Εκτύπωση του άρθρου

   Γράφει ο Θωμάς Δασακλής

 

© Poeticanet 

 

Μια μουσική σύνθεση σε χαϊκού

Κώστα Παππή «Συμφωνία σε χαϊκού»

 

 

Η «Συμφωνία σε χαϊκού», όπως υπονοεί ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Παππή, είναι μια ποιητική συλλογή με δομικό στοιχείο τα χαϊκού, αυτό το ανθεκτικό είδος μινιμαλιστικής ποίησης με ζωή μερικών αιώνων και με παγκόσμια διάδοση. Αυτό που με συγκινεί στα χαϊκού είναι η ικανότητά τους να χωράνε έναν ολόκληρο κόσμο σε τρεις μόνο στίχους. Σε έναν κόσμο γεμάτο φωνές, τα χαϊκού είναι ψίθυρος. Και μέσα σε αυτόν τον ψίθυρο μπορεί κανείς να βρει μιαν αλήθεια.

Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου για τον τρόπο που ο ποιητής έχει οργανώσει το υλικό του: «Τα χαϊκού έχουν ενταχθεί σε ενότητες με τίτλους adagio, allegro κ.λπ. γνωστούς από την κλασσική μουσική που χαρακτηρίζουν το τέμπο μερών συμφωνικών έργων. Κριτήριο ένταξης ενός χαϊκού σε μια ομάδα είναι το ταίριασμά του με το αντίστοιχο τέμπο: τα χαϊκού της ομάδας με τίτλο adagio θα ταίριαζαν μάλλον με το αργό τέμπο ενός λυρικού μέρους. Τα ποιήματα λοιπόν αυτής της έκδοσης αποτελούν μια ποιητική συμφωνία δομημένη με χαϊκού παρόμοια με μια μουσική συμφωνική έκφραση της εσωτερικής περιπέτειας του δημιουργού τους».

Ομολογώ πως η προτεινόμενη κατηγοριοποίηση των χαϊκού της συλλογής είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη. Η κατηγοριοποίηση των ποιημάτων σε ενότητες με τίτλους, όπως adagio και allegro, είναι εξαιρετικά εύστοχη, καθώς αποτυπώνει την εσωτερική επικοινωνία ανάμεσα σε αυτά και στους διάφορους μουσικούς ρυθμούς. Όπως αυτοί οι μουσικοί όροι ορίζουν τους ρυθμούς, τα tempi και τις διαθέσεις των μερών ενός μουσικού έργου, έτσι και στη συλλογή λειτουργούν ως θεματικοί οδηγοί, που ενισχύουν την εμπειρία του αναγνώστη.

Ωστόσο, πέρα από την ευρηματική κατηγοριοποίηση που αντλεί έμπνευση από τη μουσική και τους ρυθμούς της, τα ποιήματα του Κώστα Παππή μπορούν να αναγνωστούν και μέσα από μια διαφορετική θεματική προοπτική. Οι στίχοι του συχνά αγγίζουν βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα, διερευνώντας την ανθρώπινη αναζήτηση για νόημα, τον έρωτα ως δύναμη ζωής και απώλειας, το θάνατο και τη φθορά ως αναπόφευκτα συστατικά της ύπαρξης. Αυτή η θεματική κατηγοριοποίηση φέρνει στην επιφάνεια την ένταση των συναισθημάτων και τη φιλοσοφική διάσταση των ποιημάτων, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να ταυτιστεί και να αναστοχαστεί πάνω στις δικές του εμπειρίες. Έτσι, τα ποιήματα, πέρα από τη μουσικότητά τους, γίνονται ένας χάρτης της ανθρώπινης ψυχής - ευάλωτης, ανθεκτικής, αληθινής.

Η αποδοχή, τόσο του εαυτού όσο και των πληγών που φέρνει η ίδια η ύπαρξη, είναι ένα βαθύ και θεραπευτικό ταξίδι, όπου ο ποιητής πολλές φορές καταφεύγει. Σε αυτό το ταξίδι χρησιμοποιεί μεν τη φύση, αλλά νομίζω ο στόχος πάντα είναι η εσωτερική φύση μας, αυτή που αλλάζει, αντιστέκεται, θυμάται και, τελικά, γαληνεύει. «Χρώματα αλλάζει / θυμώνει γαληνεύει / θάλασσα πάντα». Εδώ η θάλασσα γίνεται ένας καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής. Ο θυμός και η γαλήνη εναλλάσσονται, όμως το στοιχείο που μένει σταθερό είναι η αποδοχή της ίδιας της φύσης της. «Πώς γαληνεύει / των βουνών τις χαράδρες / η απόσταση». Εδώ η απόσταση γίνεται αφορμή για ηρεμία και αυτογνωσία. Οι χαράδρες των βουνών, που μπορεί να θυμίζουν πληγές και τραύματα, γαληνεύουν όταν τις κοιτάζεις από μακριά. Έτσι, και ο άνθρωπος, με τον χρόνο και την αποδοχή, βλέπει τα δικά του τραύματα μέσα από μια νέα προοπτική. «Πες το κρίμα σου / σ’ ένα βράχο, μια κρήνη / να συχωρεθείς». Εδώ η αποδοχή έρχεται μέσα από την εξομολόγηση. Ο βράχος και η κρήνη, αμετακίνητα και αθάνατα, γίνονται τα σύμβολα της ανθρώπινης ανάγκης να αφήσει πίσω της το βάρος της ενοχής και να βρει τη λύτρωση. Νομίζω αυτά τα ποιήματα μας καθοδηγούν να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας, όχι ως τέλειο αλλά ως αληθινό, γεμάτο αντιφάσεις και δυνατότητα για αλλαγή. Μέσα από αυτή τη συμφιλίωση, η ύπαρξη γίνεται πλήρης, μια ισορροπία ανάμεσα στην αποδοχή και τις ενοχές, στο θυμό και τη γαλήνη. «Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά», που λέει και ο Γιώργος Σεφέρης σε ένα από τα ποιήματά του.

Η αισιοδοξία και η δύναμη για ζωή αναδύονται στο έργο του ποιητή σαν μια φλόγα που φωτίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Με απλές, αλλά γεμάτες νόημα λέξεις, αποτυπώνεται η εσωτερική δύναμη που μας ωθεί να συνεχίζουμε, να ψάχνουμε το θαύμα και να βρίσκουμε ομορφιά ακόμα και στα πιο ταπεινά πράγματα. «Της αγγελικής / άγγελοι και νεράιδες / τ’ άρωμα φορούν». Εδώ η ομορφιά αποκαλύπτεται στα πιο απλά πράγματα. Το άρωμα ενός ταπεινού λουλουδιού γίνεται ο συνδετικός κρίκος με κάτι μεγαλύτερο, ένα σύμπαν γεμάτο θαύματα που βρίσκονται δίπλα μας, αρκεί να έχουμε μάτια για να τα δούμε. Θα τολμήσω να πω ότι ο Κώστας Παππής, θυμίζοντας τον εικαστικό Γιάννη Κουνέλη, κάνει arte povera (τέχνη φτιαγμένη από ταπεινά, φτωχά υλικά, εδώ με τις λέξεις). Το ίδιο έχει κάνει και σε παλιότερα έργα του, όπως στις «Ψυχές των τόπων». «Κι αν δε θελήσει / να φανεί το θαύμα, συ / φανέρωσέ το». Εδώ υπάρχει μια έκκληση για δράση και δημιουργικότητα. Το θαύμα δεν είναι πάντα δεδομένο· είναι κάτι που απαιτεί και δικό μας κόπο και μόχθο για να αποκαλυφθεί. Αυτά τα χαϊκού μας προτρέπουν να βλέπουμε πέρα από τα προφανή, να ψάχνουμε το φως και τη χαρά ακόμη και στα πιο μικρά, καθημερινά πράγματα. Μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή είναι γεμάτη από μικρές στιγμές που, αν τις παρατηρήσουμε, κρύβουν μέσα τους όλη την ομορφιά του κόσμου.

Η αποτύπωση της στιγμής στα χαϊκού του Κώστα Παππή αναδεικνύει την ποιητική δύναμη του καθημερινού, του ευτελούς που μετουσιώνεται σε τέχνη. Ο ποιητής δεν υμνεί το μεγαλειώδες αλλά αγκαλιάζει τις μικρές, φευγαλέες στιγμές που κρύβουν μέσα τους ολόκληρους κόσμους και μας καλεί να δούμε την καθημερινότητα με νέα μάτια, γεμάτα θαυμασμό και δέος. Εικόνες απλές, γεμάτες ζωή και κίνηση, ξεπηδούν από τους στίχους, αναδεικνύοντας τη λεπτομέρεια και τη δύναμη που κρύβεται πίσω από την απλότητα. «Πέφτει το βράδυ / στο περιβόλι ανάβουν / κιτρολέμονα». Εδώ ο ποιητής αιχμαλωτίζει τη στιγμή που το σκοτάδι και το φως συνυπάρχουν. Το «άναμμα» των κιτρολέμονων, σαν μικρές λάμπες, γεμίζει τον αέρα με φως και αρώματα, αποκαλύπτοντας την ομορφιά της νύχτας. «Βρέχει του φτερού / την άκρη – ανεβαίνει ψηλά – / βουτάει». Εδώ ο κύκλος της κίνησης του πουλιού γίνεται ένας μικρός ύμνος στη δύναμη της φύσης, αλλά και στην επιστημοσύνη της, αφού αυτή πρώτη μας δίδαξε να πετάμε.

Σε άλλα χαϊκού, οι σύγχρονοι προβληματισμοί εισχωρούν στις λέξεις με ένα διακριτικό, αλλά βαθιά ανησυχητικό τρόπο. Ο ποιητής δεν καταγγέλλει· απλώς αποτυπώνει εικόνες που φέρνουν στο φως την ένταση ανάμεσα στην πρόοδο και την αποξένωση, την τεχνολογική εξέλιξη και την περιβαλλοντική απειλή. «Ηλεκτροφόρους / αέρηδες αλέθουν / μύλοι στα βουνά». Εδώ η εικόνα των ανεμογεννητριών στα βουνά φέρνει μαζί της την αμφισημία της προόδου. Οι «ηλεκτροφόροι αέρηδες» είναι ταυτόχρονα πηγή ενέργειας και σύμβολο της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση. Οι μύλοι, παραδοσιακά σύμβολα αρμονίας με το φυσικό περιβάλλον, γίνονται σαν ανεμογεννήτριες δείκτες ενός κόσμου που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στην εξέλιξη και την απώλεια. «Έρχεται μέρα / που το πουλί δε θα βρει / κλαδί να σταθεί». Εδώ η προφητεία είναι σκοτεινή, γεμάτη απόγνωση με την ειλικρίνεια και την ωμή απεικόνιση ενός μέλλοντος όπου η φύση θα έχει χαθεί. Μου θυμίζει το ύφος από στίχους της Κατερίνας Γώγου «Άκου, θα 'ρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς δεν θα βγαίνουν στην τύχη…».

Οι λαϊκοί αγώνες, η πάλη για δικαιοσύνη και η βαθιά σύνδεση με τη λαϊκή καταγωγή του ποιητή βρίσκουν έκφραση στο έργο του και μεταφέρουν την ένταση, την ελπίδα αλλά και την πίκρα που συχνά συνοδεύει τη συλλογική προσπάθεια για ένα καλύτερο μέλλον. «Μας μένει πάντα / στις χώρες του ονείρου / ν’ ανταμώνουμε». Εδώ η ελπίδα για δικαιοσύνη και αλλαγή παραμένει ζωντανή, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα. Οι «χώρες του ονείρου» γίνονται το καταφύγιο για τους ανθρώπους που αγωνίζονται, ένας τόπος όπου οι ψυχές ενώνονται, όχι στη φαντασία, αλλά στη δύναμη της κοινής πίστης για έναν καλύτερο κόσμο. «Όχι του Άδη, / ζωής αυτός βαρκάρης, / χωρίς οβολό». Εδώ ξεκάθαρα αναδεικνύεται η λαϊκή καταγωγή του ποιητή και ο σεβασμός στους αγώνες για επιβίωση των απλών ανθρώπων. «Αίμα στάζοντας / το σύννεφο του άδικου / ποτίζει τη γη». Εδώ η αδικία απεικονίζεται ως μια αδιάκοπη βροχή που ποτίζει τη γη με αίμα. Σε αυτά τα χαϊκού ο ποιητής αποτυπώνει την αιώνια πάλη για δικαιοσύνη και την πίστη πως, ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια, υπάρχει φως που περιμένει να ανατείλει. Τα χαϊκού αυτά είναι μια υπενθύμιση ότι οι λαϊκοί αγώνες δεν είναι μόνο ιστορία· είναι παρόν, ελπίδα και, κυρίως, χρέος.

Η φθορά αναδύεται ως μια δυνατή, υπόγεια παρουσία που διαπερνά τόσο τη φύση όσο και την ανθρώπινη εμπειρία. Μέσα από σύντομες αλλά έντονες εικόνες, ο ποιητής μας μεταφέρει την αγωνία της ανατροπής, την απώλεια της αθωότητας και την αδυσώπητη πορεία του χρόνου. «Πράσινες φλόγες, / μες στον πευκιά φουντώνουν, / πρόβα πυρκαγιάς». Εδώ η φύση, σύμβολο ζωής, μετατρέπεται σε σκηνικό επικείμενης καταστροφής. Οι «πράσινες φλόγες» δεν είναι – ακόμα - φωτιά· είναι μια προειδοποίηση για την ανατροπή και το αμετάκλητο τέλος της ύπαρξης. «Γέρνει ο χρόνος / κι οι εποχές πια πονούν / όλες το ίδιο». Εδώ ο χρόνος γίνεται βαρύς, φορτωμένος με την ομοιομορφία του πόνου και οι εποχές, που άλλοτε έφερναν ανανέωση και ελπίδα, τώρα μοιάζουν να κουβαλούν την ίδια αίσθηση απώλειας, σαν να έχει σβήσει η ζωντάνια της εναλλαγής. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη θλίψη, υπάρχει μια παραίνεση που καλεί για δράση, για πλήρη βίωση του παρόντος. «Για το ταξίδι / άρπαξε τη μέρα μη λες / “έχω καιρό”». Εδώ ο ποιητής απευθύνεται σε όλους, υπενθυμίζοντας ότι ο χρόνος είναι φευγαλέος και ότι κάθε στιγμή που αφήνουμε να περάσει είναι χαμένη. Και τέλος, «Τι θ’ απομείνει / φέτος από τ’ Αυγούστου / την πανσέληνο;». Εδώ η φθορά εκφράζεται μέσα από την ερώτηση που υπονοεί ότι τίποτα δεν είναι αιώνιο. Ακόμη και η ομορφιά της πανσελήνου, που μοιάζει τόσο σταθερή, δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλλοίωση του χρόνου. Τα χαϊκού αυτά μας καλούν να κοιτάξουμε τη φθορά όχι μόνο ως απώλεια, αλλά και ως υπενθύμιση της αξίας του παρόντος. Να αναγνωρίσουμε τη στιγμή, να την αρπάξουμε πριν χαθεί, και να ζήσουμε με πληρότητα, ακόμη και με τη γνώση ότι το φως τελικά θα σβήσει.

Ο θάνατος,που συχνά αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα, βρίσκει στα χαϊκού μια μορφή αποδοχής και ποιητικής απλότητας. Μου αρέσει ο τρόπος που ο Κώστας Παππής προσπαθεί να τον κρύψει ποικιλοτρόπως ανάμεσα σε λέξεις. «Αύγουστο μήνα, / πάλι κλειστό το σπίτι / με τα μάραθα». Εδώ η εικόνα του κλειστού σπιτιού, παραδομένου στον χρόνο, αποπνέει μια αίσθηση εγκατάλειψης και υπονοεί την αμετάκλητη απόφαση που έχει παρθεί ήδη για όλους μας. Τα μάραθα, ανθεκτικά και αιώνια, στέκουν σαν μάρτυρες του θανάτου, ενισχύοντας τη σιωπή και την απομόνωση. Και τέλος, το αγαπημένο μου όλων «Μια κουκουβάγια / φρουρός στο κυπαρίσσι / του πατέρα μου». Εδώ η κουκουβάγια, σύμβολο σοφίας και μνήμης, στέκεται ακούραστα στο κυπαρίσσι. Το δέντρο του πατέρα γίνεται σύμβολο μνήμης και συνεχούς παρουσίας, ενώ η κουκουβάγια, φύλακας του παρελθόντος, συνδέει τον αναγνώστη με τη διαρκή σκιά του θανάτου που φωλιάζει σε κάθε οικογενειακή ιστορία. Μέσα από αυτές τις εικόνες, ο θάνατος παρουσιάζεται όχι μόνο ως απώλεια, αλλά και ως μια στιγμή σύνδεσης με κάτι βαθύτερο, μια υπενθύμιση της παροδικότητας και της αξίας της μνήμης. Τα ποιήματα δεν μιλούν για το τέλος· μιλούν για τη μεταμόρφωση, την επιστροφή και την αιωνιότητα που κατοικεί στις μικρές λεπτομέρειες της ζωής. Ο φόβος του θανάτου γίνεται, πλέον, σιωπηρή αποδοχή του θανάτου, όπως εύστοχα έχει γράψει ο Ίρβιν Γιάλομ στον «Κήπο του Επίκουρου».

Ο έρωτας στα χαϊκού του ποιητή αποτυπώνεται με μια αισθαντικότητα που αναδεικνύει την ένταση, την επιθυμία και την παράδοση που φέρνει αυτή η βαθιά ανθρώπινη εμπειρία. Ο ποιητής, μέσα από εικόνες της φύσης, αγγίζει την ουσία του έρωτα, κάνοντάς τον ταυτόχρονα προσωπικό και καθολικό. «Η βροχή που ποθώ, / να ’ρθει από σύννεφα / ερωτευμένα», η βροχή μετατρέπεται σε σύμβολο της βαθιάς λαχτάρας. «Λάγνα φοινικιά / σ’ ενός κισσού αγκαλιά / παραδόθηκε». Εδώ η φοινικιά και ο κισσός γίνονται πρωταγωνιστές ενός αισθησιακού χορού. Η παράδοση της φοινικιάς στον κισσό αναδεικνύει την απόλυτη εγκατάλειψη που φέρνει ο έρωτας, όπου δύο διαφορετικά στοιχεία ενώνονται σε μια αρμονική αγκαλιά. Αυτά τα χαϊκού ζωντανεύουν τον έρωτα ως μια δύναμη φυσική, ακατάστατη και ανεξέλεγκτη, αλλά ταυτόχρονα όμορφη και απαραίτητη. Μέσα από τις εικόνες τους, ο αναγνώστης καλείται να νιώσει την ένταση της επιθυμίας, την ηδονή της παράδοσης και την πληρότητα της ένωσης, που μεταμορφώνει τη φύση και τις ψυχές.

Διαβάζοντας τη συλλογή «Συμφωνία σε χαϊκού» του Κώστα Παππή για κάποιο απροσδιόριστο λόγο θυμήθηκα τα λόγια του Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος είχε πει πως «το μόνο αληθινό ταξίδι … θα ήταν όχι να επισκεφτούμε άγνωστους τόπους, αλλά να αποκτήσουμε άλλα μάτια». Νομίζω η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή μας δίνει τα «άλλα» μάτια που χρειαζόμαστε για το ταξίδι μας.

 


Ο Θωμάς Δασακλής είναι Πτυχιούχος καθώς και κάτοχος Μεταπτυχιακού και Διδακτορικού Διπλώματος από το Τμήμα Βιομηχανικής Διοίκησης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, στη Διοίκηση της Εφοδιαστικής Αλυσίδας, στην Επιχειρησιακή Έρευνα, στη Διοίκηση των Logistics αντιμετώπισης Κρίσεων, στην Επιχειρηματική Ανάλυση, στη τεχνολογία blockchain καθώς και στις εφαρμογές Διαδικτύου των Πραγμάτων (Internet of Things).  Έχει λάβει μέρος σε εθνικά και ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και έχει παρουσιάσει εργασίες σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Έχει εργαστεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας) και στο Κέντρο Ερευνών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. 


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Απριλίου 2025