Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει η Ευσταθία Δήμου

© Poeticanet 

 

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Το δεν είμαι ακόμα, Ίκαρος, Αθήνα 2022

 

 

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, Το δεν είμαι ακόμα, ο αναγνώστης έχει τη σπάνια αίσθηση πως ό, τι προηγήθηκε έμοιαζε, στην κυριολεξία, με μια «καταιγίδα» από ερεθίσματα και αφορμές για σκέψη και για στοχασμό όχι τόσο πάνω σε αυτό που λέει η ποιήτρια, όσο στον τρόπο με τον οποίο το λέει. Πρόκειται για μία από τις πιο ιδιαίτερες, τις πιο ιδιότυπες ποιητικές συλλογές του τελευταίου καιρού που οφείλει την ιδιοτυπία της σε αυτόν ακριβώς τον λόγο. Στην επιλογή δηλαδή της ποιήτριας να κλείσει την ποιητική της αλήθεια σε ένα σχήμα, σε μια έκφραση από τις πιο ευφάνταστες και ανατρεπτικές, από τα πιο ανοίκειες και «ξένες» που, ως τέτοια, επιδρά και επηρεάζει τόσο καίρια και καταλυτικά το νόημα ώστε αυτό να εμφανίζεται απόλυτα καινούργιο, πρωτόφαντο και ακτινοβόλο.

Κάθε ποίημα της Λυμπέρη είναι και ένας κόσμος. Ένα κόσμημα καλύτερα, με τη δική του αισθητική αξία, τη δική του ενέργεια και φόρτιση, τη δική του λειτουργία και θέση μέσα στο σύνολο των ποιημάτων, μέσα στο σύνολο των ερμηνειών του ανθρώπου και του κόσμου. Με κοινό παρανομαστή, από τη μία, την ύπαρξη και, από την άλλη, την τέχνη της γραφής -πιο σωστό θα ήταν ίσως να μιλήσω για «περιπέτεια» της γραφής- τα ποιήματα της δημιουργού τραβούν το καθένα τη δική του πορεία για να εγκατασταθούν σε έναν χώρο που θα καλύπτεται από την παρουσία τους και μόνο. Σε έναν χώρο περίκλειστο όπου μόνο η σύνθεση θα υπάρχει για να καλεί τον αναγνώστη σε μια μοναδική ανάγνωση, σε μια επαφή από τις πιο γόνιμες και πλήρεις. Με αυτές τις σκέψεις κατά νου και με την βαθιά αίσθηση πως μια συνολική προσέγγιση της συλλογής θα έδινε βέβαια μια εικόνα της, ταυτόχρονα, όμως, θα απέτρεπε από τον φωτισμό των ποιημάτων κατά τρόπο ξεχωριστό και εξατομικευμένο, αποφάσισα να στρέψω το βλέμμα μου σε ένα μονάχα από αυτά και να σταθώ εμπρός του για να μπορέσω να το «ακούσω» μόνο του και αποκλειστικά.

Δεν πρόκειται για το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο, αφού υπήρξαν και άλλα, όπως αυτό, που κέντρισαν εξίσου το ενδιαφέρον και την προσοχή μου, που μου προσέφεραν αισθητική απόλαυση και, το κυριότερο, που μου έδειξαν μιαν άλλη όψη της ποίησης. Πρόκειται όμως σίγουρα για ένα από τα ποιήματα που, κατά την άποψή μου, κλείνει μέσα του ορισμένους από τους πλέον διαχρονικούς, γι’ αυτό και τόσο ισχυρούς προβληματισμούς για την ποίηση γενικά. Το παραθέτω για να μπορέσω έπειτα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις.

Ένα σεξουαλικό ποίημα

Ένα σεξουαλικό ποίημα οφείλει να έχει σασπένς. Ο εραστής
να ξέρει κόλπα, να φέρνει τα πάνω κάτω, να μοιάζει σαν
ελάφι
που το κυνηγάνε σκυλιά. Η επιδεξιότητα του ματιού, οι
οπλές που χτυπάνε στις πλάκες, οι σοφοί ελιγμοί του
ελαφιού, που εντούτοις αφήνεται να τρυπηθεί
από το
ξίφος της έκπληξης (σαν μια χειρονομία καλής θέλησης
προς την αγαπώμενη φαντασιομέτρη) – όλα να εικονίζουν
τη σκηνή του ξεγελάσματος.

Και φυσικά πρέπει να υπάρχει καλαισθησία, τα βογγητά
να είναι κουρδισμένα χαμηλά, κανείς να μην
                                                παρεκτρέπεται
με άκομψες φράσεις, καθότι αυτά τα έγραψαν οι
Αμερικανοί ποιητές και έχουν πλέον ξεφουσκώσει.

Η σεξουαλική ζωή της γραφής είναι θέμα προς επίλυση.
Η φόρμα έτσι κι αλλιώς επιδέχεται πολλές παρεμβάσεις
από τον κύριό της – την ιππέα με το μαστίγιο
που ενδιαφέρεται για την αληθινή ζωή του ποιήματος.
(Γράφεις ένα ερωτικό ποίημα για να απιστήσεις άνευ
                                                            Τιμήματος,
μου λέει η ιππέας.) Η σάρκα πάντως μοιάζει να
                                                            εξημερώνεται
από το ποίημα, σιγά σιγά – όπως άλλωστε και το ελάφι.

Ήδη από τον τίτλο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι θα παρακολουθήσει κάτι διαφορετικό, κάτι που ενδεχομένως έχει σχέση με τη σεξουαλική πράξη η οποία, ανέκαθεν, ασκούσε ισχυρή έλξη ως πεδίο γνώσεως που όσο κι αν κατακτηθεί παραμένει πάντα ανεξερεύνητο και υποφωτισμένο. Το σεξουαλικό ποίημα της Λυμπέρη όμως δεν είναι ένα ποίημα για το σεξ αλλά ένα ποίημα από σεξ, ένα ποίημα φτιαγμένο δηλαδή από την πρώτη ύλη του ερωτικού σμιξίματος που δεν είναι άλλη από την ορμή την μπολιασμένη και τη «νοθευμένη» από τρυφερότητα. Η Λυμπέρη εδώ συνθέτει μια προσομοίωση της σεξουαλικής συνεύρεσης δίνοντάς της τη μορφή και τον χαρακτήρα μιας καλλιτεχνικής πράξης που υπόκειται σε μια σειρά από παραμέτρους και αρχές. Αγωνία, ρυθμός, ταχύτητα, έκπληξη, ορμητικότητα και όλα αυτά κατακτημένα με μέτρο, συνιστούν κάποιες από τις αρχές που συντελούν στην ηδονή. Την ηδονή που δεν αναφέρεται πουθενά, αποτελεί όμως το υπόστρωμα του ποιήματος και προκύπτει κυρίως από τις απρόσμενες συναντήσεις λέξεων και μορφών, από τις διασταυρώσεις ανάμεσα στην πράξη του έρωτα και στην πράξη της γραφής, έτσι που να δημιουργείται ένα νέο μεικτό πεδίο και σκηνικό στο οποίο η κορύφωση συμπίπτει με τον κατευνασμό, με τη λύτρωση, με τον εξευγενισμό.

Οι στίχοι του συγκεκριμένου ποιήματος μπορούν να διαβαστούν με πολλούς τρόπους. Το ίδιο και τα πρόσωπα που περνούν σαν μέσα σε σκηνή θεάτρου. Ο εραστής, το ελάφι, η ιππέας γίνονται σύμβολα ερωτικά, κατακτητικά, πολιορκητικά. Γίνονται φορείς της ερωτικής ενέργειας που μετατρέπεται σε γραπτό λόγο ο οποίος λειτουργεί σαν ένα σχήμα οξύμωρο έτσι όπως έρχεται για να αναδείξει, από τη μία, την άλογη, παράλογη κίνηση της συνείδησης κατά τη διαδικασία της σύνθεσης και, από την άλλη, την ιδιότητά της να οδηγείται σε μια φάση που όλη αυτή η ενέργεια θα έχει μετατραπεί σε μιας αισθητικής τάξεως δημιουργία. Πρόκειται για μία απολύτως ανατρεπτική ματιά πάνω στην ποιητική δημιουργία που αποτυπώνεται και στον τρόπο που είναι συνθεμένο το ποίημα με όλες αυτές τις γρήγορες εναλλαγές, με τον γοργό ρυθμό, με την ποικιλία των εικόνων, με τις αλληλοδιεισδύσεις και τις μεταλλαγές των όντων, με την δυναμική εν τέλει του ίδιου του ποιήματος που προκύπτει από μια συνθετική πράξη η οποία προσιδιάζει καθαρά σε μια πάλη ερωτική, σε έναν πόλεμο δημιουργικό.

Η ποίηση της Λυμπέρη, όπως αντιπροσωπεύεται από αυτό το ποίημα, είναι ταυτόχρονα και ποιητική. Ο τρόπος σύνθεσης είναι και τρόπος σκέψης και η δημιουργός αναδεικνύεται ιδιαίτερα επιδέξια στην ταύτιση και τη συμπόρευσή τους. Η βασική όμως συνεισφορά της, κατά την άποψή μου, είναι ότι αντικρίζει το ποίημα, τη σύλληψη, την έμπνευση, τη γραφή στη ζωική τους υπόσταση, στην εκδήλωσή τους ως δυνάμεων που απέχουν και απομακρύνονται από τη νοησιαρχία και τον ορθολογισμό, από την αιτιοκρατία και την αυστηρή συνθετική λογική για να επανέλθουν στην μήτρα τους, να επαναδιεκδικήσουν την προέλευσή τους από την ανθρώπινη «σάρκα» -την αδυναμία, την επιθυμία, την ανάγκη που αυτή εγκιβωτίζει.


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Απριλίου 2025