Εκτύπωση του άρθρου

Πρέπει να κοιμηθούμε έστω και με το ζόρι.
Μα οι λαμπτήρες 
είναι μια συνείδηση πολυμήχανη 
γεμάτη ποιήματα που αδημονούν 
να ελκύσουν την προσοχή μας 
κι όποιο απ’ αυτά το καταφέρει 
γεννάει κι άλλα 
παράταιρα, ημιθανή, ασύνδετα και τραγικά 
που η ελάχιστη κλωστή 
̶  των φωνηέντων το ανελέητο φως  ̶  
τα τσακίζει μεγαλοπρεπώς στο πάτωμα.
 
Αδύναμα αυτά αρπάζονται 
από της γλώσσας το πάνω πάνω σκοτάδι 
γλιστρούν στα έλη των ρηχών νερών 
βόσκουν τροφή στους τοίχους με τα βρύα.
 
Ξυπνά για μια στιγμή ο ανήλικος εαυτός 
πλησιάζει ξένες γκαρνταρόμπες 
κι αποφασιστικά κομμάτια ολόκληρα ξηλώνει
τα ξαναράβει, τα φορά 
κολλάει την παλάμη του σε ξένα αποτυπώματα 
αλλότριους βηματισμούς ξεπατικώνει.
Πολύ δεν θέλει το όνειρο να σφραγιστεί οριστικά 
μισολιωμένα χρώματα το στόμα τους να κατακλύσουν
ν’ αδειάσουν ήχο μασέλας που χτυπά το αναμάσημα
πάνω στο μαξιλάρι.
 
Και όμως κάποτε
̶  ελάχιστες για την ακρίβεια φορές  ̶ 
κυνηγημένες αντιλόπες 
που μοσχοβολούν τρεχαλητό και καταρράκτη
μπερδεύονται στα ανθρώπινα 
γραπώνουν το πιο ανίδεο ποίημα απ’ τον αυχένα
σαν γατί το ανασηκώνουν 
φυσούν επάνω του χνώτο 
από σπλάχνα δάσους και πολιτείας πολύβουης 
κι άξαφνα ο υδράργυρος στα ύψη ανεβαίνει
η θηριώδης έπαρση αμέσως υποστέλλεται 
οι βεβαιότητες αχρηστευμένες διαιρούνται.
 
Μα τι έχουμε εδώ;
Καινούργια κολυμβήθρα του Σιλωάμ;
Ή μήπως νέο ποίημα;
 
ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
© Poeticanet

Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαρτίου 2024