Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Το κωμικό υπήρξε πάντοτε ένας τρόπος με τον οποίο οι ποιητές ασκούσαν κριτική στην κοινωνική πραγματικότητα, στις υποκριτικές συμβάσεις, στις εξουσίες και στον παραλογισμό των κοινωνικών συστημάτων. Στην ιταλική λογοτεχνία υπάρχει μια μακρά παράδοση κωμικής ποίησης, η οποία έδρασε με τον τρόπο αυτό, με ρίζες που πάνε πολύ πίσω στον χρόνο. Η λογοτεχνική τάση του Ύστερου Μεσαίωνα που ονομάστηκε κωμικό-ρεαλιστική ποίηση ερχόταν σε αντίθεση με το ευγενές και υψηλό ύφος του Dolce Stil Novo. Σε αυτή την ποίηση η γυναίκα και ο έρωτας φωτίζονται από μια σκοπιά καθαρά σαρκική και όχι ιδεατή, ενώ άλλα θέματα είναι  το κρασί, η ξένοιαστη ζωή, η διασκέδαση, το καλό φαγητό, τα ζάρια, την ίδια στιγμή που εξοβελίζεται από τους στίχους η εξύμνηση της ευγένειας της ψυχής. Πρόκειται για μια ποίηση περιπαικτική προς τις κοινωνικές συμβάσεις κα τη σοβαροφάνεια.

Οι ποιητές που εκπροσωπούν αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα ακολουθούν την παράδοση της μεσαιωνικής ποίησης goliardica. Αυτό το είδος της ποίησης ανθεί γύρω στα 1100 σε όλη την Ευρώπη χάρη στους περιπλανώμενους κληρικούς (goliardi). Τα συγκεκριμένα ποιήματα υμνούν τη γυναίκα, το πιοτό, τα τυχερά παιχνίδια, το χρήμα που μπορεί να εξασφαλίσει την καλοπέραση. Απεχθάνονται τη φτώχεια, τη στέρηση των γήινων απολαύσεων και παρωδούν τα εκκλησιαστικά ήθη. Η πιο διάσημη συλλογή τέτοιων ποιημάτων είναι τα Carmina burana του 1300 που επεξεργάζεται υλικό του 1200. Κι όμως υπάρχουν στοιχεία που αποκαλύπτουν δεσμούς ανάμεσα στη σύνθεση αυτών των ποιημάτων με την υψηλή ποίηση της εποχής. Συχνά, δηλαδή, θέματα της υψηλής ποίησης, όπως εγκαταλελειμμένες γυναίκες, αυστηροί γονείς ή ερωτικοί θρήνοι συναντώνται στην poesia goliardica. Επίσης, υπάρχουν και έργα πολιτικού περιεχομένου. Όλη αυτή η ποιητική παραγωγή είναι ανώνυμη, παρόλο που σε κάποια χειρόγραφα έχουν διασωθεί ονόματα, όπως αυτό του Cielo D’Alcamo.  

Όσον λοιπόν κι αν εκ πρώτης όψεως, εξαιτίας της προκλητικότητας και του τολμηρού περιεχόμενου των στίχων η κωμικο-ρεαλιστική ποίηση μας φαίνεται κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή της, τα φαινόμενα απατούν. Εκπροσωπεί μια μακρά παράδοση με λαϊκές βάσεις, ένα διονυσιακό στοιχείο το οποίο εκφράζεται αδιάκοπα μέσα στους αιώνες, παρά τη μεσολάβηση του χριστιανισμού και του νέου ηθικού πλαισίου που αυτός δημιουργεί. Αυτή η ποίηση κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί τα πάθη του και τις αδυναμίες του και μέσα από το χιούμορ μπορεί να αμβλύνει το ασφυκτικό πλαίσιο που η χριστιανική ηθική καλλιεργεί. Μέσα από αυτά τα ποιήματα οι άνθρωποι μπορούσαν να «θεραπεύονται» από την ενοχή και τον φόβο της τιμωρίας.

Ο Cecco Angiolieri είναι ο βασικότερος εκπρόσωπος της κωμικό-ρεαλιστικής ποίησης. Άλλοι εκπρόσωποι είναι οι Rustico Filippi και Forese Donati. O Angiolieri γεννήθηκε στη Σιένα γύρω στο 1260 και πέθανε μεταξύ 1311 και 1313. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του, όπως ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών, η οποία βρέθηκε στο πλευρό των Γουέλφων. Παντρεύτηκε και απέκτησε πολλά παιδιά, αλλά ακολούθησε μια έκλυτη ζωή. Φαίνεται πως διωγμένος από τη Σιένα έζησε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη. Από την οικογενειακή περιουσία λίγα υπάρχοντα του απόμειναν, καθώς παραδομένος στις διασκεδάσεις, φαίνεται να απέκτησε πλήθος χρεών. Στον  Cecco Angiolieri αποδίδονται γύρω στα 150 σονέτα, αλλά μόνο 112 είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν από αυτόν. Στα ποιήματά του δύο είναι τα βασικά θέματα: ο έρωτας για κάποια Becchina, κόρη ενός βυρσοδέψη, ένας έρωτα που έχει απολύτως σαρκικό χαρακτήρα, καθώς και το μίσος για τους γονείς του, οι οποίοι τον εμποδίζουν να σπαταλά τα λεφτά της οικογένειας σε διασκεδάσεις.

Ακολουθεί το γνωστότερο από τα σονέτα του. Σε αυτό είναι έντονος ο μισανθρωπικός χαρακτήρας, αλλά εμμέσως και το πάθος για τη ζωή με όλες τις απολαύσεις της και η κριτική προς τις συμβάσεις και τους κοινωνικούς ρόλους. Ας μην περιοριστούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα μόνο με βάση τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, αλλά ενταγμένο στη μεσαιωνική παράδοση της σκωπτικής ποίησης. Παρόλη όμως την ένταξη του ποιήματος στη λογοτεχνική αυτή παράδοση, στην εποχή του θεωρήθηκε βέβηλο και προκλητικό.

Αν ήμουν φωτιά

Αν ήμουν φωτιά, τον κόσμο θα έκαιγα.
Αν ήμουν άνεμος, θα τον διέλυα.
Αν ήμουν νερό, θα τον έπνιγα.
Αν ήμουν Θεός, στον πάτο θα τον έστελνα.
Αν ήμουν πάπας, θα το διασκέδαζα,
που όλοι οι χριστιανοί θα δούλευαν για μένα.
Αν ήμουν αυτοκράτορας, θα το ’βλεπες,
σύριζα σε όλους τις κεφαλές θα έκοβα.
Αν ήμουν θάνατος, στον πατέρα μου θα πήγαινα.
Και ζωή αν ήμουν, δίπλα του δεν θα ’μενα.
Το ίδιο αυτό και στη μητέρα μου θα έκανα.
Αν ήμουν ο Τσέκκο, όπως ήμουνα κι είμαι,
θα κυνήγαγα τις νέες, τις όμορφες γυναίκες:
κι οι αρρωστιάρες, οι γριές χάρισμα στους άλλους.

Άννα Γρίβα


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2022