Εκτύπωση του άρθρου

 

Η πραγματικότητα συχνά χρειάζεται να εφευρεθεί για να γίνει αλήθεια
                                                                            
Χόρχε Σεμπρούν (1)

Μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν έχει σημασία
                                                               Γουάλας Στήβενς (2)

 

Από δρόμους γνωρίζω- κάτι (μαθαίνω κατ΄ ανάγκην – και από τους - δρόμους).
Όπως κείμενα οι οδοί: πασίγνωστο. Η παρομοίωση με στοιχειώνει. Γράφω και  πάλι [με ορμέμφυτο-από ορμέμφυτο, έτσι νομίζω, αλλά αρκεί αυτό…μπορεί…ή κάτι άλλο μάλλον …] διότι έτσι έχει σχεδιαστεί από τη μέρα ή τη νύχτα ενός  ιδιαίτερα φιλόξενου εαυτού; Μάλλον. Αλλά τι άραγε να ξεχωρίσω; Από εκείνα, φέρ’ ειπείν που υπήρξαν και ενσωματώθηκαν ήδη στην ύπαρξη; Ή μήπως από το νυν; Από ένα παρόν της ευρύτερης διαστολής; Κι οι λέξεις τους, οι συνοδοί τους, οι πρόχειρες, αλλά και οι πιο «δύσκολες» λέξεις, αυτά «τα φονικά των πραγμάτων»˙ επιμένει πρωί πρωί ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Και μαζί του ένας ακόμη, αλλά κατά πολύ μεταγενέστερος. Εννοώ τα εξής αφοριστικά:

«οι λέξεις δεν έχουν την πραγματικότητα που εκφράζουν εφ’  όσον είναι ξένες στην πραγματικότητα των πραγμάτων, στο φυσικό πραγματικό βάθος, αφού ανήκουν στην πλαστή πραγματικότητα, δηλαδή στον κόσμο των ανθρώπων, που έχει αποσπαστεί από το Είναι κι έχει γίνει εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων […]

Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο ξένο για το δέντρο από τη λέξη δέντρο, όπως τη μεταχειρίζεται η καθημερινή γλώσσα. Είναι μια λέξη που δεν ονομάζει, δεν παριστάνει τίποτα, δεν σώζεται μέσα της τίποτα, δεν είναι καν λέξη αφού, μόλις χρησιμοποιείται, εξαφανίζεται, ως εκ θαύματος»(3). Αλλά συνυπάρχει σε ένα βαθμό ενδεχομένως και η δυνατότητα της χειρωνακτικής εφαρμογής, της ανέκκλητης δηλαδή γείωσης του στίχου στο παρόν της σελίδας ή της οθόνης. Ναι, αίφνης η ενδεικτική παρότρυνση. Και μήπως προσώρας η δανεική, η ιδανική
πάντως λύση; Δηλαδή όπως αποδίδεται εδώ: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας.Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος»(4).

Μόλις έγιναν σαφή εδώ τα αδιέξοδα μιας τυπικής πολιορκίας από την πλευρά του συγγραφέα τόσο των ρητών, όσο και των αρρήτων, τα οποία συναποτελούν το δέλεαρ της γραφής. Τόση αυστηρότητα δομών: να μην περισσεύει σπιθαμή παρερμηνείας του εκάστοτε σημείου ανάλυσης. Κι ενώ η ποίηση κατά κανόνα παραμένει αλλού. Στο πεδίο, ας το ορίσω, Π. Να επισημάνω επιπροσθέτως: η εύστοχη αποτύπωση του ποιητικού ιδιώματος απαιτεί, ως γνωστόν και μάλιστα εξ ορισμού, την προσήλωση στην απολύτως χρηστική αμεσότητα του εκάστοτε διαβιβαζόμενου μηνύματος. Στην αυθεντικότητα της ηχητικής αλήθειας του. Στην αναμφισβήτητη πηγαιότητα του ρήματος. Κι όχι μόνον. Εξ ου και οι εντατικές εκείνες μέριμνες ενός Κινέζου ποιητή, του Po Tchu – yi (772 – 846): όλα τα έργα του τα απήγγελλε πρώτα σε μιαν ηλικιωμένη χωρική και στη συνέχεια διόρθωνε συστηματικά οτιδήποτε εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει. Η γραφή περνούσε δηλαδή κατ΄ ανάγκην ολοκληρωτικά μέσα από τη διαθέσιμη ευγένεια της ετερότητας.

Επιμύθιο: ό, τι μοιάζει προσωπικό μπορεί να είναι αλλότριο. Ενίοτε προ πολλού. Η λέξη έρχεται από το άπειρο σώμα των υποκειμένων της γραφής. Το επώδυνο, το ανοικτίρμον ή απλώς το περιττό ανοίκειο, "das Unheimlich", θα πρέπει να εξοβελιστεί. Η καθαρότητα των σημαινομένων επιβάλλεται εν τέλει: ο κόσμος διερμηνεύεται.Έστω εμμέσως. Εκ του πλαγίου. Ας απομονώσω για την περίπτωση και τα εξής ενδεικτικά, τα οποία προβάλλουν την αξιοποίηση, κατά κύριο λόγο, του πρώτου βαθμού πρόσληψης του πραγματικού από τη σκοπιά ενός νομπελίστα: «Οι εξωτερικές όψεις τα ζωής είχαν πάντα για μένα μεγαλύτερο βάρος από το περιεχόμενο»(5). Η παράκαμψη στην προκειμένη περίπτωση λογίζεται ασφαλώς παραγωγική. Η παραμονή στην παρακαμπτήριο οδό θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι αποβαίνει κατά περίσταση ιδιαιτέρως ευεπίφορη. Με αυτή άλλωστε δεν είναι εξοικειωμένη η ιστορική οντολογία του εαυτού; Το δε πρόσφορο, το μεικτό κείμενο, ήτοι τόσο της προαναφερόμενης πρωτοβάθμιας, όσο και των μετέπειτα, ενίοτε αναπόφευκτων προσεγγίσεων του δείνα θέματος ή αυτού του ίδιου του όντος στην κυριολεξία του όρου, παραμένει καταστατικά το κοινό κεφάλαιο. Από το αχανές πεδίο του φασματικού έχει ήδη μεταμορφωθεί σταδιακά στο απτό γίγνεσθαι των δόκιμων συλλαβών. Η ταυτότητα, η οποία προκύπτει πιστοποιεί, εκτός των άλλων, την ικανή και αναγκαία στιχική ετοιμότητα. Ενώ την ίδια ευτυχή στιγμή η εναλλαγή επιπροσθέτως σημαίνει ασφαλώς ρυθμό στο πλαίσιο των ποιητικών καταγραφών.

Εννοείται ότι η μήτις του ασύνειδου είναι παρούσα καθ΄ όλη τη διάρκεια των αναβαθμίσεων, μετατροπών και μετουσιώσεων από τη μορφή «α» στη «β». Κι αυτό είναι το έπαθλο. Θα συνοψίσει εν προκειμένω ο Γουίλιαμ Μπλαίηκ: από τον Γάμο του Ουρανού και της Κόλασης (8, Ε 36) «what is now proved / was once only imagined». Ήτοι «αυτό που τώρα έχει πλέον αποδειχθεί, είχε προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο φαντασίας». Το απόφθεγμα προσδιορίζει τη συνάφεια, η οποία επιμένει να διακρίνει τις εμφανείς και αφανείς δια-συνδέσεις της επινόησης με την εξ αντικειμένου (λεγόμενη) πραγματικότητα. Συγκρατώ συν τοις άλλοις ότι η διαδικασία της στοχευμένης αισθητικής αυτοπραγμάτωσης ολοκληρώνεται μέσα σε ένα κλίμα ενίσχυσης του κρίσιμου ρόλου των μεταφορών. Ό, τι δηλαδή αποτελεί μετάβαση από το ένα στο πολλαπλό, στο πολύσημο του νοήματος. Πώς αλλιώς να κατανοηθεί σε ικανό βάθος η προοπτική αυτών των ευχών: «Ν΄ αναβλύζει απ’ τον ώμο σου το ανονείρευτο / Η ανοησία μιας μεγάλης γνώσης / Κι ό, τι μπορούν να κατορθώνουν πάντα οι άγγελοι»(6).


Βιβλιογραφία παραθεμάτων

1)Χόρχε Σεμπρούν, Ο νεκρός που μάς χρειάζεται, μετάφραση: Οντέτ Βαρών-
Βασάρ, Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας, 2003
2)Γουάλας Στήβενς, Adagia, μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα, εκδόσεις
Νεφέλη, 1993.
3) Μωρίς Μπλανσό, Ο χώρος της λογοτεχνίας, μετάφραση: Δημήτρης
Δημητριάδης, Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας, 1994.
4)Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Το πιστεύω ενός Ποιητή», βλ. Η Τέχνη του Στίχου,
μετάφραση: Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006.
(5)Γιόζεφ Μπρόντσκι, βλ. Μαρία Γκάινσα, Το οπτικό νεύρο, μετάφραση: Μαρία
Μπεζαντάκου, Αθήνα, εκδόσεις opera, 2018.
6)Ιβάν Γκολ, Ονειροχλόη (Traumkraut), μετάφραση: Δ.Π. Παπαδίτσας, Αθήνα,
εκδόσεις στιγμή, 2002.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022