Εκτύπωση του άρθρου

Λονδίνο και άλλα ποιήματα της Μαρίας Τοπάλη  
      (Νεφέλη, 2006)

Πλούσιο πλαγκτόν που η βιοποικιλία του τρομάζει, τρέφει το ποιητικό αυτό συμβάν:  πλήθος εικόνες, σημάνσεις και έννοιες, εναλλασσόμενοι ρυθμοί, άλματα από το ιδιωτικό στο κοινωνικό, από την ιστορία στο παιδικό παραμύθι. Ροή, κύλισμα, φρεναρίσματα, επανεκκινήσεις, με αποτέλεσμα ένα μοντέρνο λόγιο ποιητικό μπαρόκ, που ενώ εξακτινώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, παραμένει όμως βαθιά ριζωμένο στη δυτικοευρωπαϊκή όχθη της φιλοσοφίας και της ζωής.
         Μέσα σ’ αυτό το ακόρεστο φόντο κινούνται οι περσόνες της Μαρίας Τοπάλη: Ελληνίδα περιηγήτρια στις χώρες του βορρά, επαναστατημένη σαρκαστική γυναίκα, άλλοτε ενδοσκοπούμενη, άλλοτε στραμμένη προς το κοινωνικό σώμα, νοσταλγός, μετανάστις, ναυαγός.
          Η πολύπλευρη αυτή προσωπικότητα με τις πολλαπλές επιδράσεις, φαίνεται λοιπόν ότι βρήκε τον φυσικό της χώρο στο Λονδίνο: το πραγματικό και το άλλο το «φαντασιακό»  ή αλληγορικό, της ποιήτριας.
« … Ποια πόλη/ ποια πόλη/ κατάφερε μετά τη Χαλιμά/ να είναι φόντο όσων συμβαίνουν στους ουρανούς»
           Ουράνια πόλη το Λονδίνο λοιπόν, όπου τα είδωλα είναι πιο πραγματικά από τον εαυτό τους! Κι ακόμη, έρημος, που ανακαλεί μια βαθιά σκοτεινή θηλυκότητα, πόλη σφύζουσα από τη ζωή κι από μνήμες, στοιχειωμένη και δαιμονική, σωτήρια απόμακρη, επίσημη και αυστηρή. Σ’ αυτή την πόλη που είδε τους αγώνες για τη γυναικεία  χειραφέτηση, που φιλοξένησε το στοιχειό του Βρετανικού Μουσείου, τον Μαρξ, που έκανε πολίτη τον υπήκοο, που έζησε το θρυλικό ζευγάρι Sylvia Plath και  Ted Hughes, νιώθει στο φυσικό της περιβάλλον η Μαρία Τοπάλη και δεν είναι περίεργο. Όμως από εκεί από την πλωτή πόλη, νοσταλγεί, αυτήν την αίσθηση δίνει, αρκετές φορές, τα καθ’ ημάς, κι’ ας είναι σκληρή, ως είθισται στην κριτική της.

«την κρίσιμη στιγμή/ Ο Θεός με φύλαξε/ από την Sylvia Plath» 

γράφει η Μαρία Τοπάλη. Μπορεί να ’ναι κι’ έτσι. Αυτό όμως που διαπιστώνει κανείς, είναι μια εκλεκτική συγγένεια εντυπωσιακή. To “Bloomsbury” είναι ίσως το πιο τέλεια «Πλαθικό» ποίημα της συλλογής, αλλά παραδόξως εγκυμονεί το ξεπέρασμα της PLath.
 
« Στη ζέστη του ουρανού συντρίβετ’ ένα αθώο κρυστάλλινο βάζο. Παραμένει να αιωρείται θρυμματισμένο στο παλιό του σχήμα. Το ίδιο ακριβώς. Βάζο θρυμματίζεται λίγα λεπτά αργότερα στην κοιλιά μου. Αυτό συμβαίνει πάνω-κάτω κάθε μήνα εδώ και είκοσι χρόνια»

        Η είσοδος του εξωτερικού κόσμου, του κοινωνικού «σώματος» η οξυδερκής παρατηρητικότητα, οι μυθολογικές αναφορές και προεκτάσεις στην ποίηση της Μαρίας Τοπάλη είναι στοιχεία που προοιωνίζουν εύγλωττα τον απογαλακτισμό της ποιήτριας από τους τρόπους της Sylvia PLath. Εκτός αυτών έχει με το μέρος της το χρόνο και τις γνώσεις ενός λόγιου ανθρώπου.
        Η ποιητική της γραφή είναι σύνθετη και πανφάγα: τα ενσωματώνει όλα. Με τρόπο λιτό, δομεί προσεκτικά το κάθε τι, παρά την ελευθερία στη διάταξη του υλικού της. Δεν φθάνει ποτέ στον βερμπαλισμό. Αρκετά συχνά παρεμβάλλει εύστοχα αγγλικές φράσεις, πολλές από την αγαπημένη της ποιήτρια, ενώ στο ποίημα «η ραψωδία του βασιλιά Γκρέγκορ Λ.» παρεμβάλλονται πολλοί στίχοι στη γερμανική γλώσσα. Οι στίχοι της κυνηγιούνται μεταξύ τους – άλλοι καταφέρνουν να συναντηθούν, άλλοι όχι, μένουν μετέωροι στη σελίδα. Άλλοτε οι σελίδες γεμίζουν με ένα ποιητικό ρετσιτατίβο, όπου ξεδιπλώνει τους κάποτε αφοριστικούς στοχασμούς της. Είναι εύλογο ν’ αναρωτηθούμε τι συνέχει αυτά τα τόσο εκ-κεντρικά ποιήματα. Η ίδια στο αποκαλυπτικό ποίημα της « Ο Ποιητής» με την ένδειξη Χ.Β. γράφει:

« Υπάρχει το είδος εκείνου του ποιήματος/ που είναι μυθιστόρημα με την σπονδυλική στήλη σακατεμένη/ από μια μνήμη άστατη σαν καιρικό φαινόμενο/ ούτε μουσική, ούτε χρώμα: μόνο ρυθμός βαθιά στην πέτρα»  

        Είναι περίπου έτσι, αν αφαιρέσει κανείς έναν υποκρυπτόμενο συνήθως , κυνισμό στη δουλειά της Μαρίς Τοπάλη. Το «Λονδίνο και άλλα ποιήματα» ακολουθεί το πολυτονικό σύστημα γραφής. Τούτο όμως πόρρω απέχει από του να εγγυάται μη επιλήψιμα ελληνικά. Συχνά, η γραφή ολισθαίνει σε δομικές αλλοιώσεις της ελληνικής γλώσσας, και αυτό συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για έναν άνθρωπο που αισθάνεται γλωσσικά ναυαγός. Πάντως δανειζόμενη το συχνά αινιγματικό ύφος της ποιήτριας, θα διατυπώσω κι εγώ, σιβυλλικά μια απαίτηση, μάλλον ένα αίτημα με την μορφή τριών λέξεων που σημειώνω εδώ:

- η πρώτη λέξη είναι «υποκαμισάκι»
- η δεύτερη λέξη είναι «στηλιάρι»
- η τρίτη λέξη είναι «ποντίζομεν»


                                                                                                 Μαρία Τσάτσου


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Αυγούστου 2006