Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ

ΛΑΜΨΕ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ


Μια αναλαμπή. Περπατώ ανάμεσα σε τοίχους. Μαλακούς σαν ανθρώπινα σώματα. Διάβαση μες στο απόλυτο σκοτάδι. Οδηγός μου μια κόκκινη αναλαμπή. Με τα χέρια απλωμένα, σαν υπνωτισμένος, περπατώ προσεκτικά.

Μια αποθήκη γεμάτη ζωντανές γλώσσες. Με γλείφουν τρυφερά. Με ξεπλένουν απ’ το παρόν. Μιλούν μια μαλακή σωματική γλώσσα. Υγρό χάδι ενσαρκώνει τη φωνή. Μιλά αφή. Μια κόκκινη αναλαμπή με οδηγεί. Ελεύθερη πτώση σε μια μνήμη γεμάτη σώματα. Γεμάτα σώματα.

Τράκαρα πάνω σε κάτι. Έσπασα; Το ‘νιωσα σαν κύμα. Σαν βουνό θεόρατο, αλλά υγρό. Η γλώσσα κόκαλα τσακίζει…Μήπως έσπασα; Ουρλιάζω. Ουρλιάζω ξανά. Η φωνή μου ακούγεται ολόκληρη. Και μ’ ένα περίεργο τρόπο, τη νιώθω πιο ολόκληρη. Μια αναλαμπή στο στόμα μου. Μια κόκκινη αναλαμπή στην άκρη της γλώσσας μου. Σαν κάτι να την έχει κόψει  για να ελευθερωθεί.

Κάτι έσπασα. Πονάω! Το χαλινό της γλώσσας μου, νομίζω. Τι βλάκας. Πρώτος κανόνας: Μην τεντώνεις τη γλώσσα σου πιο πολύ απ’ όσο παίρνει. Μην τη βάζεις όπου βρείς ! Μάθε να συγκρατείς τη γλώσσα σου. Αγοράκι μου! Τ’ ακούς ;;;;

Σιωπή. Σιωπηλός πόνος. Εεεεε….λοιπόν, μιλούσαμε για….συγγνώμη μήπως μπορείτε να επαναλάβετε; Δεύτε λάβετε. Ω, λαβωμένη γλώσσα. Δεύτε λάβετε. Λεπτή και μακριά. Δεύτε λάβετε ΕΙΠΑ. Ταϊσμένη με ήχους. ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΟΥ. Τη νιώθεις να ξεδιπλώνεται; Να λικνίζεται; ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ. Να λάμπει; Να συρίζει;

Ακούω ήχους: Βλέπω ακούγοντας. Κουρτίνες αρχίζουν να πετάνε, μια παιδική στράτα τρέχει μόνη της πέρα, αναποδογυρίζουν γυαλικά, δεν βλέπω τίποτα. Βλέπω μιλώντας. Λαλαλαλαλαλαλαλα. Καμιά φορά φλυαρώ. Λαλαλαλαλαλαλαλα. Μια μεγάλη γλώσσα με σηκώνει σαν τεράστιο κύμα στον αέρα. Υγραίνει όλο μου το σώμα. Με τυλίγει και με νανουρίζει. Με γυρίζει στο νερό.

Σκοτάδι. Κουλουριασμένος γύρω από μια μικρή κόκκινη αναλαμπή. Που αναβοσβήνει ρυθμικά. Τυλιγμένος σε μαλακούς ιστούς, κοιμισμένες γλώσσες κατάκοπες απ’ τους αιώνες. Γλώσσες μεγάλες, κοφτερές, στέρεες, επιθετικές, κοντές και επαναληπτικές, σαν σημαίες κυματιστές, γλώσσες λάβαρα, παντιέρες, γλώσσες ελευθερία ή θάνατος, γλώσσες σάβανα, πανιά, σεντόνια, γλώσσες μαξιλάρια, γλώσσες ξέστρωτα κρεβάτια, ψιθυριστές, καλοκαιρινές, καυτές, χώνονται στ’ αυτί, στριφογυρίζουν, ανιχνεύουν άλλα σώματα, εξερευνούν. Γλώσσες καραβέλες, γόνδολες, πιρόγες, τριήρεις, μεταγωγικά, αλιευτικά. Γλώσσες στ’ αμπάρια αλυσοδεμένες, γλώσσες σιδηροδέσμιες, σιδερόφρακτες, ´Αλλες φαλλικές, άλλες με κρυφές κοιλότητες προκλητικές. Γλώσσες του πατέρα, γλώσσες της μητέρας. Όχι οι λέξεις. Ο ήχος. Η αφή των λέξεων. Ήχος είναι το δέρμα της λέξης. Η προσωδία, το χρώμα, οι μεταπτώσεις, τα κρεσέντο. Ταξίδι σε σώματα. Στα σκοτεινά. Στο στόμα μου αναβοσβήνει μια κόκκινη αναλαμπή. Η γλώσσα μου ρυθμός. Η γλώσσα μου καρδιά. Η γλώσσα μου. Αναδεύεται. Φουσκώνει. Αναδιπλώνεται. Συσπειρώνεται. Τινάζεται. Αντιμιλά.

Θυμωμένη γλώσσα. Μαστιγώνει δεξιά αριστερά. Ορμάει και κατακτά. Υποτάσσει άλλες γλώσσες. Τις δένει στο κρεβάτι και τις βιάζει. Τις αφήνει ζαλισμένες και φεύγει. Μπλέκει με συμμορίες. Σπάει παράθυρα στις γειτονιές. Φτύνει σε τοίχους μελάνι. Κοντανασαίνει. Τα κάνει γυαλιά καρφιά. Απομένει στην άκρη του πεζοδρόμιου ως το πρωί μισολιπόθυμη και μεθυσμένη. Ύστερα σέρνεται και κρύβεται σπίτι.

Παύση.

Αμίλητος. Σκοτεινό δωμάτιο. Γρίλλιες κατεβασμένες, βαριές κουρτίνες τραβηγμένες. Πουθενά η αναλαμπή. Σκοτάδι. Ύστερα τη νιώθει. Πνιγμένη στο βάθος της κοιλιάς του. Πρέπει να βρεί το δρόμο στα τυφλά. Αναμονή. Τεράστια. Αναίτια. Άδεια. Μια άδεια γλώσσα είναι θάνατος. Ποιος αντέχει χωρίς λέξεις. Απροσδόκητα. Νιώθει ένα σκούντημα. Μια γλειψιά. Σκύλος. Κάτι πάλλει πίσω μου. Ζέστη. Ζωντανό κορμί.

Μια κόκκινη αναλαμπή με οδηγεί. Γλώσσες σαν μαλακά κύματα γλείφουν την καρίνα μου. Νιώθω ένα αλμυρό αέρα να μου ανακατεύει τα μαλλιά. Ταξιδεύω πάλι. Ακούω το κύμα να χτυπάει στα σανίδια της φωνής μου. Κρατάω το πηδάλιο. Ανάβω το τσιμπούκι μου. Και το υγραίνω με την άκρη της γλώσσας μου. Μια μεγάλη γλώσσα δεμένη στο κατάρτι. Προσπαθεί να τραγουδήσει. Ακούει αμίλητη, αλυσοδεμένη, γλώσσες σειρήνες που ασκούν το καθήκον της σαγήνης. Οι σώφρονες την κρατούν δεμένη. Για να επιζήσει μια γλώσσα πρέπει να κρατηθεί αλώβητη. Και να ολοκληρώσει το ταξίδι της. Ύστερα μπορεί να πεθάνει. Αλλά ένα θάνατο φυσιολογικό. Ένα θάνατο από γηρατειά, από μια ζωή καταναλωμένη που είπε ό,τι είχε να πεί και τέλειωσε τη διαδρομή της. Που τα ‘γλειψε όλα και πλήρης λόγων, αδιάφορη πιά για τα εγκόσμια, μπορεί να τα εγκαταλείψει. Όχι όμως σπαραγμένη από σαγηνευτικές φωνές. Όχι να χαθεί στα στομάχια ξένων γλωσσών, να τη χωνέψουν ξένοι. Μια γλώσσα πρέπει να φτάσει σπίτι της ακέραια πριν πεθάνει. Πρέπει να βρεί τον προορισμό της. Την Ιθάκη της, την Πηνελόπη της. Να της δώσει ένα γερό φιλί με γλώσσα. Τι μηχανεύεται μια γλώσσα για να κρατηθεί ζωντανή; Ας το βρούν οι γλωσσολόγοι. Εγώ συνεχίζω το ταξίδι.

Δυο βράχοι που ανοιγοκλείνουν σαν ψαλίδι. Σνιπ. Σναπ. Άγχος. Έτσι και δεν προσέξω θα μου την κόψουν. Ένα ολίσθημα, ένα γλίστρημα, μια παραδρομή και πάει. Σε τι μονάδες μετριέται το άγχος ευνουχισμού μιας γλώσσας; Σε μονάδες Φρόυντ μάλλον. Ή μήπως σε μονάδες Λακάν; Δεν προλαβαίνω να κάνω ανάλυση τώρα.  Πρέπει να ξεφύγω. Κομμένα τα λόγια. Αν πρόκειται να επιζήσω πρέπει να σκεφτώ. Γρήγορα. Κάνω μακροβούτι.

Στο βυθό σιωπηλές γλώσσες με μισή ουρά από ψάρι με οδηγούν λικνιστά. Μες στο σκοτάδι του βυθού τα λέπια τους διαχέουν χιλιάδες μικρές αναλαμπές σαν χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Χριστέ μου! Τι όμορφο. Πώς λάμπει όλο αυτό το σκοτάδι. Τρέμω σύγκορμος. Λάμπει όλο μαζί. Καμιά κατεύθυνση. Είμαι στο κέντρο. Στο κέντρο ομορφιά. Υγρασία, λαμπερό σκοτάδι κι ομορφιά. Αγαπάω. Νιώθω ερωτευμένος. Έχω χάσει τη φωνή μου. Αλλά έχω βρεί τον εαυτό μου. Είναι στιγμιαίο όμως. Πρέπει να βγώ να πάρω ανάσα. Αλλιώς θα σκάσω.

Μια αναλαμπή ξεχωρίζει από τις άλλες. Σαν ένστικτο επιβίωσης αναλαμβάνει πάλι να με οδηγήσει έξω. Μέσα από τις συμπληγάδες και τις σειρήνες. Εκεί όπου ανακτώ πάλι τον έλεγχο της σκέψης μου. Η σκέψη είναι το πηδάλιο της γλώσσας. Ξαναπιάνω το πηδάλιο. Κι αρχίζω να δίνω εντολές.

Δεν έχω βάλει γλώσσα μέσα δυό εικοσιτετράωρα. Ζαλίζομαι. Η αρμύρα μού ‘χει στεγνώσει τα χείλη. Περνάω τη γλώσσα μου πάνω τους. Ύστερα τη βγάζω στο όρνιο που γυροφέρνει πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ειρωνεία, κοροϊδία, χλευασμός. Η γλώσσα μου σε απάντησή σου. Να! Εγώ θα επιζήσω. Και θα συνεχίσω να μιλάω. Άλλα πεντακόσιες εξηντατρείς χιλιάδες εικοσιτετράωρα. Πόσα είναι αυτά; Αν δεν είναι αρκετά βάλε κι άλλα. Στεγνή και με σπασμένο χαλινάρι η γλώσσα μου, αλλά θα πάει παντού. Όλα θα τα πώ πριν με φάς. Τα’ ακούς; Όρνιο που ξερογλείφεσαι; τη γλώσσα μου θα τη φάω μόνος μου. Κανείς σας δεν θα μου την κόψει. Αλλά και να μου την κόψει εγώ πάλι θα μιλάω. Δεν ξέρω με τι. Αλλά θα μιλάω. Και θα λέω τα δικά μου. Γλείφτης εγώ δεν γίνομαι.

Κουράστηκα. Θα γείρω λίγο εδώ στο πλάι. Θα αφεθώ σ’ αυτές τις μαλακές γλώσσες που με κανακεύουν. Που με φροντίζουν με το υγρό τους χάδι. Που μ’ αγαπούν. Που φέρνουν τα κύματα ζεστά να με σκεπάσουν. Που θα με ταξιδέψουν στο χρόνο. Να συναντήσω όλες τις γλώσσες που μου μίλησαν με τον τρόπο τους. Όλες τις γλώσσες που φίλησα ποτέ. Όλες τις γλώσσες που έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι του στόματός τους. Και εδώ, σ´ αυτόν εδώ τον ύπνο, θα μπορώ, με την ησυχία μου, να τις συναντώ ξανά και ξανά για πάντα.

Γιάννης Ζέρβας

Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Μαρτίου 2007