Εκτύπωση του άρθρου

LISA RHOADES

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Λιάνα Σακελλίου

 

 

 

 

Η Lisa Rhoades είναι η συγγραφέας των ποιητικών συλλογών The Long Grass (Saint Julian Press, 2020) και Strange Gravity (Bright Hill Press, 2004), και νικήτρια του βραβείου ποίησης Bright Hill Press. Το έργο της Into Grace εκδόθηκε από το Riverstone Press το 2003. Είναι κάτοχος του MFA στη δημιουργική γραφή από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το 1993 έγινε συνεργάτρια ποίησης (Poetry Fellow) στο Ινστιτούτο Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν. Μεμονωμένα ποιήματα της έχουν εμφανιστεί στα περιοδικά Barrow Street, Poetry East, Saranac Review, Louisville Review και Psaltery&Lyre μεταξύ άλλων. Διδάσκει ποίηση, κι εργάζεται ως νοσοκόμα παίδων στο Μανχάταν. Ζει στο Στάτεν Άιλαντ με τον σύζυγό της και τα παιδιά τους.

The Long Grass, Saint Julian Press, 2020
Beech Street Review: “The Heart Saying it’s OK,”
Big City Lit: “Mourning Song,”
Prime Number Magazine: “Windfall,”
Saranac Review: “In a Field of Such Snow,”
Smartish Pace: “The Long Grass,”
Sweet: A Literary Confection: “Words at Hand.”
Strange Gravity, Bright Hill Press, 2004.
Chelsea: “Strange Gravity,”
Poet Lore: “Into Grace” (winner of the 1989 Poet Lore Award).

 
 
 
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
 
 
 
The Long Grass
 
The long grass is mown.
The long grass is mown but not yet raked.
The cut stalks interlace and dry in a net
above the green.
 
Everything is green.
Everything is green and slightly sour.
The girls gallop and gallop, pretending
they have horses.
 
The girls gallop. They are horses. 
They run the field of red clover
and rye—inflorescence 
above; a sweetness within. 
 
Everything is sweet. 
Everything is sweet and slightly green.
At the bottom of the trough, pale algae waves.
They run the pump to fill the tank. They dip their faces in the cold.
 
By summer’s end they are bored and tan.
By summer’s end they are young women.
Right now they wander to Salem Free Church 
to weave graveyard flowers into their manes.
 
Το Μακρύ Γρασίδι
 
Το μακρύ γρασίδι κουρεύεται.
Το μακρύ γρασίδι κουρεύεται αλλά δεν έχει ακόμη σκαλιστεί.
Τα κομμένα κοτσάνια μπλέκονται και στεγνώνουν σ’ ένα δίχτυ
πάνω από το πράσινο.
 
Όλα είναι πράσινα.
Όλα είναι πράσινα και ελαφρώς στυφά.
Τα κορίτσια καλπάζουν και καλπάζουν, προσποιώντας
ότι έχουν άλογα.
 
Τα κορίτσια καλπάζουν. Είναι άλογα.
Τρέχουν στο χωράφι του κόκκινου τριφυλλιού
και της σίκαλης — άνθηση
επάνω∙ μια γλύκα εντός.
 
Όλα είναι γλυκά.
Όλα είναι γλυκά κι ελαφρώς πράσινα.
Στο κάτω μέρος της γούρνας, κυματίζουν ανοιχτόχρωμα φύκια.
Λειτουργούν την αντλία για να γεμίσει η δεξαμενή. Βουτούν τα πρόσωπά τους στο κρύο.
 
Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού βαριούνται και μαυρίζουν.
Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού γίνονται νεαρές κοπέλες.
Τώρα δα περιπλανιούνται στην εκκλησία του Σάλεμ 
για να πλέξουν λουλούδια του νεκροταφείου στις χαίτες τους.
 
 
In a Field of Such Snow
 
This morning my girl let me braid her hair, draw 
the brush along her crown and reveal 
the white-pink of a part through ash brown waves,
while she sat and sobbed. The morning had been torn
in two by sad news. She cried, and the morning 
was torn in two. Tears traced her cheeks. 
Beneath my hands, her hair was smooth.
I folded it over and under itself.
 
The end of her childhood looks like a snagged sweater—
an unraveling that might be slowed but not stopped—
or the branch I can see from my kitchen window, 
thick near the trunk it twists to join
the lace on lace of neighboring limbs
as they arch away and out of view.
 
Outside a wet snow falls and melts, travels the gutters, 
and runs down the hill, drawn to the Kill Van Kull. 
But there are places where snow falls and stays, so heavy to blow away, 
where the past presses against the deep past, 
until a glacier is formed.
 
In a field of such snow, this filament, 
this sadness slender and strong, would melt into 
the history of mornings and refreeze 
with every moment of every year before and to come.
My hands release the weight of her hair, 
she packs up her book bag, and disappears. 
 
Σ’ ένα αγρό με τέτοιο χιόνι
 
Σήμερα το πρωί το κορίτσι μου με άφησε να της πλέξω τα μαλλιά, να 
τραβήξω τη βούρτσα κατά μήκος της κορφής της και ν’ αποκαλύψω
το ροδαλό μέρος μέσα από σκούρα καφέ κύματα,
ενώ εκείνη καθόταν κι έκλαιγε. Το πρωί είχε σκιστεί
στα δύο από τα θλιβερά νέα. Έκλαιγε, και το πρωί
σκιζόταν στα δύο. Δάκρυα χάραζαν τα μάγουλά της.
Κάτω από τα χέρια μου, τα μαλλιά της ήταν λεία.
Τα δίπλωσα από πάνω κι από κάτω.
 
Το τέλος της παιδικής της ηλικίας μοιάζει με σκισμένο πουλόβερ—
ένα ξέμπλεγμα που μπορεί να επιβραδυνθεί αλλά να μην σταματήσει—
ή με το κλαδί που μπορώ να δω απ’ το παράθυρο της κουζίνας μου,
όταν χοντρό κοντά στον κορμό στρίβει για να ενωθεί
με τη δαντέλα των άκρων των γειτονικών κλαδιών
καθώς αψιδώνουν μακριά και χάνονται από τη θέα.
 
Έξω ένα βρεγμένο χιόνι πέφτει και λιώνει, ταξιδεύει στις υδρορροές,
και τρέχει κάτω στον λόφο, έλκεται απ’ το παλιρροιακό στενό Κιλ Βαν Κουλ.
Αλλά υπάρχουν μέρη όπου το χιόνι πέφτει και μένει, πολύ βαρύ για να φύγει με τον αέρα,
εκεί όπου το παρελθόν πιέζει το βαθύ παρελθόν,
μέχρι να σχηματιστεί παγετώνας.
 
Σ’ ένα αγρό με τέτοιο χιόνι, αυτό το νήμα,
αυτή η θλίψη λεπτή και δυνατή, θα έλιωνε μέσα
στην ιστορία του πρωινού και θα εψύχετο πάλι
κάθε στιγμή του κάθε χρόνου πριν και στο μέλλον.
Τα χέρια μου απελευθερώνουν το βάρος των μαλλιών της,
μαζεύει την τσάντα με τα βιβλία της κι εξαφανίζεται.
 
 
But Also, the Rain
 
The lens of the eye, they say, yellows
with age, and tends to absorb
and scatter blue light—
 
the way picture glass wears
a sticky nicotine tinge
long after the smoker has quit, 
 
in other words, maybe it’s just for me 
the sky and river blend 
in dusky grey. Ravishing.
 
Lavender. But also the rain 
pulls the horizon 
into the middle of the East River
 
closing the harbor mouth 
with an ashy screen. My cab speeds
down the FDR, while taillights glint a warning
 
no lovers ever heed:
no matter how close two people seem
—nothing separated her rain swept-skin from mine—
 
darkness eventually defines
what a thing it is to be so bound.
 
Αλλά επίσης, η βροχή
 
Ο φακός του ματιού, λένε, κιτρινίζει
με την ηλικία και τείνει να απορροφά
και να σκορπίζει μπλε φως—
 
με τον τρόπο που φοράει το γυαλί της εικόνας
μια κολλώδη χροιά νικοτίνης
πολύ μετά αφού ο καπνιστής το ’χει κόψει,
 
με άλλα λόγια, ίσως είναι μόνο για μένα
που ο ουρανός και το ποτάμι ενώνονται
σε σκούρο γκρι. Μαγευτικό.
 
Ιώδες. Αλλά και η βροχή
τραβάει τον ορίζοντα
στη μέση του Ανατολικού Ποταμού
 
κλείνοντας το στόμιο του λιμανιού
μ’ ένα σταχτί παραπέτασμα. Το ταξί μου αυξάνει ταχύτητα
κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο Ρούσβελτ, ενώ τα πίσω φώτα αναβοσβήνουν 
 
μια προειδοποίηση που κανείς εραστής ποτέ δεν προσέχει:
όσο κολλητοί κι αν φαίνονται δυο άνθρωποι
—τίποτα δεν χώριζε το βροχερό της δέρμα απ’ το δικό μου—
 
το σκοτάδι τελικά ορίζει
τι πράγμα είναι να είσαι τόσο δεμένος.
 
 
FDR: Franklin Delano Rosevelt
 
 
Mourning Song
 
The mourning doves on Serifos
chant “Let’s have sex! Let’s
have sex! Let’s have sex!”
as if a teenager with a megaphone
were standing below the balcony,
or so my friend recalls. While she tells
the story, the birds start up and soon
so do our girls—laughing and cavorting
in a breathless flush of SEX, SEX, SEX,
a word they know enough to know
has swelled the room with pleasure.
And how far into the future will they carry 
this memory of their mothers, 
who are themselves bursting 
with memories as they dance
in bras and pj bottoms?
One day soon, the little one will see 
something she will later recall 
as her earliest memory—the way 
the older insists she remembers “a man 
in a blue suit standing next to dad.”
And what about this poem, itself
a small bird calling a low wuh hoo, hoo, hoo, 
as it rushes toward the future’s 
empty wind-swept rooms?
 
Πένθιμο τραγούδι
 
Τα θρηνητικά περιστέρια στη Σέριφο
φωνάζουν «Ας κάνουμε σεξ! Ας
κάνουμε σεξ! Ας κάνουμε σεξ!»
σαν έφηβος με τηλεβόα
να στέκονταν κάτω από το μπαλκόνι,
ή έτσι θυμάται η φίλη μου. Ενώ μας αφηγείται 
την ιστορία, τα πουλιά ξεκινούν και σύντομα
το ίδιο και τα κορίτσια μας — γελώντας και σκιρτώντας
σε μια λαχανιασμένη έξαψη του ΣΕΞ, ΣΕΞ, ΣΕΞ,
μια λέξη που ξέρουν αρκετά για να ξέρουν
πως έχει φουσκώσει το δωμάτιο με ηδονή.
Και πόσο μακριά θα μεταφέρουν στο μέλλον
αυτή η ανάμνηση των μανάδων τους,
που και οι ίδιες σκάνε
από αναμνήσεις καθώς χορεύουν
με σουτιέν και παντελόνια πιζάμας;
Μια μέρα σύντομα, η μικρή θα δει
κάτι που θα θυμηθεί αργότερα
σαν την πρώτη της ανάμνηση — ο τρόπος που
η μεγαλύτερη επιμένει ότι θυμάται «έναν άντρα
με μπλε κοστούμι να στέκεται δίπλα στον μπαμπά».
Και τι γίνεται με αυτό το ποίημα—μικρό πουλί 
με κάλεσμα ένα χαμηλό γου χου, χου, χου,
καθώς ορμάει προς 
τ’ άδεια ανεμοδαρμένα δωμάτια
του μέλλοντος;
 
 
Words at Hand
 
I want to write something exquisite 
and tender, but those are not the words at hand. The words 
at hand are mismatched socks, lint, and dog hair, 
homework, and the flu.
 
I want the pigeons
out of my yard. They bully the smaller birds—
the male cardinals hopping along behind their mates to feed them.
I want the bellies of the females filled.
 
I don’t want the words MOAB, refugee, and rape,
unemployment or cancer to grow sticky 
in the lives they invade. 
 
I don’t want to be petty about my desires,
or worry about money in the presence of my wealth.
I want big things, too, and not just for me:
shelter and prayer, friends 
 
meeting in the street with a hug, 
the ornamental plums in bloom a little longer, 
so everyone has time to see them
before their blousy fall. 
 
Λέξεις που έρχονται εύκολα
 
Θέλω να γράψω κάτι εξαιρετικό
και τρυφερό, αλλά δεν βρίσκω αυτές τις λέξεις. Οι έτοιμες
λέξεις είναι αταίριαστες κάλτσες, χνούδια και τρίχες σκύλου,
εργασίες για το σπίτι και τη γρίπη.
 
Θέλω τα περιστέρια
έξω από την αυλή μου. Εκφοβίζουν τα μικρότερα πουλιά—
οι αρσενικοί καρδινάλιοι χοροπηδούν πίσω απ’ τις συντρόφους τους για να τις ταΐσουν.
Θέλω να γεμίσουν οι κοιλιές των θηλυκών.
 
Δεν θέλω τις λέξεις βόμβα, πρόσφυγας και βιασμός,
ανεργία ή καρκίνος να κολλήσουν
στις ζωές που εισβάλλουν.
 
Δεν θέλω να γίνομαι μικροπρεπής για τις επιθυμίες μου,
ή ν’ ανησυχώ για τα χρήματα παρουσία του πλούτου μου.
Επιθυμώ μεγάλα πράγματα, και όχι μόνο για μένα:
καταφύγιο και προσευχή, φίλους
 
συνάντηση στον δρόμο με μια αγκαλιά,
τα διακοσμητικά δαμάσκηνα ν’ ανθίζουν λίγο περισσότερο,
ώστε όλοι να βρουν τον χρόνο να τα δουν
πριν τη μελαχρινή τους πτώση.
 
 
Windfall
for Liz
 
Even if all that’s left
is a harvest no one bothers to gather—
wild apples softening in the brambled ditch
of a two-lane country road,
bitter little fists pocked by
codling moths, dented
and browning in the August sun,
and the work seems thankless
and lonely: too much time
rinsing and peeling, separating 
rot from flesh, and even if it feels
impossible to find sweetness here,
still, some people can, and do.
 
Πεταμένα μήλα
για τη Λιζ
 
Ακόμα κι αν ό,τι έχει μείνει απ’ όλα αυτά
είναι σοδειά που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μαζέψει—
αγριόμηλα που μαλακώνουν στον χωματόδρομο
επαρχιακού δρόμου δύο λωρίδων,
πικρές μικρές γροθιές πειραγμένες
από προνύμφες, βαθουλωμένες
και μαυρισμένες στον ήλιο του Αυγούστου,
και η δουλειά φαίνεται άχαρη
και μοναχική: πάρα πολύς χρόνος
για το ξέπλυμα και το ξεφλούδισμα, τον διαχωρισμό
του σάπιου από τη σάρκα, κι ακόμα και αν μοιάζει
αδύνατο να βρεις την γλύκα εδώ,
όμως κάποιοι από εμάς μπορούν και το κάνουν.
 
 
In the Bright World, a Coda: the mother tells her daughter
 
she’s writing a poem 
in which the mother is the earth goddess. 
“So I’ve got some power here.” 
The daughter responds, laughing and kissing 
her mother’s brow. 
And this is the sweetness of their love 
in a nutshell, as they say, the meaty fear 
in the mother’s heart, 
and this is how they crack 
even when happy together, 
because the mother is saying “you will suffer 
and be lost,” 
and the daughter hears 
“I am a goddess, too.”
 
 
Στον φωτεινό κόσμο, ένας επίλογος: η μητέρα λέει στην κόρη της
 
πως γράφει ένα ποίημα
στο οποίο η μητέρα είναι η θεά της γης.
«Έτσι έχω λίγη δύναμη εδώ».
Η κόρη απαντά, γελώντας και φιλώντας
το μέτωπο της μητέρας της.
Κι αυτή είναι η γλύκα της αγάπης τους
με λίγα λόγια, όπως λένε, ο σαρκώδης φόβος
στην καρδιά της μάνας,
κι έτσι ραγίζουν
ακόμα κι όταν είναι ευτυχισμένες μαζί,
γιατί η μάνα λέει «θα υποφέρεις
και θα χαθείς»
και η κόρη ακούει
«Είμαι κι εγώ θεά».
 
 
Strange Gravity
 
Early morning—
vernal equinox,
and the city suffers
a snow squall.
Thick flakes slant 
outside the window
and melt against the pavement.
This is the year’s 
perfect moment:
night and day
of equal length
over the entire earth.
A day to stand eggs 
on the sidewalk,
a balancing act
like love,
strange 
gravity making 
us all magicians.
 
 
Παράξενη Βαρύτητα
 
Νωρίς το πρωί-
εαρινή ισημερία,
και η πόλη υποφέρει
από μια χιονοθύελλα.
Χοντρές νιφάδες πέφτουν λοξά
έξω απ’ το παράθυρο
και λιώνουν στο πεζοδρόμιο.
Αυτή είναι η τέλεια στιγμή 
του χρόνου:
νύχτα και μέρα
ίσου μήκους
σε ολόκληρη τη γη.
Μια μέρα για να σταθούν αυγά
στο πεζοδρόμιο,
μια πράξη εξισορρόπησης
σαν την αγάπη,
παράξενη
βαρύτητα που κάνει
όλους μας μάγους.
 
 
Into Grace
 
White pelicans swell the religious sky
and shallow lakes of Baton Rouge.
We can only believe that we’ve been blessed:
coastal birds don’t winter this far inland.
We give them a spot on the evening news
And a refuge on President’s Point.
All winter we line the lakes in pride.
 
They squat on the ground or on half-submerged logs
like uncles on porches in late afternoon,
elbowing and arranging themselves
in a flutter of southern shirttails and doom.
Or preening, they snap their bills and click
like pocketbooks in chorus.
 
But clap your hands or call, and they break into grace,
full flight, a gathering of wind. Your breath
draws in over their sheer size and wing span, 
the delicate “s” of their bent necks,
their pouches flushing pink above their breasts.
 
Suddenly shy in their presence, you remember
a family reunion, you are watching 
your cousin as she sugars the tea, stirs
the long spoon slowly. She’s already sixteen and sexy,
proof your family can produce something wonderful—
that there is hope for you.
 
 
Μέσα στην Χάρη
 
Λευκοί πελεκάνοι διογκώνουν τον θρήσκο ουρανό 
και τις ρηχές λίμνες του Μπατόν Ρουζ. 
Μπορούμε μόνο να πιστέψουμε ότι έχουμε ευλογηθεί: 
τα παράκτια πουλιά δεν ξεχειμωνιάζουν τόσο μέσα στην ενδοχώρα. 
Τους δίνουμε μια θέση στις βραδινές ειδήσεις 
κι ένα καταφύγιο στο Πρέζιντεντς Πόιντ. 
Όλο τον χειμώνα παρατάσσουμε τις λίμνες με υπερηφάνεια.
 
Κάθονται οκλαδόν στο έδαφος ή σε μισοβυθισμένους κορμούς 
σαν θείοι σε βεράντες αργά το απόγευμα, 
αγκωνιάζουν και τακτοποιούνται 
μ’ ένα φτερούγισμα από πουκαμισοουρές του νότου και συντριβή.
Ή, όταν σκουπίζουν τα φτερά, ανοιγοκλείνουν τα ράμφη και κροτούν 
σαν βιβλία τσέπης σε χορωδία. 
 
Αλλά χτύπησε τα χέρια σου ή φώναξε, και θα εισβάλλουν στη χάρη, 
πλήρης πτήση, συγκέντρωση ανέμου. Η ανάσα σου 
προσελκύει το τεράστιο μέγεθος και το άνοιγμα των φτερών τους, 
τα ευαίσθητα «s» του λυγισμένου τους λαιμού, 
τα πουγκιά τους αναβοσβήνουν ροζ πάνω από το στήθος τους. 
 
Ξαφνικά ντροπαλή στην παρουσία τους, θυμάσαι 
μια οικογενειακή συγκέντρωση, παρακολουθείς την ξαδέρφη σου καθώς ζαχαρώνει το τσάι, το ανακατεύει με το μακρύ κουτάλι αργά. Είναι ήδη δεκαέξι και σέξι, 
η απόδειξη πως η οικογένειά σου μπορεί να δημιουργήσει κάτι υπέροχο— 
ότι υπάρχει ελπίδα για σένα.
 
 
The Cadillac as a Universal Symbol of Joy
What did you think, that joy
Was some slight thing?
—Mark Doty
 
Think about your uncle Manny
how hard that poor bastard worked—
doing what? Selling shoes or insurance,
building extensions on other folk’s homes
and then think silver 1980 El Dorado
with plush burgundy interior
chrome rims, wood grain
swirling and sexy, watch him
turn into the Lodge parking lot 
feeling he’s arrived.
 
And of Earl avoiding an argument with Laura
rubbing the white walls of a white Seville
With a small rag—hunched over,
needing something
that shines to his touch, that he can work
into perfection, his only pearl.
 
And then go ahead and slide
across the bench seat toward Annie
in her ‘72 red Fleetwood
with the vinyl top down—drive up
Richmond Terrace to Ralph’s for Italian ices,
this car’s big enough to hold 
everything you’ve dreamed of—a girl who loves you,
the sweet ooze of summer, New York
on the horizon and your whole life 
just as possible. Get in
while the weather holds and drive
like the time you first heard Aretha.
Leave the top down; 
turn the volume up loud.
 
 
Η Κάντιλακ ως παγκόσμιο σύμβολο της χαράς
                                      Τι νόμιζες, η χαρά εκείνη
                                      πως ήταν κάτι ασήμαντο;
                                          —Mark Doty
 
Σκέψου τον θείο σου τον Μάνι
πόσο σκληρά δούλεψε αυτό το καημένο κάθαρμα—
κάνοντας τι; Πουλούσε παπούτσια ή ασφάλειες,
έκτιζε επεκτάσεις σε σπίτια άλλων ανθρώπων
και μετά σκέψου το ασημένιο Ελ Ντοράντο του 1980
με βελούδινο μπορντό εσωτερικό
ζάντες χρωμίου, ξύλινη υφή 
μέσα στον ίλιγγο και στη λαγνεία, πρόσεξέ τον
που στρίβει στο χώρο στάθμευσης της Λοντζ
νιώθοντας ότι έφτασε.
 
Κι ο Ερλ αποφεύγει να τσακωθεί με τη Λώρα
και τρίβει τους άσπρους τοίχους μιας άσπρης Σεβίλλης
μ’ ένα κουρελάκι—σκυμμένος,
χρειάζεται κάτι
που να λάμπει στο άγγιγμα του, που να μπορεί να το φτάσει
στην τελειότητα, το μοναδικό του μαργαριτάρι.
 
Και μετά προχώρα και γλίστρησε 
απέναντι από το κάθισμα του πάγκου προς την Άννι
στο κόκκινο Φλίτγουντ του ’72
με τη βινύλια  οροφή κατεβασμένη—οδήγησε προς την
Ρίτσμοντ Τέρες στου Ραλφ για ιταλικό παγωτό,
αυτό το αυτοκίνητο είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει
όλα όσα έχεις ονειρευτεί—ένα κορίτσι που σε αγαπάει,
τη γλυκιά  διαρροή του καλοκαιριού, τη Νέα Υόρκη
στον ορίζοντα και σε όλη σου τη ζωή
όσο το δυνατόν. Μπες μέσα
ενώ ο καιρός κρατάει και οδήγησέ το
όπως την πρώτη φορά που άκουσες την Αρέθα.
Άσε την οροφή κατεβασμένη.
Ανέβασε δυνατά την ένταση.

Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Σεπτεμβρίου 2022