Εκτύπωση του άρθρου

 KΛΕΟΠΑΤΡΑ
                     ΛΥΜΠΕΡΗ
KATOIKOI
              ΤΟΥ
                     ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ

             (σ  η  μ  ε  ι  ώ  σ  ε  ι  ς     γ  ι α    β  ι  β λ ί  α ) 

 

Η βαθιά ενασχόληση ενός ποιητή με τη γλώσσα,  φέρνει φυσικά στο προσκήνιο και το θέμα της διαχείρισης της. Έτσι προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς όλους μας. Είναι το παρόν η απόλυτη ζωή του ποιητή; (ώστε να αντλεί το υλικό του από την εποχή του και μόνο;) Ο ποιητής πρέπει απαραίτητα να γράφει στη γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιεί όταν μιλάει; (ενώ είναι κληρονόμος μιας ολόκληρης γκάμας γλωσσικών εκτάσεων;) Μια «πεποιημένη» γλώσσα (λόγια, ή λαϊκή), η οποία συγκροτήθηκε εις το όνομα της συνέχισης της παράδοσης, υπηρετεί μια ιδεολογία; μια δεξιοτεχνία; διακινδυνεύει απλώς σε μια περιοχή στοιχηματίζοντας να εκμαιεύσει δυνατότερη συγκίνηση; Η επιλογή του ποιητή να γράφει «παλιομοδίτικα» προκύπτει ως κλίση ενός ψυχισμού που έχει την τάση να κρυφτεί πίσω από μια «άλλη»  ταυτότητα; Εάν άλλοι, παλιότεροι, έγραψαν στη γλώσσα της εποχής τους, ποιο είναι το νόημα σήμερα εμείς να γράφουμε σαν εκείνους, αφού σ’ εκείνους τους ίδιους ανήκει το προνόμιο να μας φέρνουν σε επαφή με την εποχή τους; Ένα παλιότερο είδος γλώσσας, ή φόρμας, νομιμοποιείται να υπάρχει στις μέρες μας μόνο ως παρωδία; Πόσο αντέχει σήμερα στην κριτική η φράση του Kandinsky «από μια τέχνη που χρησιμοποιεί παλιούς τρόπους και φόρμες θα γεννηθεί ένα παιδί νεκρό»; Η λογοτεχνία «συνεχίζεται» μόνο μέσα από το «καινούργιο» που διαρκώς προσθέτει ψηφίδες και δρόμους; (αφού έτσι κι αλλιώς, το καινούργιο έχει ενσωματώσει αθόρυβα το παλιό, με τρόπους αθέατους και υπαινικτικούς;) Η ίδια η εξέλιξη της γλώσσας ορίζει με φυσικότητα και την εξέλιξη της λογοτεχνίας; Ερωτήματα που κινούνται σε ποικίλα επίπεδα, λογοτεχνικά και ψυχολογικά. Ερωτήματα που έχουν απαντηθεί, κατά καιρούς, συγκροτώντας θεωρίες, οι οποίες αποτελούν για μερικούς θέσφατα στις λογοτεχνικές τους αποσκευές.

Ξαναδιαβάζοντας τις ερωτήσεις μου, άρχισα να δίνω απαντήσεις, και μάλιστα, αντλώντας από τον χώρο εκείνο με τα «ετοιματζίδικα» – γιατί όπως όλοι μας, έχω κάποιες συγκεκριμένες απόψεις για συγκεκριμένα ζητήματα. Παραδόξως, αμέσως μετά, είδα ότι μπορούσα να απαντήσω με σοβαρά επιχειρήματα υπερασπιζόμενη και τις εντελώς αντίθετες θέσεις! Ίσως γιατί η λογοτεχνία είναι ένα διαρκές ανοιχτό πεδίο, το οποίο αλλάζει μέσα μας μορφή στη διάρκεια των χρόνων, ίσως γιατί οι καλλιτέχνες αλλάζουμε και οι ίδιοι, πράγμα που μας οδηγεί σε νέες συνειδητοποιήσεις, νέες προσεγγίσεις και νέες οπτικές. Έτσι λοιπόν, κατέληξα, πως όλα είναι «σωστά» για έναν ποιητή, αν πυροδοτούν τον ψυχισμό και την δημιουργική του διάθεση, στον επίπονο αγώνα του για τη συγκρότηση μιας προσωπικής φωνής. Και πως, όταν υπάρχει γνήσιο αίσθημα, η ποιητική πράξη λέει την αλήθεια, πέρα από τους ορισμούς και τις θεωρητικές αποφάνσεις των εκάστοτε εποχών. (Μάλλον ανακάλυψα την Αμερική!)


 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
ΤΙΜΑΛΦΗ   
   (Ροές, 2007)

Ένα ανθολόγιο με επιλογές της ίδιας της ποιήτριας από τις 13 συλλογές της στο διάστημα 1970-2005. Μια ποίηση που διαθέτει ως κύριο στοιχείο τον υπαινιγμό και την ευρηματικότητα και στην οποία συμπλέκονται το αυθεντικό αίσθημα με την ευφυή καλλιτεχνική αντίληψη, η παραδοξότητα με την καθημερινή στιγμή, η ευφάνταστη εικονοποιϊα με την αφαίρεση. Ο κόσμος της Παμπούδη έχει την υφή μιας διαρκούς ροής, μιας διαρκούς εναλλαγής αισθημάτων, βιωμάτων, παρατηρήσεων, αυτονομήσεων της γλώσσας, παιγνίων και φαντασιακών τοπίων, που γεννιούνται από το όνειρο του καλλιτέχνη. Η ίδια θα γράψει: Kλήρος σου, είπε, τα ορατά/ και φόρος σου, τα αόρατα/όσα θα ονομάσεις κι όσα/κάποτε/θα επικαλείσαι… (στίχοι που αποτελούν έμμεση αναφορά στη δημιουργική διαδικασία και τη μοίρα του ποιητή).

Η Παμπούδη είναι πολυγραφότατη – έχει εκδώσει ποίηση, πρόζα, μεταφράσεις, βιβλία για παιδιά. Η σχέση της με τη γλώσσα γεννά την αμεσότητα και την ευελιξία της «απλής λέξης», από την οποία, εν τούτοις, δεν λείπει το κάλλος και ο μουσικός παλμός. Οι στίχοι της είναι σύντομοι και πυκνοί, η διάρθρωση κάθε ποιήματος έχει ως βάση την ελευθερία, ο λόγος αναπτύσσεται με ανυψώσεις και πτώσεις, με σοφά τέμπο και κοψίματα, χωρίς καμιά νοητική αγκύλωση. Μέσα από τη θητεία της στη ζωγραφική τέχνη, επιτυγχάνει να μετασχηματίζει το ορατό σε λεκτικές αποχρώσεις και ποικίλους συγκινησιακούς τόνους, καθώς με τη βοήθεια της υπερρεαλιστικής τακτικής αφήνεται στο άγνωστο και σε μια περιπέτεια χωρίς όρια.

Η Παμπούδη αντιπροσωπεύει το είδος εκείνο του καλλιτέχνη που αισθάνεται τη ρευστότητα ως το φυσικό του χώρο. Δεν ενδιαφέρεται να ταξινομήσει το χάος, φροντίζει όμως να αποσπά από αυτό άνθη και ευωδιές, για να μας μυεί έτσι στη μυστική ζωή της. Στην παρούσα ανθολόγηση, βρίσκω εξ’ αρχής μια δροσιά που παραμένει αμείωτη και στα επόμενα χρόνια της ωρίμανσής της, όταν μας δίνει ένα πιο ολοκληρωμένο ποιητικό πρόσωπο και το γνωστό στίγμα που την τοποθετεί δικαίως στην πρώτη γραμμή της γενιάς της. Σημειώνω λίγους στίχους, ενδεικτικούς για την πνευματική και υπαρξιακή υπόσταση της ποιήτριας: Και το πηγάδι είμαι/ κι αυτό που σκύβει μέσα/και τ’ αντλούμενο. (Ο σημαντικός καλλιτέχνης διαθέτει το βίωμα της ένωσης με το Όλον).

«Πολύτιμα αποκτήματα και λάφυρα της μνήμης», τα ΤΙΜΑΛΦΗ, συνομιλούν με την ομορφιά, το άρρητο, τη μοναχικότητα, τη σιωπή, τον θάνατο, τα ονειρικά καταφύγια της ψυχής. Ένα ποιητικό ανθολόγιο που αν και πραγματώνει στιγμές και ζωντανά αισθήματα, αρνείται να γίνει «πραγματικό».


ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ
     (Σαιξπηρικόν, 2019)

Πρόκειται για το 8ο ποιητικό βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου, η οποία τελευταία εξέδωσε και έναν τόμο με τα κριτικά της κείμενα. Το παρόν έργο χαρακτηρίζεται από γλωσσική και νοηματική απλότητα, καθαρή φόρμα, διάλογο με τον ρεαλισμό, χωρίς βεβαίως να λείπει η «μεταφορά» που εισάγει άλλα πεδία.  Η Αδαλόγλου είναι πολύ καλά συνδεδεμένη με τον πραγματικό κόσμο, γι’ αυτό μιλάει με φυσικές εικόνες και περιστατικά, περιβάλλοντας το κάθε τι με μια απαλή συναισθηματική αύρα. Ειδικά στην ομότιτλη ενότητα του βιβλίου, ξετυλίγει το βίωμα της μητρότητας, που, ως συγκινησιακή πηγή από μόνο του, δημιουργεί τόνους και φορτίσεις πολύ ελκυστικές για τον αναγνώστη.

Η ανθρωπιστική ματιά είναι διάχυτη στην εν λόγω ποίηση. Το «πρόσωπο», ο Άλλος ως παρουσία, η σχέση με το Άλλο, η επίδραση του Άλλου -πορτραίτα που υπονοούν πλευρές της προσωπικότητας της Αδαλόγλου- γίνονται ευκαιρίες για κειμενικές καταθέσεις. Εντούτοις, η έμφαση της ποιήτριας στο συγκεκριμένο, εμπλουτισμένη με πολύ πραγματικές σημάνσεις -αντικείμενα, χώρους, υλικά φορτία-, χτίζει το περιβάλλον, όπου η γλώσσα ενσαρκώνεται καταλύοντας κάθε υπερβατικό στοιχείο, για να ενταχθεί ολόσωμη μέσα στην απλή ζωή. Ένα ποίημα που ξεχώρισα: Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά/κρέμα νυκτός/κι ύστερα έμπαινε η ίδια η μαμά./Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με κρέμα νυκτός./Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες/ γκρεμίζομαι/κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια/παφλάζουν, και μετά ηρεμία./Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα/επιπλέει σαν σχεδία/πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενη σήψης. (Κρέμα νυκτός)


ΑΘΗΝΑ  ANΔΡΟΥΛΑΚΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Επιλογή από το έργο της:  Άννα Αφεντουλίδου 
(Γαβριηλίδης, 2019)

Μια κατάθεση ψυχής από τη γιατρό και ποιήτρια Αθηνά Ανδρουλάκη, που έφυγε από τη ζωή λίγο μετά την παρούσα έκδοση. Πρόκειται για ποίηση που θυμίζει τα ελληνικά επιγράμματα, καθώς είναι ολιγόστιχη και ενδιαφέρεται για το ουσιώδες. Λόγος γυμνός, σκέψη που ολοφάνερα αντλεί από φιλοσοφικές καταβολές για να μετουσιωθεί τελικά σε γνήσια λογοτεχνική γλώσσα. Πιο ολοκληρωμένο είναι το υλικό του πέμπτου (και τελευταίου) βιβλίου της, όπου έχει επιτύχει απλότητα, συμπύκνωση και νοηματικό βάθος.  

Την επιλογή των ποιημάτων και τη συνολική επιμέλεια του βιβλίου έκανε η κριτικός Άννα Αφεντουλίδου, στην οποία οφείλεται και το εκτεταμένο σημείωμα της εισαγωγής, ένα κείμενο που γράφτηκε με ιδιαίτερη θερμότητα, λόγω της αδελφικής της σχέσης με την Ανδρουλάκη. Τo παρόν αφιέρωμα ολοκληρώνεται με σημειώσεις-επιστολές και άλλων φίλων της Ανδρουλάκη, (όπως του Αλέξη Ζήρα, του Γιώργου Βέη, του Γιώργη Γιατρομανωλάκη), οι οποίοι μας δίνουν στιγμές από τις συνομιλίες τους μαζί της και σύντομες κριτικές αποτιμήσεις του έργου της. Η Άννα Αφεντουλίδου έφερε εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, που εκτός από το λογοτεχνικό περιεχόμενο, συγκρατεί μέσα του το άρωμα που αναβλύζει από τις ανθρώπινες σχέσεις και την αληθινή φιλία.


ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΑ   (Μελάνι, 2016)

Το παρόν έργο της Έλσας Κορνέτη δεν καταθέτει απλώς μεταφυσικές αιχμές, όπως θα νόμιζε κανείς εκ πρώτης όψεως, αλλά υπαρξιακά βιώματα και φιλοσοφικά βλέμματα, επιχειρώντας, μέσω της ποιητικής τέχνης, να επαναφέρει τις σταθερές συνιστώσες της πνευματικότητας, από τον καιρό που το ανθρώπινο ον βίωνε τον εαυτό του ως μέρος ενός καθολικού σχεδίου. Το καλλιτεχνικό κοσμοείδωλο της Κορνέτη είναι μια   πλατφόρμα, όπου το Νόημα, η Ιδέα, η Πράξη, ο Ανθρωπισμός, η Ομορφιά, η Γλώσσα, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται για να μας θυμίσουν ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο μια μορφή (μια επιφάνεια), αλλά και ένα αιώνιο περιέχον.

H Κορνέτη εργάζεται με την συνεπικουρία ποικίλων θεμάτων, που μας αποκαλύπτουν το βάθος της σκέψης της, την πολιτική αντίληψη, την ψυχαναλυτική ματιά, και, φυσικά, τη σχέση της με το Κάλος – μια σχέση που τροφοδοτείται από ζωηρή φαντασία και τη γνώση της αμερικανικής λογοτεχνίας. Εντούτοις, κύριο μέλημά της είναι η Σύνθεση – αυτό άλλωστε αντιπροσωπεύει η έννοια του «αγγέλου»: Ο άγγελος και ο άνθρωπος συναντιούνται εκεί όπου τέμνεται το φθαρτό και το αιώνιο, το περιορισμένο και η ελευθερία της «πτήσης», η πραγματικότητα και η υπέρβασή της, για να ενωθούν μέσα σε έναν ουρανό, όπου αίρεται κάθε διχασμός. Σε ένα τέτοιο τόπο δεν μπορεί παρά να ζει η αγάπη, στην καθολική της έννοια, και, μέσω της αγάπης, η ίδια η ανθρωπότητα, ο Καθολικός Εαυτός.

Το βιβλίο της Κορνέτη, όσο κι αν επιχειρεί στα χωράφια της ποίησης ανιχνεύοντας φόρμες, γλώσσα και έκφραση, αναλαμβάνει και κάτι ακόμη: να μας φέρει σε επαφή με τον φωτεινό εαυτό μας που ξέρει πώς να αντιστέκεται στη σύγχρονη απάθεια του μεταμοντέρνου και σε ό,τι απειλεί τη συγκινησιακή μας ζωή. Τα «αγγελόπτερα» ανήκουν στην αηδόνα της ανθρώπινης καρδιάς που κελαηδά μέσα μας, υπενθυμίζοντας την «ουράνια καταγωγή μας» (έτσι όπως την περιέγραψε η Πλατωνική σκέψη), χωρίς όμως να διαχωρίζεται από το έλλογο και τον φυσικό κόσμο.

  

ΚΑΡΑΤΖΑΟΓΛΑΝ
Ο ΣΕΒΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΊΦ
Μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης

(To Ροδακιό, 2017)

Ο Δημήτρης Χουλιαράκης, γνωστός ποιητής και μεταφραστής, ασχολείται εδώ με τον "ασίκη" Καρατζάογλαν, έναν μεγάλο δεξιοτέχνη της τουρκικής λαϊκής ποίησης του 17ου αιώνα. Στον Καρατζάογλαν αποδίδονται περί τα 500 ποιήματα, που γράφτηκαν σε γλώσσα αποκαθαρμένη από ξένα στοιχεία της περσικής και της αραβικής, δίνοντας χώρο στις ιδιάζουσες εκφράσεις της τουρκικής ντοπιολαλιάς. Χαρακτηριστικός για την τόλμη του ο Καρατζάογλαν, συνέθεσε ερωτικά ποιήματα που δεν ακολουθούσαν το πνεύμα της εποχής του (όπως είχε καθιερωθεί από τους Δυτικούς τροβαδούρους και τους λόγιους ποιητές, οι οποίοι έβαζαν σε απόσταση την αγαπώμενη γυναίκα). Ο ίδιος ύμνησε τον πόθο και τον σαρκικό έρωτα, χτίζοντας ένα κλίμα αισθησιακό αλλά και τρυφερό. Ο ποιητής ασχολήθηκε και με άλλα θέματα, όπως η Φύση, ο θάνατος, η νοσταλγία, αξιοποιώντας όλα τα μορφικά είδη που χρησιμοποιούσαν οι ασίκηδες. Το έργο του εκτιμάται ιδιαίτερα σήμερα στην Τουρκία, για τον λυρισμό, την πρωτοτυπία, την βιωματική του αξία, καθώς και για την επίδραση που είχε στους επόμενους δημιουργούς.

Ο Δημήτρης Χουλιαράκης επιλέγει τα ερωτικά κείμενα του Καρατζάογλαν για την Ελίφ, τα οποία θα μπορούσε κανείς να δει σαν μια μεγάλη σύνθεση. Η παρούσα μεταφραστική εργασία στηρίζεται στην πρόθεση να αναπλαστεί η ατμόσφαιρα της ειδικής εποχής, και, ως εκ τούτου, χρησιμοποιεί μια ιστορική αντιστοιχία στη γλώσσα – λέξεις της μεσαιωνικής ελληνικής (καημός, κουβέντα, ξόμπλια, πλουμιστή, χούφτα, ξενερίζει, γούρνα, μαντάτο, αυλάκι, κλπ) – αλλά και λέξεις που συναντάμε στο δημοτικό τραγούδι (ξόβεργες, μαυρομάτα, λαβωμένος, αντάμωσα, στράτα, ρεματιά, ραχούλα, αλάργα), όπου κυριαρχεί ένα αρκετά παλιότερο λεκτικό ιδίωμα. Επίσης, αξιοποιούνται μεταφραστικά πολλά από τα γνωστά κατάλοιπα της τουρκικής στη γλώσσα μας (σεβντάς, ντέρτι, ναζιάρα, μπαξές, μεράκι, τράμπα, χαλαλίζω, ντουνιάς, σερμπέτια, χράμι, κονάκι, φυντάνι, κλπ), καθώς ο Χουλιαράκης επιδιώκει να αναδείξει τη βαθύτερη σύνδεση των δυό πολιτισμών.


ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ
(Πόλις, 2018)

Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη (κρατικό βραβείο, 2018), κινείται προς την επιτυχημένη κατεύθυνση του έργου της «Ομοτράπεζοι μιας άλλης γης». Με πυκνό στακάτο λόγο, μικρές προτάσεις και σύντομες αφηγήσεις, όπου η ματαίωση αναβλύζει από ένα σκοτεινό κέντρο, η ποιήτρια κρατά ως βασικό καμβά το οικογενειακό μοντέλο και την ανάπτυξή του σε παράλληλες συναισθηματικές αντιστοιχίες. Η γνωστή εξομολογητική τακτική της αμερικανικής Σχολής τροφοδοτεί κι εδώ πολλά μοτίβα. Ποίηση ανθρωποκεντρική, πολυπρόσωπη, η οποία σπαρταρά και οιμώζει, σχεδιάζοντας το περίγραμμα του τραυματισμένου γυναικείου προσώπου. Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ («ντεσπερέ» σημαίνει απελπισία) μας οδηγεί σε έναν κόσμο γεμάτο παγίδες και αδιέξοδα, όπου πρωταγωνιστούν η τραγικότητά της ύπαρξης, οι προδοσίες και τα πένθη, η απειλή του θανάτου. Εντούτοις όλα αυτά δεν δίνονται με τρόπο που ταράζει τον αναγνώστη, γιατί έχουν ως ισοζύγιο μια αθώα παιδικότητα.

Το πρόσθετο χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης είναι η αναφορά στην ίδια τη λογοτεχνία, με τη συμπερίληψη μύθων, κλασσικών έργων και τη συνομιλία με ξένους λογοτεχνικούς ήρωες και συγγραφείς (τον Κάφκα, την Πλαθ, τον Μέλβιλ, τον Τολστόι, τον Ιούλιο Βερν, τον Λιούις Κάρολ), σε ένα διακειμενικό παιχνίδι που παίζεται με ευφάνταστες αντιστροφές και νέες αφηγηματικές εκδοχές. Η ποιήτρια μεταμφιέζεται σε Αντιγόνη, σε Άλκηστη, σε Γυναίκα του Λωτ, σε Άννα Καρένινα, σε Βαλεντίνα (επιστολογράφο του ποιητή Σιμόνοφ), σε Μίλενα (του Κάφκα) για να βιώσει την απώλεια ως κοινή μοίρα των γυναικών, αλλά και τη διαδρομή που οδηγεί στην αγάπη: Το μίσος είναι κόσμος άκοσμος./ Μισός./ Η αγάπη όμως./ Δεν γερνά ποτέ... Με καθαρά εξπρεσιονιστική γλώσσα, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταφέρνει να συγκροτήσει ένα ιδιόμορφο ποιητικό στίγμα που τη χρήζει συνεχιστή της γραμμής του Σαχτούρη και του Καρυωτάκη, χωρίς να γίνεται μιμητής τους.                                  

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ    
(Κοινωνία των Δεκάτων, 2019)

Στον διαταραγμένο ρυθμό του κόσμου, έτσι όπως αποτυπώνεται στις σύγχρονες δομές (τεχνολογία, διαδίκτυο, αποξενωμένο υποκείμενο, πολιτική ζωή, καταργημένη συλλογική ιδεολογία), αναφέρεται ο Παναγιώτης Βούζης, δημιουργώντας ως αντίστιξη ρυθμικά ποιήματα-σχόλια μιας δυστοπικής πραγματικότητας. Ο ρυθμός αυτής της ποίησης έρχεται σε εμάς με την ίδια δύναμη που έχει η ανθρώπινη κραυγή στον γνωστό πίνακα του Μουνχ, ή με τον ήχο ενός τυμπάνου που τηρεί αυστηρά τον ίδιο τόνο και τα ίδια μουσικά μέτρα από ποίημα σε ποίημα: Πρόκειται για μια μουσική συνθήκη (ως γλωσσική συγκρότηση με τα χαρακτηριστικά της αρχαίας αναπαίστου) που επιδιώκει να μας συγκεντρώσει σε βαθύτερα στρώματα της συνείδησης – στην αναψηλάφηση της ζωής, των αξιών, της σημασίας του ανθρώπινου προορισμού, του επαναπροσδιορισμού της ύπαρξης και της κοινωνίας. Πρόκειται για το ξετύλιγμα του ανθρωπιστικού βλέμματος, που με τρόπο υπαινικτικό και ειδικές γλώσσες (σαρκασμό, υποδόριο χιούμορ, εκλεπτυσμένη κριτική), προτάσσει αιχμηρές πλευρές του Νοήματος, και μάλιστα η πρόθεση του ποιητή για την αφύπνιση του αναγνώστη υπερβαίνει το ίδιο το αισθητικό διακύβευμα.

Η πολιτική ματιά αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του παρόντος έργου. Ο Βούζης (φιλόλογος, μελετητής του Ομήρου και κριτικός λογοτεχνίας), ως ακριβής κάτοχος του ιστορικού πεδίου, δεν απομακρύνεται από τον ρεαλισμό, στην ουσιαστική του έννοια, όσο κι αν μορφικά συμπλέει με το υπερρεαλιστικό στοιχείο, δίνοντας στην ποίησή του μια πιο εύκαμπτη φόρμα και μια παιγνιώδη εικόνα. Την εκλογή του τίτλου του βιβλίου τη διαβάζω μέσα από την πολιτική της προέκταση, σε σχέση με τα αδιέξοδα του ελληνικού βίου και των πολλαπλών μας εκπτώσεων, οικονομικών, συναισθηματικών, αισθητικών και πολιτικής βούλησης.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
ΣΚΑΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΕ ΠΑΠΙΓΙΟΝ  
(Σμίλη, 2019)

Ένα υπερρεαλιστικό σύμπαν, από την Ιφιγένεια Σιαφάκα (συγγραφέα, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων). Το βιβλίο της, χτισμένο με πρωτοτυπία, ευφάνταστη σκηνοθεσία και ζωντανή γλώσσα (που σε μεγάλο μέρος της δίνει την αίσθηση της «αυτόματης γραφής»), παραπέμπει ευθέως στο μπεκετικό κλίμα υποστηρίζοντας την έλλειψη νοήματος και την αφαιρετική φόρμα. Ενώνοντας την ποίηση με τη θεατρική δομή (διαλόγους και μονολόγους σε 5 πράξεις ) η Σιαφάκα δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει, κατά τη δική μου αίσθηση τουλάχιστον, μια ιστορία (τα ξέφτια της οποίας μάλλον αποσιωπούνται παρά δηλώνονται), αλλά το ίδιο το ποιητικό γεγονός, όπως αναδύεται μέσα από το σχετίζεσθαι και τους ψυχικούς τραυματισμούς στην οικογενειακή εστία.

Η δράση εδώ σχηματίζεται κυρίως από τις διακεκομμένες αφηγήσεις των ηρώων. Η Σιαφάκα διαχειρίζεται έντονους αισθηματικούς τόνους δημιουργώντας ατμόσφαιρες με βάρος: η «παιδική ηλικία», η «λίμνη» o «Ορέστης», η «αδελφή»,  η «γυναίκα με τον λευκό αρχαίο χιτώνα» (πιθανή Κλυταιμνήστρα), ο απών «πατέρας» – εικόνες μιας οικογένειας που καθρεφτίζονται σε θολό κάτοπτρο. Οι μνήμες, τα όνειρα, τα αισθήματα, οι τρόμοι, η διαταραγμένη ψυχική ζωή. Στο κέντρο, η μητέρα, αρχετυπική μορφή σε αντίθεση με τον κλασσικό συμβολισμό της, αφού εδώ δεν αντιπροσωπεύει τη φροντίδα και τη δοτικότητα, αλλά το ίδιο το κακό: την εξουσία, τη σκληρότητα, την τιμωρία.

Η ποιήτρια μας καθοδηγεί να δούμε αυτό το βιβλίο ως μια καλά σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση, όπου οι ρυθμοί του λόγου διαμορφώνονται ανάλογα με το εκάστοτε γλωσσικό είδος (άλλοτε με κείμενα που έχουν στοιχεία πρόζας και άλλοτε με κλασσικές ποιητικές μορφές). Η ίδια δίνει πολλές σκηνοθετικές οδηγίες για τη στάση και την έκφραση των ηρώων της, αλλά και για τις λεπτομέρειες των πλάνων κάθε σκηνής.

© Poeticanet  

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Φεβρουαρίου 2020