Εκτύπωση του άρθρου

 

«Τη μέρα που ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος θα έχουν γίνει οι μοναδικές σε χρήση μορφές έκφρασης, οι ποιητές θα απολαμβάνουν μία ελευθερία άγνωστη ως σήμερα». (Guillaume Apollinaire, “L’Esprit nouveau et les poètes”, Mercure de France 1918)

 

O Γκιγιώμ Απολλιναίρ ανακουφίστηκε όταν διαπίστωσε την αναπαραστατική δυναμική του ραδιοφώνου και του σινεμά, γιατί πλέον, με την μεσολάβησή τους, η λογοτεχνία μπορούσε να εναποθέσει εκεί όλες τις διαμεσολαβητικές της φροντίδες και χωρίς αυτές να γίνει επιτέλους τέχνη. Γιατί η λογοτεχνία άργησε να γίνει τέχνη, να αποκτήσει, δηλαδή, αυτοδυναμία. και τώρα που πέρασε για τα καλά ο 20ος αιώνας, φαίνεται ότι οι ‘εισπρακτικές’ τής ζητούν πίσω πιο επιτακτικά τα καθυστερούμενα, ενός και κάτι αιώνα, χρέη της στις τράπεζες από όπου αρχικά είχε δανειστεί: την ιστορική, την φιλοσοφική, την εθνική, την πολιτική, την ψυχολογική, την κοινωνική, την πολιτιστική.

Ο πλουσιότερος κλάδος της οικογένειας, η πεζογραφία, έχει αρχίσει να πληρώνει τα χρέη της στην πραγματικότητα. Συνεπέστερη, πιο νομιμόφρων, πιο αστή, η πεζογραφία σταδιακά αλλά σταθερά νομιμοποιεί τα αυθαίρετά της και πολιτογραφεί τις αυθαιρεσίες της, καταφεύγοντας στην αλήθεια της ζωής, των πηγών, των μνημείων, των μνημών, και της γλώσσας, μιμούμενη ή υιοθετώντας αυτή την αλήθεια. Έχει μάλιστα σχεδόν καταφέρει να διεκδικήσει στην δημόσια συνείδηση πλήρως τον έλεγχο του όρου ‘λογοτεχνία’.

Η αριστοκρατικής καταγωγής αποσυνάγωγος της λογοτεχνίας, η ποίηση, είναι αναποφάσιστη. Απομονώνεται όλο και περισσότερο. Έχει διαπιστώσει πως έχασε την παλιά της επιρροή. Ζηλεύει την πεζογραφία που τα καταφέρνει λόγω υψηλών γνωριμιών. Αγανακτεί για τις απανωτές και κατά συρροή κλοπές που έχει υποστεί όλων όσων με θυσίες και απώλειες εφευρίσκει. Οι υποστηριχτές της, θεωρητικοί και εφαρμοστές της αυτοδυναμίας της, παλέψανε πολύ. Συνέθεσαν ολόκληρα συστήματα για να αποδώσουν την μοναδικότητά της, μηχανισμούς ιδιαιτεροτήτων, ειδική γραμματική και σύνταξη. Έφεραν στο φως χαμένα συμβόλαια που της υπέγραψαν πριν πεθάνουν τα μεγάλα μυαλά του κανόνα.

Μα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ποιητικοποιώντας την αξία

Ο Χέγκελ, ο Μάρξ ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Φρόυντ περιέγραψαν ο καθένας με την γλώσσα του την μορφή που λαμβάνει η αξία όπως φανερώνεται αντιστοίχως στο υπόλειμμα της ιδέας, της εργασίας, της βούλησης, της δύναμης, ή του συμπτώματος. Η αξία φαίνεται να αποτελεί, μέσα σε συμφραζόμενα αναζήτησης των απτών ενδείξεων παρουσίας τού πιο πολύτιμου στοιχείου ενός συστήματος αλλαγής της αντίληψης περί πραγματικότητας, το ποσοτικό ή ποιοτικό αντίκρισμα μία μορφής, την σημασιολογική ποιότητά της (όταν έχουμε να κάνουμε με γλώσσα), την μεταφορά του νομισματικού της αντιτίμου.

Σταδιακά, λοιπόν, η αξία της ποίησης καθορίστηκε από τα παραπάνω μοντέλα αλλαγής των κυρίαρχων και προσδοκώμενων μορφών. Είτε είναι η συγκέντρωση των εξωτερικών στοιχείων σε μία εσωτερική ενότητα, είτε μία βίαιη πράξη που οδηγεί σε κατάρρευση του περιεχομένου, είτε μία μεγάλη μετάθεση στις κρυφές και απωθημένες αφηγήσεις, η αξία αποδίδει ποιητικότητα, αλλάζοντας την ροή της ιστορίας. Η μεταφορά του βάρος της αλήθειας στο υλικό που δεν είναι ακριβώς η γλώσσα αλλά αυτό το υπόλειμμα συμβολικού ζητούμενου της σημασίας ανέθεσε στην ποίηση την κάλυψη του κενού της πραγματικότητας.

Έτσι σταδιακά διαμορφώθηκαν πρακτικοί τρόποι με τους οποίους η αξία άρχισε να εξαρτάται όχι από την περιγραφή και το επιχείρημα, αλλά από ποιότητες συμμετοχής και πραγμάτωσης, μία βιωματικότητα, μία τροποποίηση των αρχών του ηθικοθετικισμού σε αυτο-έκφραση. Με τέτοιους όρους μπορούμε να παρακολουθήσουμε το συμβάν να γίνεται γλώσσα εισάγοντας κάτι πνευματικό -που δεν είναι οι ηθικοί νόμοι- στην αμεσότητα των αισθήσεων.

Είτε λοιπόν, η μορφοποίηση ως κρυστάλλωση των δυνάμεων επιβλήθηκε από κάτι υψηλό, είτε από κάτι ταπεινό, πάντως, η αξία των πραγμάτων (και φυσικά της τέχνης) έγκειτο σε αυτήν ακριβώς την μορφοποίηση. Στην κορυφαία χρονικότητα της ποιητικής δημιουργίας ανέκυπτε μία μορφή που συμπύκνωνε τις μη εγγενείς αλλά συστατικές διεργασίες της δημιουργίας της. Το υπολείπον αυτό στοιχείο του αντικειμενικά ιδεατού, η κρυστάλλωση ως πήγμα της αναλωμένης ενέργειας και η οπτικοποιημένη ενοποίηση που απέδιδε την Στιγμή της συμπύκνωσης αποτέλεσε το αξιακό αντίκρισμα του μοντερνισμού.

Η ποίηση ως αυτόνομο είδος είχε ανάγκη από αυτή την αποκρυστάλλωση. Η εξόρυξη της πολύτιμης πρώτης ύλης του σημασιακού, βιωματικού και υλικού ορύγματος της πνευματικότητας αποζημίωνε αντισταθμίζοντας τις απώλειες της γλώσσας, καθώς και το τέλος των πολλαπλών ηγεμονιών και ιερών συμμαχιών επάνω της. την αφομοίωσή τους ώστε να αναμορφώσει τον εαυτό της. Την χαμένη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό. Ο κραταιός μυστικισμός ζητούσε μεταφορά σε νέα θυρίδα. Η ποίηση ήταν η παραδοσιακή τέχνη από τζάκι που θα μπορούσε να αναλάβει την υπουργική θέση των έκπτωτων αξιών όταν αποφάσισαν πλέον να κυκλοφορούν μόνον με την robe de chambre.

 Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που μπορεί να υπάρχει: ρομαντισμοί και νεορομαντισμοί

Η λίμνη, το άλμπατρος, η κονιορτοποιημένη σωρός της Λούσυ Γκραίη, ο Οζυμανδίας με τα χωμάτινα πόδια, η Φεγγαροντυμένη και η υπόλοιπη δεξαμενή (ή στέρνα) των ευκρινών αλλά απροσδιόριστου νοήματος ποιητικών εικόνων συμπυκνώνουν συμβολικά το αντίκρισμα της απώλειας: η αθρόα κοπή νέων νομισμάτων που ανέλαβε ο ρομαντισμός διαμορφώνοντας το ανοικτό νόημα του συμβόλου και αλληγοροποιώντας την διαδικασία αυτής της συμβολοποίησης κατασκεύασε την βάση ολόκληρης της νεωτερικότητας. Οι ρομαντικοί εξήλθαν στον κόσμο μετά από την καραντίνα των ιερών κειμένων και βάλθηκαν να απλωθούν με μανία σε κάθε ετερότητα μεταθέτοντας σε αναλογίες και μεταβιβάζοντας σε αφηγήσεις τα τραύματά τους. Οι νέες αξίες σημασιοδότησης ανόρθωσαν την οικονομία της ποίησης: ο θάνατος, απογυμνωμένος από τον μεσαιωνικό του μανδύα, χωρίς πάντως να δείχνει όλα του τα οστά, συχνά μάλιστα παραπλανητικά μεταμφιεσμένος, μισοκρύφτηκε στα σκοτάδια, τους καπνούς, τα νέφη και τα κύμματα, ενώ η ζωή στο βάθος του ορίζοντα έλαμπε ολοκόκκινη από την φλόγα της μάχης και του συναρπαστικού λυκόφωτος. Και να που υπάρχουν σημασίες, που ακόμη κι αν είχαμε φανταστεί, δεν τολμούσαμε πάντως να διατυπώσουμε πριν, εγκλεισμένοι, στις ιδανικότερες περιπτώσεις, μέσα σε μοναστηριακές ή αυλικές βιβλιοθήκες. Ο ρομαντισμός ήταν η τελευταία εποχή του υπαρκτού νοήματος, όσο κι αν αυτό έμενε κρυμμένο σε απάτητους δρόμους και έπρεπε να βγούμε έξω για να το βρούμε οργανώνοντας περίλαμπρες περιηγήσεις.  

Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που έχει χαθεί: συμβολισμός και τέλος του αιώνα

Ο θάνατος αυτού του νοήματος, που κάποτε υπήρχε, καθόρισε τον συμβολισμό. Έπρεπε να βρεθεί εκείνη η σημασία, αλλά η αδύναμη μνήμη της ενηλικίωσης πολύ συχνά προδίδει τις προσδοκίες της εφηβείας. Ολόκληρος ο 19ος αιώνας των απογοητεύσεων ακύρωσε τα βαθιά νοήματα της ποίησης. Ο Συμβολισμός απέδωσε το πένθος των μεγάλων σημασιών και την τραυματοφιλική χαρά της τελειωτικής ταφής τους. Ο γόνος της μεγάλης οικογένειας της ποιητικής σημασίας επιστρέφει μετά την κηδεία της στο σπίτι και κλείνεται. Κατεβαίνει τα σκαλιά προς την κρύπτη του. Η αρχιτεκτονική του σπιτιού του μας είναι αμυδρά οικεία. Αποτελείται από επιβλητικές επίχρυσες έννοιες παρά από αντικείμενα. Σε μία διαρκή αντήχηση αυτών των εννοιών η ποίηση πρέπει με ένα ‘Λοιπόν’ να συνεχίσει ή με ένα αυτοσαρκαστικό ‘Παίξε’ να τελειωθεί. Προς το παρόν καραδοκεί ναρκωμένη, κοιτώντας την αντανάκλαση της τελευταίας αχτίδας του λυκόφωτος στον βαρύ ιδανικό της καθρέφτη και τα οράματα του πνιγμού της σημασίας σε αυτή. Ας γράψουμε, έστω με σπάνιες πένες για αυτόν τον τέλειο πνιγμό.

Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που δεν υπάρχει: μοντερνισμός

Η βαριά βιομηχανία της κατασκευής γλωσσικών προϊόντων που καλύπτουν το κενό της σημασίας καταλαμβάνει τις εκτάσεις έξω από την μοντερνιστική πόλη. Μπορούμε να τα εντάξουμε όλα στις μηχανές της χαμένης σημασίας. Μπορούμε γράψουμε και για αυτό που δεν υπάρχει, εφόσον διασφαλίσουμε ικανοποίηση και βία.

(Συνεχίζεται)

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Απριλίου 2021