Εκτύπωση του άρθρου

 

 Γράφει ο Αργύρης Δούρβας

 

 

 

Κρύπτες από δάφνη – Ηλίας Γεωργιάδης

Ο Μωβ σκίουρος, 2022

 

 

Απόσπασμα από το δεύτερο μέρος (σελ. 53-63)

όταν ζούσαμε
των ήρεμων αυλών
τα χαρακώματα

υπήρχε κάτι σαν
εσπερινός
σε μοναδικές
επαναλήψεις
κάτι που εφευρίσκουν
κάθε μέρα
μονάχα
κάποιοι
ανιόντες συγγενείς
εξ αίματος ή εξ αγχιστείας
εκτός απ’ τους γονείς
καθώς καίει
μέσα τους
τούτη η φλόγα
έτσι οι σημάνσεις του χρόνου
παύουν να υπάρχουν
και μένουν μόνο
της φλόγας
οι στάχτες
των συνηθειών
τα απομεινάρια
οι εσπερινοί
και εγώ ίσως να βρίσκομαι εκεί
(ίσως και να είμαι ακόμα εκεί)
και καμιά φορά
μας χωρίζουν
οι ρόμβοι
της σιωπής [...]
την προτελευταία μέρα
λίγο πριν από τη φυγή τους
ο εσπερινός έγινε
μακάβρια φυλακή
και μάζεψαν
όλα τα σκουπίδια
των αυλών και κάτι
αδέσποτα κλωνάρια
και τους έβαλαν φωτιά
η οποία για κάποιο λόγο
άργησε να σβήσει
και τότε ήταν που σκέφτηκαν
διασχίζοντας μιαν υπέρβαση
πώς θα ήταν
αν έμπαιναν
στη φλόγα
όλοι για λίγο
μέσα εκεί
–πώς θα ήταν;–
χωρίς διαπιστευτήρια
μια άτακτη φυγή;
τούτη η φλόγα
δεν είναι παρά τα τραύματα
τότε που ήταν ακόμα
παιδιά
και πότιζαν
τις τομές
των ονειράτων
μήπως και σώσουν
τα τρυφερά εγκαύματα
αυτά τα τραύματα
που σήμερα
τους είπαν
πως τελικά θα αποχωρήσουν
από όλες τις αυλές [...]
και αναμένουμε τη στάχτη
για να γίνει η διαλογή
ως διαβατήριο
για το ταξίδι
κάτω από της γης το καταμεσήμερο [...]

 

Απόσπασμα από το δεύτερο μέρος (σελ.  69-75)

παρουσιάστηκε
λέοντας

[...]
και τον ειδοποιήσαμε
«εδώ δεν υπάρχει ζάχαρη
ούτε καμπυλότητα
μοναχά
κατάλευκη
πυκνότητα
εδώ φυτρώνουν
μόνο κάτι χούφτες
σαν περιστύλια
από ψαράδες που
μετανοημένοι
σιώπησαν
[...]
τόσο λεπτή ουρά του
δόνησε το κόκκαλο
έβγαλε τη φωνή της
στον γκρίζο θολό
ενδιάμεσο
και ακούστηκε
να λέει
«πριν με φυλακίσετε
–το ξέρω πως θα γίνει–
αόρατος
–θα ήθελα να γίνω–
μόνο
πριν
να έρθει
η ώρα
το ξέρω
η όψη μου
θα παγώσει
οι τιρκουάζ κόρες
των απογόνων μου
που δεν θα ’ρθούν ποτέ
θα γίνουν
ανεξίτηλοι χρησμοί
μοναχών
και στεγνή άμμος
σε κήπους
παλιούς
η χαίτη τους ίσως
απογίνει
κάποιων πιστών
η παγερή ανάσα
τότε χρόνε
εσύ να διαλέξεις!
[...]

 

Εισαγωγή
 

Οι κρύπτες από δάφνη ( εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος, 2022) είναι το πρώτο βιβλίο του Ηλία Γεωργιάδη (1990). Όπως αναφέρεται στο βιογραφικό του «Ο Ηλίας Γεωργιάδης γεννημένος στην πόλη της Φλώρινας, άρχισε να πειραματίζεται με κύριο εκφραστικό μέσο τη φωτογραφία στην ηλικία των 19 ετών. Μετά από εκτεταμένα ταξίδια το 2011, σταματά τις πανεπιστημιακές του σπουδές για να αφοσιωθεί στην εικαστική του πορεία. Παράλληλα ξεκινά εντατική ενασχόληση με την ποίηση και το γραπτό λόγο. Οι φωτογραφικές του εργασίες έχουν εκδοθεί σε μορφή λευκωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο και ταυτόχρονα τα ίδια τα έργα έχουν προβληθεί σε πολυάριθμα διεθνή φεστιβάλ και ατομικές εκθέσεις σε Ευρώπη και Ασία». Ο Ηλίας Γεωργιάδης διατηρεί τον προσωπικό διαδικτυακό χώρο  https://www.iliasgeorgiadis.com/ όπου εκθέτει βασικές πτυχές της ενασχόλησής του με τη φωτογραφία αλλά και την ποίηση.

 

Κρύπτες από δάφνη
 

Οι κρύπτες από δάφνη εκτείνονται σε 164 σελίδες και το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, οι οποίες απαριθμούνται με λατινικούς αριθμούς. Το βιβλίο είναι πυκνό, διακρίνεται από έναν συγκρατημένο λυρισμό και από υψηλού βαθμού αφαίρεση στον λόγο του. Διαβάζοντάς το κανείς μένει έκπληκτος με την ωριμότητα του δημιουργού σε σχέση με την ηλικία του αλλά και την έκταση του βιβλίου, η οποία δείχνει ότι αυτό είναι προϊόν μακράς και επίπονης ενασχόλησης με τον ποιητικό λόγο. Ο λόγος του βιβλίου είναι σχεδόν συνειρμικός, ενώ ο πυρήνας των ποιημάτων είναι συχνά ρευστός και μεταβατικός. Τα ποιήματα του Γεωργιάδη είναι συνειρμικά όχι με την έννοια που θα έδινε κάποιος υπερρεαλιστής, κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως παρωχημένο. Μέσα στα ποιήματα ο αναγνώστης παρακολουθεί διαδρομές σε εσωτερικά τοπία. Η καταβύθιση στη γλώσσα ισοδυναμεί με την καταβύθιση στο εσωτερικό διάστημα του εαυτού. Τα ποιήματα είναι εσωτερικά τοπία απαραιτήτως θολά και κουνημένα ώστε η αμφισημία να εξέχει ως μυστηριώδες ζητούμενο και η ποιητική ομίχλη να κατακλύζει κάθε ρεαλιστική αναπαράσταση και όλα αυτά ενώ η γλώσσα φτάνει στα όρια του ανεικονικού. Tο τοπίο μεταλλάσσεται σε σπαράγματα ονείρων, σε ονειροπολήσεις, σε μνήμες, σε μύχιες φαντασιώσεις και αντικατοπτρισμούς. Οι εικόνες που μας προσφέρει το βιβλίο ποτέ δεν είναι ξεκάθαρες, πάντα ημιφωτισμένες σαν φωτογραφίες του δημιουργού τους, πάντα αχνά περιγράμματα ενός σκοτεινού τοπίου, πάντα διαθέσεις και ατμόσφαιρες που συνοδεύονται από χαμηλόφωνες συγκινήσεις. Στην ποίηση του Γεωργιάδη σημασία δεν έχουν τα αντικείμενα καθεαυτά αλλά οι παράδοξες συνδέσεις που δημιουργεί ο ποιητής μεταξύ τους, ο τρόπος που συσχετίζεται ο εαυτός με τους άλλους, οι άλλοι με τον εαυτό.

 

Δομή του βιβλίου
 

 Το βιβλίο του Γεωργιάδη διακρίνεται σε τρεις ενότητες. Η διάκριση αυτή βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά, ωστόσο εν πολλοίς μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η διάκριση των τριών μερών είναι σε μεγάλο βαθμό και διαισθητική. Κάθε ενότητα δεν εισάγει κάποια τομή μεταξύ των προηγούμενων αλλά αποτελεί μάλλον τη φυσική της συνέχεια.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο ποιητής αναρριπίζει αχνά τη σχέση του με τους γεννήτορες. Οι γονείς και η σχέση μεταξύ τους δομεί τον καμβά όπου αναπτύσσεται ο εαυτός, γίνεται ο ωκεανός ή πέλαγος ως ισοδύναμο του αμνιακού υγρού μέσα στο οποίο ενσαρκώνεται ο λόγος του ποιητή, καταδεικνύοντας την αρχαϊκή του καταγωγή. Παιδικές ίσως μνήμες αναμειγνύονται με την ανάγκη επανεύρεσης ή ίσως κατασκευής μιας αρχής και ενός εαυτού. Στο πρώτο μέρος τα ποιήματα είναι πιο μικρά σε έκταση σε σχέση με τα επόμενα μέρη, εισάγοντας τον αναγνώστη ομαλά στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, οι γονείς εκτοπίζονται από τους ανιόντες συγγενείς, από μητέρες μητέρων, από προγόνους ανακατεμένοι με όνειρα, μνήμες, παιδικές αναμνήσεις. Τα ποιήματα γίνονται πιο εκτενή, ενώ ταυτόχρονα το στοιχείο της παιδικής ανάμνησης γίνεται πιο έντονο. Επίσης, η αίσθηση της εσωτερικής φωνής του ποιητή είναι πιο φανερή. Στο δεύτερο μέρος τα ποιήματα σού προσφέρουν περισσότερο, σε σχέση με το πρώτο μέρος, την αίσθηση της αρχής και του τέλους. Τα πιο σύντομα ποιήματα της πρώτης ενότητας θα μπορούσαν να διαβαστούν ροϊκά ως μια ποιητική συνέχεια.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο λόγος του ποιητή πυκνώνει ακόμη περισσότερο και τα ποιήματα είναι ακόμη εκτενέστερα. Τα δύο προηγούμενα μέρη οδηγούν ομαλά στο τρίτο καταληκτικό μέρος, έχοντας προετοιμάσει κατάλληλα τον αναγνώστη, εξοικειώνοντάς τον με τον ποιητικό λόγο του Γεωργιάδη.  Στο τρίτο μέρος συμβαίνει ένα κρεσέντο της ποιητικής δράσης και ο λόγος πυκνώνει ακόμη περισσότερο. Ο ποιητής θυμάται πρόσωπα και καταστάσεις με τους οποίους συνδέθηκε, αγάπησε και ίσως κάποια στιγμή απώλεσε. Το τρίτο μέρος είναι το πιο λυρικό και εικονιστικό τμήμα του βιβλίου.

Όσον αφορά στα ποιήματα, η αρχή κάθε ποιήματος δηλώνεται με πλάγια γράμματα κάθε φορά, ίσως δυσκολεύοντας τον αναγνώστη να διακρίνει το κάθε ποίημα. Ωστόσο αυτή η επιλογή δίνει την εντύπωση της ροής του βιβλίου, γεγονός τελικά λειτουργικό για ένα βιβλίο που βασίζεται στην ορμητικότητα της ροής του λόγου και στην εναλλαγή των τοπίων, στη περιδιάβαση μέσα από εικόνες.  Οι τομές και τα κενά μεταξύ των στίχων σε κάθε ποίημα δεν αποτελεί ένα μέσο για να δηλωθούν οι παύσεις του αναγνώστη, όπως συνηθίζεται, αλλά αποτελούν έναν τρόπο αποκέντρωσης του περιεχομένου. Αυτό καθιστά το πυκνό κείμενο του βιβλίου πιο εύκολα προσβάσιμο από τη μια, ενώ από την άλλη είναι γραφιστικά πρωτότυπο.

 

Η αιώνια επιστροφή
 

Η ποίηση του Ηλία Γεωργιάδη είναι διαποτισμένη από μια νιτσεϊκή επιθυμία αιώνιας επιστροφής ή ανακύκλησης. Μάλιστα, θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι αυτή η επιθυμία ή ευχή επιστροφής αποτελεί το βασικό θέμα και προβληματική του βιβλίου του, το οποίο διαπερνά όλα τα μέρη της ποιητικής του σύνθεσης. Η νιτσεϊκή θεματική της αιώνιας επιστροφής συνάπτεται με ένα μεταφυσικό ή/και θρησκευτικό τόνο ο οποίος αν και χαμηλόφωνος και σχεδόν υπόρρητος δεν παύει να υποβάλλει μια αντίστοιχη ποιητική ατμόσφαιρα. Ο ποιητής ονειρεύεται τη στιγμή που ένα πλάσμα «θα αναδυθεί μέσα από τους μητρικούς αφρούς των παφλασμών… για να το υποδεχθούν σπηλιές αμνιακού βασάλτη.. λίγο πριν το τέλος… εκεί που οι κραδασμοί… δημιουργούν αίσθηση αφετηρίας» (σελ. 22-23). Το τέλος συνιστά για τον ποιητή δυνατότητα αναγέννησης, επιστροφής στη μήτρα, αφετηρίας. Το αμνιακό υγρό αλλού φαίνεται να περιγράφεται ως «νερό» που δε μιλά, που «εισχωρεί στα βάθη αρχαίων οργανισμών κάποιων πελαργών που δε γερνούν ποτέ» (σελ 44-45). Η αιώνια επιστροφή εξασφαλίζει σύμφωνα με τον ποιητή ένα είδος αιωνιότητας που συνδέει το αρχαίο παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Ο πελαργός άλλωστε συνδέεται ως σύμβολο με την αρχή της ζωής και τη γέννηση. Σε άλλο σημείο του βιβλίου, ο θάνατος περιγράφεται ως πάτημα του διακόπτη μετά το οποίο «βλέπεις όλες τις πτυχές όλα τα ενδεχόμενα τα είδωλα τις ημέρες σε κάθε εποχή και οι διαστάσεις περιπλέκονται» (σελ.63). Ο θάνατος αποτελεί «διαβατήριο για το ταξίδι στης νύκτας την ανισόπεδη ράχη κάτω από της γης το καταμεσήμερο» (σελ. 63). Ο θάνατος δεν αποτελεί τέρμα αλλά αφετηρία ενός μακρύτερου ταξιδιού, προς τη ζωή, σε ένα είδος υπόγειου καταμεσήμερου όπως αινιγματικά σημειώνει ο ποιητής. Η αιώνια επιστροφή συνδέεται με τη δυνατότητα επαναγέννησης («άραγε διατυμπάνισε κανείς αν γίνεται να γεννηθείς αλλιώς; και «είμαστε παράλληλα οργανωμένοι προς μια ιερή συνέχεια μήπως γίνουμε και εμείς κάτι δικός μας» (σελ. 81-82). Ο ποιητής κάποια φορά αναφέρει αυτή την επιθυμία για επιστροφή όχι ως επαναγέννηση αλλά ως εξαϋλωση («γινόμαστε αφετηρίες σχεδιασμάτων που απροσδόκητα γεννιούνται έχοντας μόνο μια σιδηρά φιλοδοξία να εξαϋλωθούν») (σελ. 97). Η επιστροφή φορές παίρνει τη μορφή επανασυνάντησης: «μια μέρα κρυστάλλινη ίσως μέρα δε θα σμίξουμε άχρονα και ίσως αβίαστα;» (σελ. 113). Η σελήνη ως σύμβολο του θανάτου δεν παύει να είναι παρά «του απέραντου μια διαδρομή» (σελ. 146-147).

 

Το τοπίο


Η ποίηση του Γεωργιάδη βασίζεται σε μεγάλο μέρος στην εικονιστική αναπαράσταση τοπίων και τόπων. Ωστόσο, η απεικόνισή τους απέχει από το να είναι ρεαλιστική. Ο στόχος του ποιητή είναι να παρουσιάσει τοπία απαλλαγμένα από το στοιχείο της χωρικότητας και της χρονικότητας φτάνοντας στην ύστατη αφαίρεση. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει προσωπικές μνήμες, εικόνες και αναπαραστάσεις μέσα από τη συσκότισή τους να καταστούν καθολικές, να απωλέσουν τον προσωπικό τους χαρακτήρα και να αποκτήσουν διαστάσεις ενός μη τόπου και μιας μη χρονικότητας που αγγίζει το αιώνιο. Τα τοπία είναι φασματικά όπως και τα όντα συνήθως ζώα που τοποθετούνται μέσα σε αυτά. Τα τοπία αποκτούν την έννοια ενός αποκεντρωμένου χώρου όπου αποθέτονται όνειρα, μνήμες και συνειρμοί. Ο τόπος γίνεται αντιληπτός ως το αδύνατο να υπάρξει, ως κάτι που είναι αδύνατο να γραφτεί. Ίσως να μπορούσε να μιλήσει κανείς στην ουσία για μια επίσκεψη του ποιητή σε μια έλλειψη του τόπου όπως θα το διατύπωνε ο Ηλίας Παπαγιανόπουλος στο δοκίμιό του, «ο Φρόυντ στην Ακρόπολη. Μια ατοπογραφία». Ο Παπαγιαννόπουλος σχολιάζοντας το δοκίμιο του Φρόιντ, «Μια διαταραχή της μνήμης πάνω στην Ακρόπολη», μιλά για μια διολίσθηση του χώρου σε μια κενή επικράτεια, ένα σημείο αναστολής των γραμμών ενός χάρτη, ένα τυφλό σημείο κάθε χαρτογράφησης. Ανάλογη μεταχείριση επιφυλάσσει ο Γεωργιάδης για τον τόπο μέσα από την ποίησή του, επιτρέποντάς μας να μιλήσουμε για τη σχεδίαση μιας ατοπογραφίας ή μιας φασματικής τοπογραφίας. Στην πρώτη ενότητα αναφέρονται ρωγμές, διάκενα, ωκεανοί, πελάγη, σπηλιές βασάλτη, ο αρκτικός κύκλος, το βόρειο σέλας και λίμνες αποδίδοντας μάλλον ένα βόρειο τοπίο κοντά στον ωκεανό, ένα τοπίο που η χαμηλή θερμοκρασία συντηρεί μνήμες και σκέψεις έτοιμες να βγουν ξανά στο φως.

Στη δεύτερη ενότητα, τα τοπία γίνονται πιο αστικά. Αναφέρεται η κουζίνα ενός σπιτιού που τρεμοσβήνει με το άνοιγμα ενός διακόπτη, η σκληρή επαρχία, τα σκουπίδια των πόλεων, σκάλες, μια αποθήκη, περιστύλια, εξημερωμένοι κάκτοι και μια κούφια θάλασσα. Το τοπίο στη δεύτερη ενότητα σκληραίνει, γίνεται σκηνικό της ανθρώπινης δραστηριότητας, χώρος μιας εξημερωμένης φύσης.

Στην τρίτη ενότητα αναφέρεται ένα αμπελοτόπι, φράχτες, φαράγγια, κρησφύγετα, υπόγειοι διάδρομοι, απόκρημνα έγκατα, κρύπτες και φυλάκια αλλά και υψώματα, καθαριστήρια και ταχυδρομεία. Σε αυτή την ενότητα φαίνεται ο ποιητής να επιχειρεί μια καταβύθιση στον εσωτερικό εαυτό, στους υπόγειους διαδρόμους του και τις κρύπτες του, ίσως επιδιώκοντας να έρθει αντιμέτωπος με το ζήτημα του θανάτου αλλά και μιας πιθανής επιστροφής.

Μέσα στο τοπίο ο ποιητής τοποθετεί το ποιητικό υποκείμενο αλλά και ζωόμορφα όντα τα οποία εισάγουν κάποια δράση μέσα στο ποίημα. Βέβαια, αρχικά η ίδια η δόμηση του ποιητικού τοπίου συνιστά τη δράση, ιδίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου.

 

Ο ζωομορφισμός

Τα ποιήματα του Γεωργιάδη περιέχουν πολυπληθείς αναφορές σε διάφορα ζώα, τα οποία φαίνεται ότι λειτουργούν ως αφορμές για να μιλήσει ο ποιητής για συναισθήματα, καταστάσεις, πρόσωπα, για την ανθρώπινη συνθήκη και τα αδιέξοδά της. Τα ζώα λειτουργούν ως προσωπεία ή άλλοτε ως προσωπικά σύμβολα ή μνήμες του ποιητή. Πολλές φορές τα ζώα μιλάνε εισάγοντας το στοιχείο της παραδοξότητας, πιθανόν αντανακλώντας την παιδική επιθυμία του να συνομιλήσει με κάτι που δε θα σου απαντήσει ποτέ. Ίσως οι συνομιλίες με τα ζώα να απηχούν ένα είδος φανταστικού παιχνιδιού του ποιητή που επιστρέφει στις παιδικές του αναμνήσεις. Στα ποιήματα υπάρχουν αναφορές σε λύκους, ζιζάνια, σπουργίτια, πελαργούς, σκύλους, λιοντάρια, οξύρυγχους, όστρακα, αράχνες, γρύλους, μελίσσια, αποδημητικά και νυκτόβια πουλιά. Η συνειδητή χρήση των ζωομορφισμών στοχεύει στη δημιουργία μιας παράδοξης ατμόσφαιρας. Τα ζώα από οικόσιτες ή οικείες μορφές μετατρέπονται σε ανοίκεια όντα που μέσα από την αναφορά τους ξαφνιάζουν τον αναγνώστη με την συνειρμική τους επίκληση στον λόγο του ποιητή. Η χρήση ζωομορφισμών δεν στοχεύει στη δημιουργία ενός γκροτέσκου αποτελέσματος αλλά συμβάλλει στη δημιουργία ενός προσωπικού λυρισμού και μιας ποιητικής οικολογίας, στη συγκρότηση ποιητικών τοπίων που κατοικούνται από  ανοίκειες μορφές ζωής. Τα ζώα εκτός από ποιητικές περσόνες του ποιητή αποτελούν γνώριμα στοιχεία που «καρφώνουν» τα ποιήματα πιο κοντά στην απτή πραγματικότητα για να μην χαθεί ο αναγνώστης μέσα στην άκρα αφαίρεση.

 

Η συνομιλία με τις Ελεγείες του Ντουίνο
 

Το βιβλίο του Γεωργιάδη συνομιλεί υπόγεια και υπόρρητα με τις «Ελεγείες του Ντουίνο», του Ρίλκε. Μια βασική συνιστώσα που συναντούμε στις Ελεγείες και στο βιβλίο του Γεωργιάδη είναι η πίστη στη σύμπτωση εν τέλει ζωής και θανάτου.  Όπως σημειώνει ο Ρίλκε στην επιστολή προς τον Βίτολντ Χούλεβιτς «(Στις Ελεγείες) κατάφαση της ζωής και κατάφαση του θανάτου αποδεικνύονται ένα. Η αποδοχή του ενός αλλά όχι του άλλου θα αποτελούσε παρακώλυση, που θα απέκλειε εντέλει κάθε έννοια απεριόριστου» (Μτφ Μαρία Τοπάλη, Πατάκης, 2011). Η συνομιλία του ποιητή με τις «Ελεγείες του Ντουίνο» είναι πιο εμφανής στο τρίτο μέρος.

Ουσιαστικά στις «Ελεγείες» ο Ρίλκε απευθύνεται στους αγγέλους, όντα που βρίσκονται στο μεταίχμιο ύπαρξης - ανυπαρξίας. Όλες σχεδόν οι «Ελεγείες του Ντουίνο» συνιστούν την απεύθυνση και συνομιλία του ποιητή με τους αγγέλους,  η οποία πραγματοποιείται σε α και β πληθυντικό πρόσωπο. Το ίδιο ακριβώς επιχειρεί ο Γεωργιάδης στο τρίτο μέρος του βιβλίου από το σημείο που ξεκινά με το «αγαπημένα μου ανθρώπινα όντα» μέχρι το τέλος της ενότητας. Οι απευθύνσεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής αναφέρονται σε αγαπημένους ανθρώπους που αποτελούν ίσως πλέον ανάμνηση, ίσως έχουν φύγει από τη ζωή.

Ο απόηχος της συνομιλίας με τον Ρίλκε δίνει στην ποίηση του Γεωργιάδη μια σχεδόν θρησκευτική ή μεταφυσική ατμόσφαιρα η οποία εντείνει την αίσθηση του παράδοξου και του αλλόκοτου. Η φασματική παρουσία του τοπίου συμπλέκεται με τη μεταφυσική των αγγέλων σε ένα αμάλγαμα φαντασίας και πραγματικότητας.


Τελικές σκέψεις

Το βιβλίο του Γεωργιάδη αποτελεί ένα βιβλίο που ίσως δυσκολέψει τον αναγνώστη με τις πολλές του σελίδες, με τις γραφιστικές του επιλογές, με τον γλωσσοκεντρικό του προσανατολισμό. Ωστόσο, είναι ένα βιβλίο πρωτότυπο, που ξεχωρίζει για την τόλμη του να προτείνει μια ποίηση διαφορετική, μια ποίηση που συνδιαλέγεται συνεχώς με τα εικαστικά και τη φωτογραφία, μια ποίηση που εντυπωσιάζει με τον εντελή χαρακτήρα της και την ευρύτερη κοσμοαντίληψη που αντιπροσωπεύει. Οι Κρύπτες από δάφνη όπως έχει αναφέρει ο ποιητής Δημήτρης Λεοντζάκος σε μια παρουσίαση του βιβλίου, συνδυάζει τη λιτότητα με μια γλωσσοκεντρική μακροπερίοδη επιθυμία καθιστώντας το ένα παράξενο και δελεαστικό βιβλίο, τοποθετώντας το εντός μιας λυρικής ποιητικής παράδοσης. Το βιβλίο αποτελεί την έντυπη μορφή μιας ευρύτερης άποψης για την τέχνη, για την αναπαράσταση, για το τοπίο, για τη γλώσσα. Οι ατοπογραφίες που μας προσφέρει ο ποιητής, αποτελούν εσωτερικές διαδρομές και ενδοψυχικά τοπία, ενώ τα ζωόμορφα όντα που κατοικούν σε αυτούς τους χώρους είναι εκδιπλώσεις ονείρων, σπασμένων μνημών και φραγμένων επιθυμιών. Το βιβλίο είναι φτιαγμένο από ψηφίδες που μπορεί κάποιος να προσεγγίσει ως όλο, διακρίνοντας μια ενότητα αλλά και θαυμάζοντας την τοποθέτηση των επιμέρους ψηφίδων, ως στιγμιαίων περιστατικών, τόπων ή δράσεων.  

Η αιώνια επιστροφή δεν είναι παρά η μεταφυσική που στοιχειώνει το βιβλίο και το αναβιβάζει στην τάξη του μυστηριακού. Ο ποιητής μέσα από το βιβλίο του προσπαθεί να μιλήσει για το δίπολο ζωής και θανάτου. Το ποιητικό υποκείμενο στο τέλος του βιβλίου προσπαθεί να μιλήσει για τα πράγματα που επανέρχονται, για τον αποχαιρετισμό αλλά και την επαναγέννηση. Στο βιβλίο πραγματοποιείται στην πραγματικότητα μια εξόρυξη, όπου τα υλικά που αναδύονται δεν είναι παρά οι περιπλανήσεις του ποιητή στις υπέργειες σφαίρες των αγγέλων και στις υπόγειες προσχώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού.


O Αργύρης Δούρβας (Κοζάνη, 1981) εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Διατηρεί το ιστολόγιο https://poetry-or-not.blogspot.com

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Φεβρουαρίου 2023