Εκτύπωση του άρθρου

Γράφει η Άννα Γρίβα

 

 

 

 

Δύο αξιοπρόσεκτες ποιητικές συνθέσεις: οι Κυψέλες του Γιώργου Αλισάνογλου και η Παπούσα της Βίκυς Κατσαρού
 

Η σύνθεση ενός ολόκληρου βιβλίου στη βάση μιας θεματικής ή ενός συμβόλου είναι πάντοτε ένας ενδιαφέρων ποιητικός τρόπος, εφόσον προϋποθέτει την προσπάθεια του δημιουργού να αναδείξει ποικίλες όψεις ενός ζητήματος και να εργαστεί σε πλάτος αλλά και σε βάθος στη δόμηση του υλικού του.

Ο Γιώργος Αλισάνογλου στο νέο του βιβλίο (Κυψέλες, Κίχλη, 2021) μετατρέπει την κυψέλη και τη ζωή των μελισσών σε μια πρωτότυπη αλληγορία για να μιλήσει για τον άνθρωπο και όλους εκείνους τους μικρούς κόσμους, που σαν κυψέλες φιλοξενούν την εσωτερική μας πορεία, τις εμπειρίες μας, τις επιθυμίες μας, όλα εκείνα που συνθέτουν τον εαυτό. Οἱ φυλὲς τῶν μελισσῶν κατεβαίνουν σὰν κύμα/ μέσα ἀπὸ μιὰ ρωγμὴ στὸν οὐρανὸ/ τὸ λαμπύρισμά τους ἀνακοινώνει τὸν χρόνο, γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Εκεί αρχίζει η μνήμη» για να μεταφέρει τον αναγνώστη στην αρχή του βίου και να αρχίσει να ξεδιπλώνει το νήμα του χρόνου. Από αυτό το σημείο κι ύστερα δομούνται τα πολλαπλά στρώματα που κτίζουν τις κυψέλες μας: η οικογένεια, ο έρωτας, οι απώλειες, η φαντασία, η μνήμη, οι τόποι, οι εποχές, το σώμα. Στο ποίημα «Κυψέλες», που ανακαλεί τον Γιώργη Παυλόπουλο και το πολύσημο ερώτημά του «Πού πήγαν τα πουλιά;», διαβάζουμε τους στίχους: Ποῦ νά ’ναι οἱ μέλισσες;/ στὶς κυψέλες;/ στὸ πολύτιμο σκοτάδι/ τοῦ μυαλοῦ σου;/ στὴ λέξη ποὺ μὲ/ ἀκολουθεῖ στὸ στόμα;/ — ποῦ νά ’ναι οἱ μέλισσες;/ — αἰχμάλωτες στὴν ἐλευθερία. Αυτή η ελευθερία είναι που λανθάνει σε όλες τις μικρές «αφηγήσεις» του βιβλίου, αφού πάντα πίσω από τα νήματα των επιλογών και των επιθυμιών, υπάρχει μια διακριτή ανάγκη να χαραχθούν τα σημεία της κυψέλης-ζωής και να δοθεί ένα νόημα σε όσα ζουν επίμονα στη μνήμη: τώρα ψάχνω κεῖνο τὸ ἐγκόσμιο βάθος/ ὅ,τι μὲ λέξεις κάνει τὸ σῶμα νὰ θυμᾶται/ τὴν ἔκταση γύρω ἀπ’ τὰ χείλη.

Η επεξεργασία των επιμέρους θεμάτων, που αφορούν τόσο την βαθύτερη εσωτερική ζωή όσο και την ύπαρξη μέσα στον κόσμο, μοιάζει τελικά να δικαιώνει το αρχικό μότο του βιβλίου, παρμένο από την Παναγία των Παρισίων του Ουγκώ:  Κάθε ἐποχὴ ἀποθέτει τὴν πρόσχωσή της, κάθε φυλὴ καταθέτει τὸ δικό της στρῶμα στὸ μνημεῖο, κάθε ἄτομο ἐναποθέτει τὸ λιθάρι του. Ἔτσι κάνουν οἱ κάστορες, ἔτσι κάνουν οἱ μέλισσες, ἔτσι κάνουν οἱ ἄνθρωποι. τὸ μεγάλο σύμβολο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ Βαβέλ, εἶναι μιὰ κυψέλη.

Η Βίκυ Κατσαρού, από την πλευρά της, συνθέτει μια ποιητική αφήγηση (Παπούσα, Ενύπνιον, 2021) με πρωταγωνίστρια την Παπούσα, την «καταραμένη ποιήτρια των Τσιγγάνων». Η Παπούσα, κατά κόσμον Μπρονισλάβα Βάις, γεννήθηκε το 1908 ή 1910. Μια Εβραία τη δίδαξε γραφή κι έτσι έγινε μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της χώρας της, της Πολωνίας. Η Παπούσα πέθανε το 1987. Στο βιβλίο τίθενται δύο θέματα: η φύση του θήλεος, που ταυτίζεται με μια δύναμη δημιουργίας, αλλά και το ζήτημα της μοναξιάς που βιώνει κάθε ον που επιθυμεί την ελευθερία: Μα οράματα με ζυμώναν στο κρεβάτι/ όσο γνώριζα την καρδιά των Πάντων,/…/ δαιμονισμένη άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν/ όποτε έξω απ’ το σπίτι μου περνούσαν./ Μα μένα η καρδιά μου ολάκερη είχε ανοίξει/ στην αγάπη, στη ζωή,/ στη μάνα που γέννησε τα πάντα/ και το κορμί μου η γαλήνη κατοικούσε. Η Παπούσα είναι η διαρκώς ενσαρκούμενη γυναίκα. Η ίδια αναφέρεται σε προηγούμενες ενσαρκώσεις της: ήταν η Έρσουλα Σάδιλ, η Κατρίν Μονβουαζέν, η Ίζαμπελ Γκάουντι, μάγισσες όλες, άλλοτε του φωτός και άλλοτε του σκότους, αφού ο κόσμος δεν μπορεί παρά να συμφιλιώνει το καλό και το κακό, ώστε να φτιάξει το ένα. Αυτή η πολλαπλότητα εκφράζεται μέσα από υδάτινες εικόνες, που εικονοποιούν τη ροή των μεταβάσεων. Λέει η πρώτη ενσάρκωση, η Έρσουλα Σαδίλ: Το νερό πίσω δεν κοιτά, ρέει κλωστή ασημένια,/ στις φλέβες μου, στον ήχο των ματιών μου,/ στις τρίχες των μαλλιών,/ το νερό κλωστή ασημένια και πίσω δεν κοιτά.

Έτσι ανακαλύπτουμε τη μαγική φύση του θήλεος που δεν κατανοήθηκε και αποκλείστηκε, βασανίστηκε, δολοφονήθηκε μέσα σε πατριαρχικές κοινωνίες, σε μονοθεϊστικές θρησκείες, σε απάνθρωπες ιδεολογίες. Εκείνες που μέσα στους αιώνες καταδικάστηκαν ως μάγισσες ήταν γιάτρισσες, φαρμακεύτριες, ένθεες, φιλόσοφοι, ποιήτριες που προσπάθησαν να αρθρώσουν τη φωνή τους μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο. Η Κατσαρού ανανεώνει το ποιητικό σύμβολο του Τσιγγάνου, που φέρνει στον νου μας τον Παλαμά, και προσπαθεί να αφουγκραστεί την ομορφιά που χάθηκε για να θεμελιωθούν κοινωνίες που λησμόνησαν τον σεβασμό προς τη μήτρα της ζωής που είναι κάθε γυναικείο σώμα. Το ποίημα οικειώνεται το παρελθόν και στοχεύει προς το μέλλον, έτσι όπως τα λόγια της ίδιας της Παπούσα εύχονται και προφητεύουν: Κι είχε έρθει η ώρα μου/ να επιστρέψω στην καρδιά μου.

Άννα Γρίβα

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Ιανουαρίου 2022