Εκτύπωση του άρθρου

KΛΕΟΠΑΤΡΑ

                     ΛΥΜΠΕΡΗ

KATOIKOI

              ΤΟΥ

                     ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ

             (σ  η  μ  ε  ι  ώ  σ  ε  ι  ς     γ  ι α    β  ι  β λ ί  α )  


Οι μεταφράσεις ποίησης, ως γνωστόν, δεν αποτελούν μόνο σημείο προσέγγισης πολιτισμών και γλωσσών (κάτι που απολαμβάνουν ιδιαίτερα οι αναγνώστες), αλλά και ένα στοίχημα του μεταφραστή να δημιουργήσει αναλογίες. Ειδικά όταν ο μεταφραστής είναι ποιητής, βρίσκεται μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα πρόκληση: να αποποιηθεί την απολύτως προσωπική του καλλιτεχνική θέαση,  για να ανακαλύψει νέο βλέμμα, νέες γλωσσικές και μορφολογικές δυνατότητες με την ένταξή του σε μια αλλότρια δημιουργική συνθήκη. Το τελικό αποτέλεσμα, αν επιτύχει,  κάνει πιο πλούσιους και τους αναγνώστες και τους μεταφραστές. 

Για το σημερινό αφιέρωμα, έχω επιλέξει κυρίως μεταφράσεις των εκδόσεων Γαβριηλίδη, ως φόρο τιμής προς τον εκλιπόντα φίλο Σάμη Γαβριηλίδη, ο οποίος για εμάς τους παλιότερους (από την εποχή του βιβλιοπωλείου της Μαυρομιχάλη), υπήρξε σημείο αναφοράς για την απλότητα και το ψυχικό του σθένος, αλλά και για τη ζεστασιά με την οποία μας περιέβαλε.

   
   GEORGE TRAKL
   Σκοτεινή αγάπη μιας
   άγριας γενιάς

   Μετφρ. Νίκος Ερηνάκης
   Εκδόσεις Γαβριηλίδη

Τι σημαίνει πνεύμα για τον Τζώρτζ Τράκλ; σημειώνει ο Χάιντεγκερ στο δοκίμιό του «Η γλώσσα στην Ποίηση». Ο Τρακλ δεν αντιλαμβάνεται το  πνεύμα αρχικά ως pneuma, κάτι αιθέριο, αλλά σαν φλόγα που καίει, ερεθίζει, αναστατώνει, προκαλεί παραφροσύνη. Η φλόγα είναι πάντα λαμπερή έκλαμψη. Δεν είναι τυχαίο που ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος μιλάει για την «ακαθόριστη πολυσημία» αυτής της ποίησης και για την «αρμονία» που αναδύεται από τον κυρίαρχο τόνο της. Ο μυστικισμός του Τράκλ, διάχυτος σε ολόκληρο το έργο του, οδηγεί σε σύμβολα και άφατες γλώσσες που δεν αποκαλύπτουν το αίνιγμα τους: Πυρποληθείτε άστρα στα τοξωτά μου φρύδια… Ο Τράκλ αναζητά το φως των παιδικών του χρόνων, εκείνη την καθαρότητα, που ως γνώρισμα της λέξης, προσομοιάζει με κρύσταλλο ή με την υφή του χιονιού.  

Εντούτοις, αυτό που κυριαρχεί στην ποίησή του είναι το «βαθύ μαύρο». Νυχτερινές εικόνες, σκιές, σιωπές, μυστηριακοί θρήνοι, παραίτηση – επίκειται διαρκώς εδώ μια κατάρρευση. Ο εύθραυστος ψυχισμός του ποιητή δημιουργεί γλώσσα με δάνεια από τη μελαγχολική αύρα της εποχή του, αλλά και τον τρόμο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ο ίδιος στρατεύτηκε στο μέτωπο της Γαλικίας το 1914), όταν ο ζόφος και ο θάνατος ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Το στήθος σπαράζει από πόνο, θα γράψει. Πράγματι ο πόνος δεν τον εγκαταλείπει, ούτε και τότε που ονειροβατεί παραδομένος στην ομορφιά. Είναι ένας  πόνος που εκτείνεται πέρα από το προσωπικό του τραύμα, για να αγκαλιάσει ολόκληρο τον Ευρωπαίο άνθρωπο:  Εσείς στρατιώτες!/ Από το λόφο, που ο ήλιος πέφτει βασιλεύοντας/Γελώντας ξεχύνεται το αίμα –/Κάτω από βελανιδιές/ χωρίς φωνή! Ω γεμάτη πάταγο μελαγχολία/Του στρατού· ένα λαμπερό κράνος/έπεσε με θόρυβο από πορφυρό μέτωπο (Η μελαγχολία)…  

Η ποίηση του Τρακλ είναι μείγμα στιβαρότητας και μετεωρισμού, αναταραχής και γαλήνιας διαύγειας, ένα διπλό βλέμμα, προς τους ουρανούς και προς την κόλαση. Πρόκειται για το έργο κάποιου που βασανίζεται από την οδύνη του απαγορευμένου έρωτα. Η αιμορραγία αυτή και η καταβύθιση σε τοπία θανάτου, μαζί με το θρησκευτικό του βίωμα (που σαν λεπτή αύρα τον αποσπά προς μικρά διαλείμματα ειρήνης) δημιουργούν μέσα του ένα σύμπλεγμα φωτός και σκότους, το μεγαλειώδες προσάναμμα για το βεγγαλικό της Ποίησης: Aδελφή, τα γαλάζια σου φρύδια/Γνέφουν απαλά στη νύχτα./ Το εκκλησιαστικό όργανο αναστενάζει κι η κόλαση γελάει/Κι ανατριχίλα φρίκης κυριεύει την καρδιά.

Ως γνωστόν, το κίνημα του Εξπρεσιονισμού, που σηματοδότησε την απαρχή της μοντέρνας τέχνης στις γερμανόφωνες χώρες, έθεσε το αίτημα της άμεσης έκφρασης του ανθρώπινου ψυχισμού (Expression-ismus). Τρόμοι, πάθη, πόθοι, αναταραχές της εσωτερικής ζωής, αντικαθιστούν τώρα την πρακτική του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, αλλά και τις φευγαλέες εντυπώσεις που βλέπαμε αποτυπωμένες στις ιμπρεσιονιστικές συνθέσεις. Ο Τρακλ είναι για την ποίηση μια αντιστοιχία των εξπρεσιονιστών ζωγράφων. Εκστατική αποτύπωση χρωμάτων, πλούσια γκάμα συναισθηματικών εκρήξεων, παραμόρφωση, αντιθέσεις, αφαίρεση, και το κυρίαρχο στοιχείο της φρίκης, ακόμη και της ασχήμιας, αυτά είναι όσα συναντάμε στην παρούσα γραφή, που προτείνει τη νέα λογοτεχνική γλώσσα της εποχής. Απέναντι στο αστικό σύστημα και τις κατεστημένες κοινωνικές δομές, τα ποιήματα του Τρακλ (όπως άλλωστε και του Γκέοργκ Χάιμ, ή του Γκότφριντ Μπεν) αποτελούν μια ρήξη, προβάλλοντας την παρακμή, τη σήψη, την απελπισία και τον θάνατο. Από όλα αυτά όμως, θα γεννηθεί μια τάση αλλαγής, το όραμα του Νέου Κόσμου και του Νέου ανθρώπου.

Ονόμασαν τον Τρακλ «καταραμένο», επειδή η χρήση ουσιών από τη νεαρή του ηλικία και (πιθανόν) το βάρος της ενοχής για το αιμομικτικό του πάθος, τον οδήγησαν τελικά στην αυτοκτονία. Εντούτοις, παραμένει ένα φλεγόμενο μετέωρο που διέσχισε τον ουρανό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αφήνοντας ισχυρά ίχνη πίσω του. Ίσως μια πιο ευκρινή ιδέα γι’ αυτή την ποίηση μας δίνει ο φίλος του Τρακλ, Καρλ Ρεκ, ο οποίος διέσωσε τα λόγια του ποιητή: Καλύτερα να αντιστέκεσαι στην αληθινή ομορφιά, γιατί μπροστά της δεν μπορείς να κάνεις τίποτε παρά να την κοιτάζεις χαμένος. 

Ο  Νίκος Ερηνάκης μεταφράζει εδώ μικρό δείγμα από το έργο του Τρακλ, επιτυγχάνοντας να μας μεταφέρει τον ζωντανό παλμό μιας ψυχής, που βαθμιαία  κατασπαράχθηκε από την ίδια της την ευαισθησία. Ως επίλογος του παρόντος βιβλίου, αθροίζονται δυο σύντομα κείμενα του Χάιντεγκερ, τα οποία ο φιλόσοφος εμπνεύστηκε από την ανάγνωση του Τρακλ. Στα δοκίμιά του αυτά, δεν αναλύει τη λογοτεχνική ιδιοφυία του ποιητή, οδηγείται όμως, μέσω της λογοτεχνίας, σε ιδιαίτερες συλλήψεις για τη λειτουργία της γλώσσας, τον «τόπο» της γραφής, την αμφισημία του ποιητικού λόγου. Γράφει ο Χάιντεγκερ: Ο διάλογος της νόησης με την ποίηση επιδιώκει να προσκαλέσει την ουσίωση της γλώσσας, για να μάθουν οι άνθρωποι να κατοικούν ξανά μέσα στη γλώσσα. Όμως, η πραγματική συνομιλία με την ποίηση του ποιητή είναι μόνο η ποιητική: η συνομιλία ανάμεσα στους ποιητές. (Αυτό ας το κρατήσουμε).

 

Georg Trakl „Schweigen“ (Σιωπή)

 

     KOMΠΑΓΙΑΣΙ ΙΣΣΑ
   ΜΥΓΕΣ ΚΑΙ ΒΟΥΔΕΣ

   (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2002)
   Μετφρ. Γιώργος Μπλάνας

Αναφερόμενος στη ιαπωνική γλώσσα ο Ρολάν Μπαρτ έγραψε ότι μετατρέπει το υποκείμενο σε ένα μεγάλο περίβλημα κενό ομιλίας, σε αντίθεση με τις γλώσσες του Δυτικού ανθρώπου, οι οποίες βιώνονται από εμάς ως ένας συμπαγής πυρήνας που κατευθύνει τις φράσεις μας. Σκέφτομαι ότι στον δικό μας πολιτισμό, το ομιλείν (και το γράφειν) αποτελεί συνήθως ένα μέτρο δεξιότητας, ανάδειξης (ή επίδειξης) του υποκειμένου, παρά μια διάθεση απελευθέρωσης από το εγώ, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή  συνάντηση με το Άλλο. Κι αυτό, γιατί ο ποιητής σπάνια καταφέρνει να ελευθερωθεί προς μια συλλογική θεώρηση της καθολικής ροής, η οποία περιλαμβάνει εντός της την ευρύτερη ύπαρξη – τον άνθρωπο, τη φύση, τα όντα, τη συλλογική διάσταση και κίνηση του κόσμου.

Το ολιγόλογο ιαπωνικό χαϊκού, ως λογοτεχνικό είδος, αν και έχει συγγένεια με το αρχαιοελληνικό επίγραμμα και το απόφθεγμα, δεν επιδέχεται τις γνωστές αναγνώσεις του δυτικού ορθολογιστικού βλέμματος, γιατί προέρχεται από την εκστατική βίωση της πραγματικότητας, μια κατάσταση όμοια με την έκλαμψη του σατόρι. Το ακαριαίο της εκφοράς του δεν θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί, χωρίς εκείνη τη γλωσσική πύκνωση, που δίνει τον χώρο να γεννηθεί μέσα στον αναγνώστη μια πιο ισχυρή εντύπωση. Το χαϊκού μας προσκαλεί να παραλάβουμε έναν μυστηριακό ήχο και όχι το ίδιο το περιγραφόμενο, μας προσκαλεί σε μια «συμμετοχή» απελευθερωτική, η οποία θα συμβεί χωρίς τη διαμεσολάβηση των γνωστών μας προϋποθέσεων πρόσληψης του κόσμου. 

Ο Ιάπωνας ποιητής Ίσσα (Κομπαγιάσι Γιατάρο), ιερέας, δάσκαλος του χαϊκού και από τους σημαντικότερους συγγραφείς του είδους, έζησε στην εποχή της διάλυσης της φεουδαρχίας (19ος αιώνας). Σε αντίθεση με τον επίσης γνωστό ποιητή Μπασό που προερχόταν από οικογένεια σαμουράι (17ος αιώνας), ο Ίσσα γεννήθηκε σε φτωχή αγροτική περιοχή, γι’ αυτό και έγραψε σε λαϊκή γλώσσα, διατηρώντας ατόφια την καταγωγή του. Έτσι ο λόγος του είναι «σκληροτράχηλος», καθημερινός  και ανεπιτήδευτος, ακόμη και προκλητικά αθυρόστομος, καθώς δεν επιλέγει την καλλιέπεια της «καλλιεργημένες ομιλίας», αλλά την έκφραση που αναβλύζει από την αυθεντική ψυχή του απλού ανθρώπου της υπαίθρου.

Στην ποίησή του βρίσκουμε στοιχεία ωμού ρεαλισμού, συνδυασμένα με εκλεπτυσμένες ποιητικές συλλήψεις, πράγμα που δημιουργεί ένα ιδιότυπο κράμα: Το ρύζι γράφεται με χιόνι λιωμένο στην αυλή… Πρωτοβρόχια: o κόσμος με ποιήματα στεγνώνει… Μaζεύτηκαν κοπάδια οι μύγες: τι να βοσκήσουν σ’ αυτά τα χέρσα χέρια;... Μέσα στη χιονοθύελλα της νύχτας λάμπει σαν άστρο το καθίκι μου… Πάψτε τα μιξοκλάματα. Τα έντομα, τ’ αστέρια κι οι εραστές, οφείλουν κάποτε να σβήνουν… Αυτή θα είναι η κατοικία μου λοιπόν; Δυο μέτρα χιόνι;…. Φεύγω μύγες μου. Άντε γαμηθείτε ελεύθερα… Προσθέτω και ένα τελευταίο χαϊκού, αντιπροσωπευτικό δείγμα της  ενοποιητικής δράσης των αντιθέσεων: Tαξιδεύουμε προς την κόλαση απολαμβάνοντας τη θέα ανθισμένων λουλουδιών

Το παρόν βιβλίο, ένα σύντομο και κομψό απάνθισμα της ποιητικής του Ίσσα, αποτελείται από 40 χαϊκού, που συμπυκνώνουν μια συνολική αντίληψη για τη ζωή, τον θάνατο, την ανθρώπινη μοίρα, τη φύση ως αποκωδικοποιητή της «ροής». 

Ο  ποιητής Γιώργος Μπλάνας, γνωστός για την έντονη μεταφραστική του δραστηριότητα (αλλά και για την μεταγραφή αρχαιοελληνικών έργων, όπως ο βραβευμένος του «Φιλοκτήτης») επιτυγχάνει να μας συγκινήσει μεταφέροντας επαρκώς το άρωμα της ιαπωνικής παράδοσης και της σοφίας της.


   AURORA LUQUE 
   Σύντροφοι του Ίκαρου

   (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015)
   Μετφρ.  Άννα Ποθητού


Η ισπανίδα ποιήτρια Αουρόρα Λούκε (1962), καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, μεταφράστρια και εκδότης, είναι γνωστή δημιουργός στη χώρα της, τιμημένη με αρκετά βραβεία. Στο πρώτο της ποιητικό βιβλίο έδωσε ελληνικό τίτλο, κερδίζοντας το Βραβείο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα του Πανεπιστημίου της Γρανάδας. Το έργο της έχει ως βάση μια διαρκή συνομιλία με τον αρχαίο κλασικό κόσμο και τη μυθολογία του – η Διδώ, η Σίβυλλα, ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, ο μίτος της Αριάδνης, οι αττικές νύχτες, είναι σημάνσεις που μας παραχωρεί η Λούκε, μέσω της στενής σύνδεσής της με την  ελληνική παράδοση. (Από τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου άλλωστε εμπνεύστηκε τον τίτλο του παρόντος βιβλίου).

 Αν κάτι είμαστε, αν είμαστε, δεν είμαστε παρά ο ξεκοκαλισμένος χρόνος, γράφει. Ο καταστροφέας χρόνος, ο θάνατος, η μνήμη, οι διαψεύσεις των πόθων, των αισθημάτων, των ερώτων, η απώλεια, είναι τα θέματα που την τροφοδοτούν, διαποτίζοντας την ποίηση της με μια λεπτή μελαγχολική αύρα. Για εκείνη ο κόσμος είναι θρυμματισμένος όπως και ο ίδιος της ο εαυτός. Είμαι μονάχα οι ρωγμές μου, σημειώνει, αποκαλύπτοντας προς χάριν μας ένα έρημο υπαρξιακό τοπίο, όπου το φως δεν εισχωρεί παρά μονάχα ελάχιστες στιγμές για να αποθεώσει την ουσία του ανθρώπου. Ο μυθολογικός Ίκαρος αποτελεί εδώ το σύμβολο της ματαιωμένης πτήσης, τα ανθρώπινα κέρινα φτερά που λιώνουν μέσα στην υπερβολή του ονείρου και το ανέφικτο της ευτυχίας.

Από το ποίημά της «Η αποδόμηση ή ο έρωτας», ένα μικρό δείγμα της πυκνής υπαρξιακής γλώσσας της.
              
     Έρωτας είναι να γκρεμίζεις, είναι να χτίζεις
     το κενό του μη-έρωτα
     να επιπλώνεις με θαύματα τη δύσκολη πυρά
     ρίχνοντας γλώσσες στη φωτιά, σάρκα από μάτια
                                                     σφαλιστά
     δέρμα που γλυκοανατριχιάζει, σβέρκο αλμυρό,
                                       ώμους τρεμάμενους
     ν’ αποτεφρώνεις σιωπές και να επιβεβαιώνεις την
                                                        απόλυτα
     εύφλεκτη ποιότητα των λόγων.
     Υπάρχουν σωματικά στάδια στο σώμα με σώμα
     που δεν τους δόθηκε όνομα εξ’ αρχής.   

Η μετάφραση της Άννας Ποθητού, αναπαράγει με μαεστρία τη μουσικότητα, την στιχουργική ευελιξία, τη γλωσσική ευστοχία αυτής της ποίησης. Το βιβλίο προλογίζει ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος. 
     
   
   ALDA MERINI
   Θεϊκή Μανία

   Μετφρ. Έλσα Κορνέτη
   Εκδόσεις Ρώμη, 2010

Είμαι η ματαιοδοξία που συντρίβεται, γράφει η Ιταλίδα ποιήτρια Άλντα Μερίνι (1931-2009), δίνοντάς μας το στίγμα μιας καλλιτεχνικής διαδρομής που έχει επιλέξει να μην παραμένει στην επιφάνεια. Η Μερίνι υπήρξε  ειδική περίπτωση στην ιστορία της Ιταλικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας: Έζησε βίο επώδυνο, διαταραγμένο, με συχνές νοσηλίες σε ψυχιατρικές κλινικές, ως ασθενής με διπολική διαταραχή. Η ποίησή της, ένας κλυδωνισμός λέξεων που διασχίζει σκότη και απελπισμούς, εστιάζεται στο παράδοξο της θεϊκής αλλά και της φθαρτή φύσης του ανθρώπου, στον θάνατο των προσδοκιών αλλά και στον συγκλονισμό που γεννά η ομορφιά της στιγμής. Πρόκειται για μια γλώσσα, που, αν και κοιτάζει προς την τραγική πλευρά, υπερχειλίζει από ερωτισμό, τρυφερότητα, σοφία και από μια συγκινητική απλότητα, χάρις στην οποία άλλωστε κέρδισε την απήχηση στο μεγάλο κοινό. Η ίδια θα γράψει για τους ποιητές:

   Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα
   όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός
   όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους
   και τελειώνει το λιντσάρισμα των ωρών.
   Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά
   όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια
   που με το πιο γλυκό τραγούδι
   φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό

Στο έργο της Μερίνι (50 βιβλία με ποίηση, πρόζα και αφορισμούς) είναι φυσικό να παρατηρούνται ποιοτικές αυξομειώσεις, λόγω του μεγάλου όγκου του  υλικού. Όμως στις κορυφώσεις της, τα ποιήματά της μας κερδίζουν με τη σπαραχτική τους βαθύτητα κι εκείνο το είδος της γνώσης που ακολουθεί συνήθως τον πόνο. Μέσα από αυτές ακριβώς τις κορυφώσεις, η Ιταλίδα δημιουργός επιβεβαιώνει τη φήμη της και τη θέση που κέρδισε στην ιταλική ποίηση.
    Η ποιήτρια Έλσα Κορνέτη, γνωστή για τις ιταλικές και γερμανικές μεταφράσεις της, μας δίνει εδώ έναν εκτενή πρόλογο με διαφωτιστικές πληροφορίες και τις προσωπικές της αποτιμήσεις για τη ζωή και το έργο της Άλντα Μερίνι.

 

ALDA MERINI - " L'AMORE "  (Ο έρωτας)

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Μαΐου 2020