τόλμησαν
όσες φώναξαν
όσες αγάπησαν
όσες έγραψαν κείμενα και βιβλία
όσες γύρισαν ταινίες
όσες μου μίλησαν
όσες με αγκάλιασαν
με παρηγόρησαν
ευχαριστώ
χάρη σε εσάς μπορούμε και υπάρχουμε  

Κλείνω μεταφράζοντας ελεύθερα ένα μικρό χαρακτηριστικό του ύψους απόσπασμα του βιβλίου που αφορά στους τρόπους αφαίρεσης της γυναικείας ταυτότητας από το έργο ώστε να μοιάζει καθολικό. Μέσα σε παρένθεση είναι η περίπτωση της συγγραφέως της οποίας το έργο δέχτηκε την αντίστοιχη παρέμβαση. Γράφει η Russ δίνοντας τα αντρικά εργαλεία στον άντρα wannabe κριτικό :

-αν η γραφή της έχει μια πολιτική πλευρά, διάγραψε την και δώσε έμφαση στα ερωτικά που γράφτηκαν για τον σύζυγο (Elizabeth Barrett Browning)
-αν γράφει ετερόφυλα ερωτικά ποιήματα, διάγραψε αυτά που θίγουν αντρικές ανεπάρκειες (Aphra Behn)
-αν τα ποιήματα της είναι ομοφυλόφιλα, αγνόησε το, παρουσίασε την ως δυστυχισμένη γεροντοκόρη (Amy Lowell)
-αν δεν μπορείς να την εξηγήσεις με τίποτα, να εφεύρεις αποτυχημένες ετερόφυλες σχέσεις για να ερμηνεύσεις το έργο της (Emily Dickinson)
-αν τα ποιήματα της είναι φεμινιστικά, αφαίρεσε την φεμινιστική πλευρά και ονόμασε τα χωρίς πάθος, ήσσονα, θηλυκά (Anne Finch, Countess of Winchelsea)
-αν ειναι δύσκολη στην διαχείριση, γράφει για γυναίκες πρωταγωνίστριες, τη σεξιστική καταπίεση, αποσιώπησε την πλήρως, είναι σπασμένη (Margaret Cavendish, Dutchess of Newcastle)
-από όλα της τα ποιήματα επίλεξε και παρουσίασε μόνο τα πρώιμα ή τα ακίνδυνα της (H. D.)
-παρουσίασε την ως υστερική η εξομολογητική (Sylvia Plath, Anne Sexton)
-αν επιλέξει να αφήσει έξω το φύλο της, και να γράψει "αντικειμενικά", επαίνεσε της αρχικά, μετά απόρριψε την ως αδιάφορη (Marianne Moore)

© Poeticanet Βάγια Κάκφα



**Η Βάγια Καλφα είναι ποιήτρια. Εκπονεί το διδακτορικό της στο Τμήμα Πολιτισμικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Αρθρογραφεί ως "Το τσόκαρο" στη Θρακα από την οποία θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο η νέα της ποιητική συλλογή. 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Ιουνίου 2022