Εκτύπωση του άρθρου

Κατερίνα Κούσουλα
«Ο ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ  -περιοδεύων κήπος επταήμερος-»

Οι Εκδόσεις των Φίλων 2014 

  Γράφει ο Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος


Το νέο βιβλίο της ποιήτριας Κατερίνας Κούσουλα με τίτλο «Ο ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ-περιοδεύων κήπος επταήμερος-» θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα παραμύθι για ενήλικες, κάτι που θα διαβάζαμε στον εαυτό μας ένα βράδυ. Κεντρικός άξονας των κειμένων, η ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που κινούν να καθαρίσουν έναν αρχαίο κήπο.

Το πώς θα αναλυθούν τα πεζόμορφα κείμενα του βιβλίου –και, εν τέλει, τι μήνυμα θα περάσουν στον αναγνώστη- εξαρτάται από τον συμβολισμό αυτού του κήπου. Η ποιήτρια, μέσω επαναλαμβανόμενων, πολλαπλών μικρο-συμβολισμών (αγκάθια, βάτοι, λουλούδια, μάρμαρα, κεφάλια αγαλμάτων, κιονόκρανα), εμφυσεί ζωή στον κήπο της, μεταμορφώνει  τον κήπο ολόκληρο σε σύμβολο ιστορίας και γνώσης. Μια γνώση αιώνων η οποία θάφτηκε κάτω από αγριόχορτα και κλαδιά, αγκάθια και χώμα, παραμελημένη, περιμένοντας την ποιήτρια και την ομάδα της -τους ανθρώπους δηλαδή εκείνους που αδιάκοπα μοχθούν και ψάχνουν- για να τον αποψιλώσουν και να ξαναφέρουν το κάλλος στην επιφάνεια.

Κάθε κεφάλαιο, μία διαφορετική ημέρα γεμάτη προσπάθεια και μόχθο που προχωρά την ιστορία και ταυτόχρονα ασχολείται και με ένα διαφορετικό φιλοσοφικό προβληματισμό της ποιήτριας. Κάθε μέρα, και ένα διαφορετικό κομμάτι του ανθρώπινου ψυχισμού. Όπως συμβολικά γράφει κι η ποιήτρια: «πρέπει το κάθε αγριόχορτο αλλιώς να το δουλεύεις αν θες να το ξεφορτωθείς». Συνολικά, οι μέρες οδηγούν στην κάθαρση, ο κήπος αποψιλώνεται και μαζί, η ψυχή της ποιήτριας.

Μέρα πρώτη: Η πρώτη μέρα είναι μια ωδή στο χρέος του ανθρώπου απέναντι στην ιστορία και στην γνώση. «Όλα ήσανε σημαντικά εξίσου να τα ξεχωρίσεις» γράφει η ποιήτρια, για τους ογκόλιθους και τα καλλιτεχνήματα που είναι κρυμμένα στον κήπο των αιώνων. «Αν το μονοπάτι καθαρίσει, όλο και κάποιοι περίεργοι θα μπουν να σεργιανήσουν στα ασφαλή» ελπίζει η ποιήτρια, διαγράφοντας ένα αισιόδοξο μέλλον στο οποίο ο μόχθος απέναντι στην γνώση και την ιστορία αποδίδει καρπούς και βοηθά τους επόμενους να περιδιαβούν το κήπο της γνώσης.

Μέρα δεύτερη: Σε αυτό το κεφάλαιο, η ποιήτρια εξυψώνει το ίδιο ταξίδι. Τα μαύρα βατόμουρα, τα μαβιά χείλη, η επαφή με το άγριο: «καμιά φορά, επίτηδες, βγάζω το γάντι, ν’ αγγίξω το αγκάθι με το δέρμα, αν δεν αντέχω να μην έχω επαφή σώμα με σώμα». Η Κούσουλα εδώ, αίφνης, αποτάσσει τον σκοπό της στην ζωή, ο κήπος περνά σε δεύτερη μοίρα. Αντί αυτού, βουτά μέχρι το κεφάλι στην στιγμή, εκθειάζοντας την έναντι κάθε αποτελέσματος.

Μέρα τρίτη: Το αναπάντεχο εύρημα, η αναπάντεχη χαρά που έρχεται καταμεσής του μόχθου στην ζωή, είναι ο κεντρικός άξονας της τρίτης ημέρας. Μια ανέλπιστη «πληρωμή» που δεν ζήτησε η ποιήτρια, αλλά που της δίνει δύναμη να συνεχίσει, να προσπαθήσει και να μην φοβάται τις αντιξοότητες. Το αναπάντεχο κάλλος μέσα στον καθημερινό της μόχθο, ωθεί την ποιήτρια να προχωρήσει μπροστά.

Μέρα τέταρτη: Σε αυτό το κεφάλαιο η ποιήτρια καταπιάνεται με το άγχος απέναντι στις επόμενες γενιές, με την ασφάλεια που θέλει να επιβάλλει ο ενήλικας στο παιδί, αφού εκείνος με τόσο κόπο έχει ήδη ανοίξει έναν δρόμο και, μες στην υπεροψία της αμάθειάς του, νομίζει πως διευκολύνει την επόμενη γενιά αν εκείνη περπατήσει στα βήματά του. Γράφει η ποιήρια: «ν’ αρπάξουμε το παιδί πριν ν’ απαγκιστρωθεί το πόδι του από το μονοπάτι, την πεταλούδα κυνηγώντας, να το σηκώσουμε στα χέρια να το πάμε με ασφάλεια ή στην αρχή είτε στο τέλος του μονοπατιού όπου ο δρόμος φαίνεται». Έναν δρόμο ο οποίος δεν είναι ο δικός του δρόμος, όχι, τον παρατηρεί ως τον δρόμο τον αρχαίο, τον αληθινό. Ως εκ τούτου, της φαίνεται παράλογο να μην ακολουθήσει το παιδί τα δικά του ευρήματα, τα βήματα τ’ ασφαλή.

Ο εγκλωβισμός του παιδιού στο μονοπάτι των γονιών, είτε οικειοθελώς είτε επειδή το ανάγκασαν, βάφει τούτο το κεφάλαιο του βιβλίου της Κατερίνας Κούσουλα με μια πικρία και ταυτόχρονα μια συνειδητοποίηση που αρχίζει και οδηγεί τον αναγνώστη στο requiem του παραμυθιού. Η ποιήτρια ρίχνει τα θεμέλια που θα οδηγήσουν, εν τέλει, στην κάθαρση της ιδίας από τον εαυτό της διαμέσου της αρχαίας πλέον συνταγής: Ύβρις, άτη, νέμεσις και τύσις.

Μέρα Πέμπτη και το μονοπάτι δεν καθαρίζει. Τα αγριόχορτα αντιστέκονται. Παντού στο κεφάλαιο αυτό, κυριαρχεί η ρήση του Carl Jung στις φιλοσοφικές ανησυχίες της ποιήτριας.: «Ο,τι αντιμάχεσαι, επιμένει». Οτιδήποτε, μικρό ή μέγιστο που απλά θα μπορούσε να πάρει την μορφή της ποιήτριας και να γίνει κομμάτι του εαυτού της αντί εχθρός. Γιατί όταν αντιμάχεσαι κάτι, το ενδυναμώνεις με όση δύναμη χρησιμοποιείς εναντίον του. Αφέσου, υπενθυμίζει η ποιήτρια, «και τότε η λόχμη γίνεται πάλι δένδρο με όμορφα σχήματα και με κορμό που θάλλει». Κανένας εχθρός πέραν από τον εαυτό μας.
Μέρα έκτη: Η ύβρις. Η ποιήτρια αρχίζει να οικειοποιείται τον κήπο. Πιστεύει πώς μόνη της αυτή και οι σύγχρονοί της γνωρίζαν την αλήθεια του. Όμως η αρρώστια έρχεται ως άτη, όταν η τύφλωση δεν βαραίνει μόνο τα μάτια της, μα και τον κήπο ολόκληρο τριγύρω. Τύφλωση που παραμορφώνει τον κόσμο της ποιήτριας. «Μαύριζε γάγγραινα η φθορά ιλιγγιώδες τέλος που πλησίαζε» για την ζωή της, για τον κήπο «Μούχλα ανέβαινε στους άχρηστους αρχαίους τοίχους».

Μέρα έβδομη: Οδηγείται πλέον από την άτη η ποιήτρια, νομοτελειακά, στο σοβαρότατο σφάλμα: Να πιστέψει πως τόσος μόχθος μέσα στον κήπο ήταν για το τίποτα. Νέμεσις και Τίσις, ο κήπος που παίρνει φωτιά και καίγεται. Φοβάται η Κούσουλα το μάταιο της ύπαρξης που διαφαίνεται πίσω από τις φλόγες. «Άραγες όλα ψέματα;» αναρωτιέται. Η φωτιά, τιμωρία και συντριβή του μόχθου της, καθώς τίποτα δεν μένει όρθιο στον κήπο. 
Κι εδώ έρχεται η κάθαρση με την μορφή σοφίας: Έχοντας χάσει ο,τι την προσδιόριζε, τον μόχθο και το κάλλος που η ίδια είχε ταυτίσει με τον κήπο, συνειδητοποιεί το αυταπόδεικτο: Πως ο κήπος έχει τόσες όψεις, τόση αξία όσο τα μάτια που τον κοιτούν. Πως εκείνα καθορίζουν την αξία του. Πώς ένας κήπος αρχαίος και αιώνιος, δεν υπάρχει.
Λυτρωμένη, γεμάτη δύναμη, η ποιήτρια ελεύθερη πια από τον εαυτό της (και κάνοντας εδώ χρήση πολλαπλών προστακτικών για να μεταφέρει τον δυναμισμό της σοφίας που απέκτησε) καλεί τον αναγνώστη να ξαναντυθεί, να πάρει αξίνες, τσάπες και σπόρους και να φτιάξει ξανά τον δικό του κήπο, ωσότου γίνει κι αυτή ένα αρχαίο άγαλμα να το ξεθάψουν οι επόμενες γενιές. Γράφει η ποιήτρια:

«Ώστε όταν, μετά από χρόνια, […] κάποιος καινούργιος επισκέπτης μαγευθεί από τ’ αρχαία μας τόξα, κι από την ομορφιά του κήπου θαμβωμένος σκεφθεί: κι εγώ εδώ θα ήθελα να ζήσω! Ωστόσο εμείς, έχοντας από θάνατο περάσει, αλλού θα είμαστε, πάντα φυτεύοντας φυτά για ωραίους μάκαρες».

Ανοίγοντας τον δρόμο για τους στίχους του Σεφέρη:

«πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη. ».



Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Οκτωβρίου 2015