Εκτύπωση του άρθρου
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
 
 
 
 
 
ΛΑΜΙΑ Ή
ΤΟ ΑΔΑΜ ΠΟΥΛΙ
(Ποιήματα για την κόρη μου)
 
 
ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΡΡΟΗ ΔΑΚΡΥΩΝ
 
Έρχεσαι από έναν άλλο κόσμο
με ματωμένο το ένα σου γόνατο.
Ελαφρά κουτσαίνεις.
Τα χέρια σου μαζεύονται σαν πατούσες αγριμιού.
Πονάς. 
Νιώθεις αδύναμη κι αυτό σε θυμώνει.
Θέλεις να κλάψεις.
Σαν νυχτόβιο ζώο ορμάς
σε ό,τι γύρω δεν είναι δικό σου.
Ξαφνικά σε μια απρόβλεπτη κίνηση
τρέχεις και πνίγεις την πληγή στο ιώδιο.
Σφίγγεις τα δόντια.
Ο πόνος σού παραμορφώνει το πρόσωπο. 
Άθελά σου ξεφεύγουν δάκρυα.
Σέρνομαι μ’ όλο τον εαυτό μου πίσω σου 
μα με διώχνεις.

Κάπως έτσι, μεγαλώνεις.
 
 
ΑΠΕΝΑΝΤΙ
 
Στέκεσαι στο φανάρι
τραβώντας με βίαια απ’ το χέρι.
Ξαφνικά τρέχεις.
Η ορμή σου παρασέρνει το οδόστρωμα 
πίσω μας προς τη μία πλευρά.
Επικίνδυνα γέρνει.
Η βροχή της νύχτας έχει αφήσει 
νερόλακκους στην άσφαλτο.
Σκας με το πέλμα το νερό
κι η χυμένη βενζίνη το κάνει να λαμπυρίζει
σαν στιγμιαίο πυροτέχνημα.
Η ταχύτητα των αυτοκινήτων σε ζαλίζει.
Το ίδιο κι η λάμψη από τον σηματοδότη
με το εκτυφλωκτικό αιμάτινο στεφάνι της.
Δεν καταλαβαίνεις
-και λαχανιάζοντας επιμένεις-
γιατί πρέπει να περιμένουμε 
το βαρετό πράσινο ανθρωπάκι 
με την εύκτακτη συμμετρία του
τη στιγμή που εκεί λαμπυρίζει ένα τέτοιο φως.
 
Περνάς απέναντι με κόκκινο.
 
 
ΛΕΞΕΙΣ
 
Γέρνουν όλες στην αριστερή πλευρά
σε φθίνουσα απόκλιση. 
Τα άτακτα ιερογλυφικά τους καβαλούν με άνεση
τη συμμετρία των γραμμών 
στο γαλάζιο τετράδιό σου.
Το μολύβι ιδρώνει στο χέρι σου.
Το κάθε περίγραμμα χαράσσεται
με αξιοθαύμαστη προσήλωση
λες και πρόκειται να στάξει αίμα.
Θέλω να κλείσω τα δάχτυλά μου
γύρω απ΄τα υπερβολικά σφιγμένα δάχτυλά σου.
Να διεκδικήσω για μένα
τη ζέση του νεοφώτιστου.
Θέλεις ν’ ανοίξεις τα περιθώρια
να σβήσεις τις γραμμές
ν’ αφήσεις ελεύθερους
τους ακατανόητους αυτούς σχηματισμούς
στη λαμπρή πτήση τους 
προς το νόημα.
Μυρωδιά βρεγμένης νύχτας
στριμώχνεται στο παράθυρο.
Οι αισθητήριες ίνες του μυαλού σου
σιγά-σιγά ατονούν.
Το μολύβι πέφτει.
Με μακάριο βλέμμα αναχωρείς
-έχοντας βρει άλλον τρόπο συνομιλίας με τα ψηφία-
σ’ εκείνον τον τόπο
τον σπανίως ορατό
που οι λέξεις σχηματίζονται
 
πριν τη γραφή
πριν απ’ τον ήχο τους. 
 
 
ΤΙΜΩΡΙΑ
 
Στέκεσαι όρθια
λίγο ζαλισμένη ακόμη απ’ τον ύπνο.
Τα μαλλιά σου αναβοσβήνουν άτακτα.
Τα μέλη χαλαρωμένα
–κομμένα λες απ’ το κορμί-
εκπέμπουν τούφες-τούφες όνειρο.
Το βιβλίο που κρατάς
είναι βαρύ για το χέρι σου.
Το στηρίζεις ανάποδα απ’ τη ράχη
με τις σελίδες ν’ ανοίγουν προς τα κάτω
σαν βεντάλια.
Οι εικόνες του αντανακλώνται 
στο μπράτσο σου
κάνοντάς το να κοκκινίζει.
Έτσι όπως σηκώθηκες απότομα 
μες στη νύχτα απ’ το κρεβάτι σου
αναδίνεις ζέστη.
Σε αγκαλιάζω να την προσεταιριστώ
αλλά με μια ιλλιγγιώδη καμπύλη 
του χεριού με απωθείς.
Τα στρατιωτάκια στην πυτζάμα σου
μου δείχνουν τις κόκκινες λόγχες τους.
Πολύ συχνά φωνάζω.
Δεν είμαι στο κρεβάτι μου νωρίς
κι ακόμη μου ξεφεύγουν κάποτε
εκείνες οι κακές λέξεις.
Ας αποκοιμηθώ λοιπόν μόνη.
 
Δεν το αξίζω το παραμύθι σου.
 
© Poeticanet 
 
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Μαΐου 2020