Εκτύπωση του άρθρου

(συνέχεια)

 

Ο ατομικός μοντερνισμός παράγεται από ένα τρανς, μία μετάβαση της έξαρσης, της εφεύρεσης και της ανάλυσης του εαυτού προς μία νέα πραγματικότητα. Η ικανοποίηση πάνω στην οποία βασίζεται ο μοντερνισμός αποτελεί τον άξονα των υπόλοιπων διαστάσεών του.

Ερωτικός μοντερνισμός: πριν ικανοποιηθώ

Προσεύχομαι, ζητώ προτρεπτικά, εκκαλώ τον αναγνώστη πριν ικανοποιηθώ. Η προσέγγιση του άλλου που αφορά την ικανοποίησή μου, η δευτεροπρόσωπη προσέλκυση της αγάπης, δημιουργεί τον ερωτικό μοντερνισμό. Το αίτημα του άλλου στον ερωτικό μοντερνισμό συνίσταται  στην κατασκευή ενός ερωτικού εταίρου που έχει ήδη για τα καλά μεταλλαχτεί σε ψυχή ή σε σχεδόν νεκρή παρουσία τόσο από τον ρομαντισμό όσο και από τον συμβολισμό. Η απολεσμένη στην σημασία περσόνα, που αποτελεί το αντικείμενο της αγάπης στον ερωτικό μοντερνισμό, αναπτύσσεται τμηματικά, απλώνοντας σε δύο διαστάσεις όλες τις αναδιπλώσεις της: τα πρεσαρισμένα κορίτσια της Αβινιόν είναι η άλλη πλευρά της αποθηλυκοποιημένης Τειρεσία του Απολλιναίρ και των συναισθησιακών του ερωτογραφημάτων της  Λουίζ ντε Κολινί-Σατιγιόν, και συγκλίνουν με τις σωματικές λίστες των γυναικών του Μπρετόν και την παρανοϊκοποιημένη Γκαλά του Νταλί.

Το ερωτικό πρόσωπο, υπακούοντας στην ποιητικοποίησή του, εξακολουθεί να είναι ένα πράγμα οπτικά απροσπέλαστο. Η επινόηση όμως δεν είναι πια αρκετή. Αυτό το σκοτεινό και ασαφές πλάσμα πρέπει να δειχτεί, μία ανύπαρκτη εικόνα πρέπει να κατασκευαστεί. Μία τέτοια εικόνα που συντηρεί την μνήμη της ρομαντικής αποσπασματικότητας και τερατογραφίας, φτάνει μέχρι τον τεμαχισμό και οπτική αποσύνθεση του έμβιου σώματος.

Ο υπερρεαλισμός, ως το κατεξοχήν ρεύμα που γονιμοποίησε τον ερωτικό λόγο του μοντερνισμού, κλήθηκε για πρώτη ίσως φορά να δημιουργήσει ανύπαρκτες αλλά εξωστρεφείς εικόνες. Άλλωστε η οπτικοποίηση του αδύνατου καθίσταται ήδη εφικτή από τα νέα οπτικά μέσα. Στην ποίηση η γλώσσα έπρεπε να κατασκευάσει τις λακανικά αληθείς εικόνες μας μέσω μίας διαδικασίας επιτελεστικότητας, πράξης, ή πρακτικής και όχι μέσω της συνένωσης, σύνθεσης ή συγκέντρωσης κειμένων ή έργων: πρόκειται για την δεσποτική και απόλυτη επιβολή των εικόνων, όπως πραγματοποιούνται μέσω των λέξεων. Η ακραία τους εκδοχή, τα «ποιήματα αντικείμενα»:

Τα ποίηματα-αντικείμενα του Μπρετόν είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με τα άλλα ποιήματά του. Τα ποιήματά του είναι φτιαγμένα από ομίχλη και ψηλούς οβελίσκους δερματοστιγμένους από κεραυνό. Αλλά τα ποιήματά του είναι επίσης φτιαγμένα από καθημερινά αντικείμενα: μια πρόσκληση σε ιδιωτική προβολή, μια κορδέλα που συγκρατεί τις μπούκλες γυναίκας. Είναι τόσο κουβέντα του δρόμου όσο και ονειρική γλώσσα. […] Μερικές φορές, η αντίθεση μεταξύ της εικόνας και του γραπτού κειμένου οδηγεί σε αδιαφάνεια. άλλες φορές σε πυροτεχνήματα — ή σε σύντομες φλόγες. Στα ποιήματα-αντικείμενα η ποίηση δεν είναι απλώς μια γέφυρα, αλλά ένας εκρηκτικός μηχανισμός. Τα αντικείμενα, ξεκομμένα από το πλαίσιό τους, χάνουν τη χρήση και το νόημά τους. Δεν είναι πλέον πραγματικά αντικείμενα. Ούτε όμως είναι και σημεία. Τι είναι λοιπόν; μουγκά πράγματα που μιλούν. Το να τα βλέπεις σημαίνει να τα ακούς. Τι λένε? Ψιθυρίζουν γρίφους και αινίγματα. Ξαφνικά ανοίγουν αυτά τα αινίγματα και σαν χρυσαλλίδα που ελευθερώνει πεταλούδα, εκλύουν ξαφνικές αποκαλύψεις».[1]

Η απόδοση ασυνήθιστων ιδιοτήτων σε κοινά αντικείμενα, που προκύπτει από το παιγνιώδες, το ονειρικό και το παρανοϊκό, αφορά όχι τόσο την υπέρβαση της πρακτικής πλευράς των αντικειμένων όσο την επέκταση της λειτουργικότητάς τους. Όσοι διευκολύνονται στην βίωση ψευδαισθησιακών εμπειριών έχουνε την δυνατότητα να ανακαλύπτουν σημειωτικά σε κάθε αξιολογημένο -και αξιοποιημένο συμβολικά- αντικείμενο και μια άλλη αναλογία, μια ασυνήθιστη ιδιότητα, μια παράδοξη αντιστοιχία. Όσο κι αν μία τέτοια ανακάλυψη αντιμετωπίζεται ενθουσιωδώς, με σχεδόν αθλητική φιλοτιμία, πάντως εξίσου προδίδει την κυριαρχία του βεμπεριανού Sachlichkeit, που καθιστά τον κατακερματισμό ως μηχανισμό συγκέντρωσης της αξιακής κατασκευαστικότητας. Ένας κινητικός μηχανισμός ανασύνθεσης ενσωματώνεται στο ερωτικό αντικείμενο που δημιουργεί καινούργιες ‘βιομηχανικές’ συνδέσεις, και ανακαλύπτει νέες λειτουργικότητες, π.χ. το φλυτζάνι, που έναν χρόνο μετά το εμπειρίκειο σωματικό του ανάλογο, έγινε από την Όπενχαϊμ το απόλυτο γούνινο υπερρεαλιστικό αντικείμενο που επαληθεύει το αδύνατο:

Μια φίλη συνήντησε μιαν άλλη φίλη. Τα δεσμά που
συγκρατούσαν τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύ-
θηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κ' οι δυό φίλες
        έγιναν μια πόρπη.[2]

Ο μοντερνιστικός έρωτας είναι η θεοποίηση των ‘τοτεμοποιημένων’ ερωτικών πλασμάτων μέσω μίας διαδικασίας τμηματικής αντικειμενοποίησης. Μέλος με μέλος, ομφαλός με ομφαλός, μικρή με μικρή θεότητα, τα πλάσματα αυτά μεταλλάσσονται σε γρανάζια μίας μηχανής όχι πλέον του εγώ, αλλά κυρίως του άλλου, με μία σχεδόν κανδαυλιστική προπέτεια. Παράγοντας επιθυμία συντηρούνται αφαιρετικά οι μορφές που ενσωματώνουν την υπόσχεση της ικανοποίησης. Το ωραίο είναι αυτό που επεκτείνει επ’ άπειρον την αξία του μέσω της πολλαπλής λειτουργικότητάς του σε ένα σύστημα σεχταριστικής συναίνεσης: η ομάδα συγκεντρώνεται συστηματικά, παίζει παιχνίδια, συνεδριάζει, δικάζει, υπνωτίζεται, κινδυνεύει και διαλύεται. Και όλα αυτά πάνω στο από-αισθητοποιημένο αντικείμενο του πόθου

Σε τέτοιες συνθήκες το μηχάνημα του τμηματισμού αρχίζει να κατασκευάζεται από τον ερωτικό μοντερνισμό. Μία νέα αξία πρέπει να δημιουργηθεί. Ο αυτοματισμός ως τεχνική παραγωγής αυτής της αξίας ανοίγει μία πύλη γνώσης που δημιουργεί μία παράκαμψη. Ένα παιχνίδι μπορεί να παραχθεί με άλλες αρχές και καινούργιες πρώτες ύλες (προερχόμενες συχνά από τις αποικίες), χρησιμοποιώντας, ας πούμε, δύο ξύλινα κουτιά, μια μάσκα, ένα μεταλλικό εργαλείο αφαίρεσης κλιπ και μία υφασμάτινη σφαίρα. Ακόμη και ένα φιλί που ως θεία πνοή κατασκευάζει ένα ερωτικό σώμα. Αντιστοίχως δημιουργούνται αδιανόητες αναλογίες Ωμών ή Περιθωριακών παραλλήλων.

Ακριβώς εκεί, σε αυτή τη βάση της απόδοσης νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων σε τετριμμένα αντικείμενα, λαμβάνει χώρα και η χρήση της γλώσσας του ερωτικού μοντερνισμού, ως εργαλείου οπτικοποίησης του αφανούς. Οι λέξεις μπορεί να αποκτήσουνε νέα νοήματα όσο το δυνατό μακρινότερα από το μηδέν του παραδειγματικού τους άξονα.

Ας ξαναδούμε το αντικείμενο του πόθου μας. Στο αινιγματικό, το τμηματικό, το προκλητικό ή το παράδοξο εντοπίζεται το κακοποιημένο νέο ερωτικό, κακοπαθημένο από ύστερες αναγνώσεις που προϋποθέτουν την τυχαιότητα και την ασάφεια ώστε να γενικεύουν διδακτικά πάντα τα ίδια υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Κι όμως, η νέα κατάσταση δεν αντιπροσωπεύεται, ούτε μεταφέρεται ή αναλογείται, αλλά δημιουργείται. Σε αυτήν ακριβώς την δημιουργία προσβλέπει και η προετοιμασία της ικανοποίησης.  Αν η ικανοποίηση είναι η πραγμάτωση μίας ροπής,  διαλύω τα μέρη της μηχανής για να αφομοιωθώ από το νέο παιχνίδι, να εμπλακώ σε αυτό. Χωρίς την -- ουσιαστικά αντιλειτουργική κατά Χουιζίνγκα-- μηχανιστική διάλυση δεν μπορώ να παίξω, παρά μόνο να ειρωνευτώ, με όλη την κλασικιστική μου διαύγεια. Με την διάλυση μεταβιβάζω, δρω μετωνυμικά, αναβάλλω, δίνω τις λεπτομέρειες των πράγματων, απλώνω τα πιόνια και τις κάρτες μου, παρατηρώ από μακριά όλες τις διαστάσεις και τις πλευρές του ερώμενου πλάσματος, μίας αναβαλλόμενης Καρλότας Βάλντες που δεν θα εμφανιστεί ποτέ ενοποιημένη σε όλες τις ποθητές της διαστάσεις, όπως δεν έχει ποτέ κατασκευαστεί το χρυσάφι της αλχημιστικής μεταστοιχείωσης:

Η απραξία σου γεμίζει δάκρυα τα μάτια μου
Ένα σύννεφο ερμηνειών περιβάλλει κάθε μία σου κίνηση
Είναι ένα κυνήγι για το μελίτωμα
Υπάρχουν κουνιστές πολυθρόνες πάνω σε μία γέφυρα
 υπάρχουν κλαδιά που αποτολμούν να σε γρατζουνίσουν
 μέσα στο δάσος
Υπάρχουν σε μια βιτρίνα στην οδό της Παναγίας της Λορέτ
Δυο ωραία σταυρωτά πόδια πιασμένα μέσα σε μακριές κάλτσες
Που φαρδαίνουν στο κέντρο ενός μεγάλου λευκού τριφυλλιού
Υπάρχει μια μεταξωτή ανεμόσκαλα ξετυλιγμένη πάνω στον κισσό
Υπάρχει
Για να στηριχθώ επάνω στον γκρεμό
Της δίχως ελπίδα συγχώνευσης της παρουσίας και της απουσίας σου
Έχω βρει το μυστικό
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά[3]

Το απόλυτο συμπυκνωμένο σώμα που θα ικανοποιήσει την επιθυμία μου βρίσκεται ακόμη αμοντάριστο όσο οι παραλείψεις, οι μικρές μου αναπηρίες και τα κενά ορρωδούν μπροστά στο λανθάνον του περιεχόμενο. η πραγμάτωσή του θα εκδηλωθεί με το σπινθήρισμα (ή ατλάζι) της γλώσσας, του μοναδικού  οργάνου που διαφυλάσσει την δυνατότητα της ελευθερίας μας. Υπάρχει λοιπόν πάντα αυτό το εγγονοπούλειο αλεξιβρόχιο. Η γλώσσα είναι το «παράθυρο», αυτή η νεκρή κοπέλα που αγαπούσαμε παράφορα, αυτή η πονετική λέξη που διατηρεί την εξωστρέφειά της καθώς, θέτοντάς μας σε ετοιμότητα για την απόλυτη ικανοποίηση, περνά μέσα από την επίγνωση του τέλους: το fenêtre, είναι συγχρόνως και être fin.


[1] Octavio Paz (εισαγωγή Octavio Paz), Jean-Michel Goutier (επιλογή κειμένων και επιμέλεια), André Breton, Je vois, j'imagine, poèmes, objets, Paris, Gallimard, 1991, σ. XI (δική μου μτφ.).

[2] Βλ. Ανδρέας Εµπειρίκος, «Αντί Φλυτζανίου», Υψικάµινος, Άγρα, Αθήνα 1980, σ.29.

[3] [Πάντα Για Πρώτη Φορά] του Αντρέ Μπρετόν, στο Αντρέ ΜπρετόνΓαιόφως και άλλα ποιήματα (1916-1936). Εισαγωγή – μετάφραση - σημειώσεις Σωτήρης Λιόντος, εκδ. Ύψιλον 2004, σ.213. Αποδίδοντας το αδύνατο της σύγκλισης ιδεαλισμού και πραγματικότητας απέχουμε από την επανάληψη με έναν κιρκεγωριανό τρόπο: πάντα για πρώτη φορά θα δημιουργηθεί, με μία γλωσσικά επιτελεστική αναπαραγωγή, η αναδιάταξη του αντικειμένου, του οποίου η παιγνιωδώς χρηστική αναγκαιότητα τού αποδίδει αξία.


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιανουαρίου 2022