Εκτύπωση του άρθρου

LEONIV DIMOV

Εισαγωγή-Μετάφραση Angela Braciu

 

 

Leonid Dimov (n. 11 ianuarie 1926, Ismail, Basarabia – d. 5 decembrie 1987, București) a fost un poet și traducător român, cu rădăcini evreiești, unul dintre precursorii Postmodernismului românesc, membru marcant al grupului onirist.
A fost redactor al revistei România literară.

În 1959 îl cunoaște pe Dumitru Țepeneag, alături de care va teoretiza onirismul estetic. Grupul oniric îi va include pe Emil Brumaru, Sorin Titel, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neacșu, Florin Gabrea, Vintilă Ivănceanu.

În 1971, după Tezele din iulie, presiunea cenzurii se resimte acut și grupul se destramă, unii dintre membri plecând în exil (Țepeneag, Gabrea, Ivănceanu), alții retrăgându-se din zona vizibilă a lumii culturale (Dimov, Mazilescu, Turcea, Titel).
Relația apropiată a lui Dimov cu Țepeneag și apartenența la Grupul oniric l-a adus pe poet în atenția Securității, care l-a urmărit ani de-a rândul, după cum o dovedesc documentele din arhiva CNSAS. 

Dimov a murit în urma unui stop cardiac; este înmormântat la Cimitirul Șerban-Vodă (Bellu). 

Premiul Uniunii Scriitorilor pentru traducere (1979)
Premiul Asociației Scriitorilor din București pentru poezie (1968, 1977, 1982)

 

Ο Leonid Dimov (γεν. 11 Ιανουαρίου 1926, Ισμαήλ, Βεσσαραβία - π. 5 Δεκεμβρίου 1987, Βουκουρέστι) ήταν Ρουμάνος ποιητής και μεταφραστής, με εβραϊκές ρίζες, ένας από τους προδρόμους του ρουμανικού μεταμοντερνισμού, εξέχον μέλος της ομάδας των ονειρικών.

Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού România literară.

Το 1959 γνώρισε τον Dumitru Țepeneag, με τον οποίο διατύπωσε τη θεωρία του αισθητικού ονειρισμού. Η ομάδα των ονειρικών θα περιλαμβάνει τους Emil Brumaru, Sorin Titel, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neacșu, Florin Gabrea, Vintilă Ivănceanu.

Το 1971, μετά τις Διατυπώσεις (της θεωρίας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρουμανία) του Ιουλίου, η πίεση της λογοκρισίας έγινε έντονα αισθητή και η ομάδα διαλύθηκε, μερικά από τα μέλη πήγαν στην εξορία (Țepeneag, Gabrea, Ivănceanu), άλλα αποσύρθηκαν από την ορατή περιοχή του πολιτιστικού κόσμου (Dimov, Mazilescu, Turcea, Titel).

Η στενή σχέση του Dimov με τον Țepeneag και η συμμετοχή του στην Ομάδα των Ονειρικών έφερε τον ποιητή στην προσοχή της Securitate, η οποία τον ακολουθούσε για χρόνια. 

Ο Dimov πέθανε από καρδιακή ανακοπή.

Βραβείο Μετάφρασης της Ένωσης Συγγραφέων (1979)
Βραβείο Ποίησης της Ένωσης Συγγραφέων Βουκουρεστίου (1968, 1977, 1982)

 

Cumpărături 
*
Se făcea, îmi amintesc atît de clar
Că eram într-un mare magazin alimentar
Saturat de miresme bizantine :
Vanilie, scorţişoară, măsline.
Un magazin cît o cetate
Dar pierdut în semiobscuritate.
Pîlpîiau din cînd în cînd nişte lumini
Din rafturile cu produşi levantini
Către raioanele suplimentare
Cu textile şi lampadare cînd, dincolo de geamul
unsuros,
Te-am zărit mestecînd într-un fel de sos,
Menit a păstra heringi ori scrumbii
Şi m-am îndrăgostit de tine cît ai clipi.
Atunci ai zîmbit din pleoape,
Ai apăsat pe nişte supape,
Ai aranjat cutiile cu conserve de ghigorţ,
Ţi-ai scuturat pletele, ţi-ai şters mîinile de şorţ
Şi ai venit în faţa mea.
Erai mică, aveai privirea grea,
Stăteai, desculţă şi trandafirie,
Ca-ntr-o poză din copilărie
Şi mi-ai spus că deşi trăieşti pentru mine
Prin odăi, tramvaie, prin magazine,
Nu va mai fi ce-a fost niciodată
Căci toată făptura mea e schimbată
Şi poate că nici nu mai ţii minte
Vremile fericite de la Aşezăminte
Cum rîdeam amîndoi deodată
La ivirea degetelor de sub plapuma matlasată.
Atunci m-am îndreptat spre manufacturi
Şi-am început să fac tot felul de cumpărături
Fără alegere, fără rost,
Pentru anotimpurile care-au fost.

Ψώνια

Ήταν σαν, πολύ καθαρά το θυμάμαι αυτό,
Να ήμουν σε ένα μεγάλο μπακάλικο
Κορεσμένο από βυζαντινές μυρωδιές:
Βανίλια, κανέλα, ελιές.
Ένα μαγαζί όσο ένα φρούριο μεγάλο
Μα στο μισοσκόταδο χαμένο. 
Τρεμόπαιζαν από καιρό σε καιρό φώτα
Από ράφια με λεβαντίνικα προϊόντα 
Προς τα πρόσθετα τμήματα
Με υφάσματα και φωτιστικά όταν, πέρα από το λερωμένο 
παράθυρο,
Σε είδα να ανακατεύεις κάποιο είδος σάλτσας,
Με σκοπό ρέγκα ή σκουμπρί να καρυκεύσεις 
Και σε χρόνο μηδέν σε ερωτεύτηκα.
Τότε χαμογέλασες με τις βλεφαρίδες,
Πάτησες μερικές βαλβίδες,
Τακτοποίησες τα κουτάκια με κονσέρβες πέρκας,
Κούνησες την χαίτη σου, σκούπισες τα χέρια στην ποδιά
Και μου ήρθες μπροστά.
Ήσουν μικρή, είχες θολό βλέμμα,
Στεκόσουν ξυπόλητη και ροδαλή,
Όπως σε μια φωτογραφία παιδική 
Και μου είπες αν και ζούσες μόνο για μένα  
Μέσα στα δωμάτια, στο τραμ, στα μαγαζιά,
Δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο
Γιατί όλο το είναι μου έχει αλλάξει
Και ίσως καν δεν θυμάσαι  
Τις ευτυχισμένες στιγμές στα Ιδρύματα 
Πώς γελούσαμε και οι δύο ταυτόχρονα
Βγάζοντας έξω από το καπιτονέ πάπλωμα τα δάχτυλα. 
Έτσι προς τα εργοστάσια στράφηκα
Και άρχισα να κάνω κάθε είδους ψώνια
Χωρίς επιλογή, χωρίς νόημα,
Για τις εποχές που κάποτε υπήρξαν.

 Vis cu bufon

În laptele dimineții aceste
Din orașul climateric cu însușiri alpestre
Au explodat ciudat prăjiturile din vitrină.
Zic ciudat, pentru că doar piereau într-un glob de lumină
De culoarea lor întunecată
Pentru prăjiturile de ciocolată,
Roz, cu scame de tăciuni
Pentru prăjiturile de căpșuni,
Verzui și galben un pic
Pentru prăjiturile cu fistic
Şi așa mai departe.
Eu mă gândeam, bineînțeles, la moarte
Când a intrat sunând din clopoței, pe rotile,
Bufonul unui rege mort cu zile,
Mort subit
Pe când plutea de plăcere printr-un veac văruit.
Dar să lăsăm gluma. Era
Bufonul nostru numai catifea
Și pe dinăuntru și pe dinafară,
Un vulpoi de cârpă cu coadă ușoară.
Se mişca degeaba, exista fără să fie,
Era - dacă vreți - o filosofie.
Toată lumea se făcea că nu-l ştie,
Că nu-l vede când se strâmba-n spate
Şi presăra boare tulbure pe lingurițele plate...
Am început atunci să mănânc în cascade
Cataifuri, baclavale, rulade,
Simțeam în juru-mi umede boturi,
Înghițeam în neștire bezele, pișcoturi
Şi creșteam, mă umflam ca un aerostat
Cu bube dulci și diabet zaharat,
Acolo în munții limpezi în zarea zmeurie
La masa pătrată din cofetărie.

 

Όνειρο με γελωτοποιό

Στο γαλακτώδες αυτό πρωινό
Στην  πόλη με το αλπικό κλίμα 
Οι πάστες στη βιτρίνα έσκασαν με τρόπο περίεργο.
Το λέω περίεργο, γιατί μόνο χάνονταν σε μια φωτεινή σφαίρα
Το σκούρο χρώμα τους
Για τις πάστες σοκολάτας,
Ροζ, με χνούδια από στάχτες
Για τις πάστες με φράουλες,
Λίγο πρασινωπά και κίτρινα
Για τις πάστες με φιστίκια
Και ούτω καθεξής.
Σκεφτόμουν, φυσικά, τον θάνατο
Όταν μπήκε χτυπώντας τις καμπανούλες, πάνω σε ροδάκια,
Ο γελωτοποιός ενός νεκρού βασιλιά για μέρες,
Αιφνίδιος θάνατος
Καθώς επέπλεε με ευχαρίστηση σε μια ασβεστωμένη εποχή.
Αλλά ας αφήσουμε την πλάκα. Ήταν
Ο γελωτοποιός μας μόνο βελούδα
Και μέσα και έξω,
Μια υφασμάτινη αλεπού με ελαφριά ουρά.
Κινείτο μάταια, υπάρχει χωρίς να είναι,
Ήταν - αν θέλετε - μια φιλοσοφία.
Όλοι έκαναν ότι δεν τον ήξεραν,
Ότι δεν τον έβλεπαν να κάνει πίσω μορφασμούς 
Και να πασπαλίζει θολό αεράκι πάνω σε επίπεδα κουταλάκια του γλυκού...
Τότε άρχισα να τρώω σε καταρράκτες
Καταΐφια, Μπακλαβάδες, ρουλάδες,
Ένιωσα γύρω μου υγρές μουσούδες, 
Κατάπινα μαρέγκες, μπισκότα αμέτρητα 
Και μεγάλωνα, φούσκωνα σαν μπαλόνι
Με κηρίο και ζαχαρώδη διαβήτη,
Εκεί στα καθαρά βουνά στον σκούρο φούξια ορίζοντα
Στο τετράγωνο τραπέζι ζαχαροπλαστείου.

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Μαΐου 2022