Εκτύπωση του άρθρου

MARIO LUZI, 1914-2005

 

Μάρω Παπαδημητρίου
παρουσίαση –μετάφραση ποίησης

 

O ποιητής Mάριο Λούτσι  γεννήθηκε στη Φλωρεντία. Σπούδασε γαλλική φιλολογία, δίδαξε σε τάξεις του Γυμνασίου(1938),  του Λυκείου(1945) και στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας(1955). Η επιτυχημένη πανεπιστημιακή καριέρα του τον έφερε σε επαφή με ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κίνα, στην Ιερουσαλήμ, στη Τουρκία, στην Ελλάδα… Παράλληλα, διαμόρφωνε  κι ένα πολύπλευρο, αξιόλογο  συγγραφικό έργο σε άλλα είδη: δοκίμιο μετάφραση, θέατρο, κριτική λογοτεχνίας, κριτική τέχνης και δημοσιογραφικό λόγο.

Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, La barca, (Η βάρκα),το 1935. Όπως και τα επόμενα ποιητικά βιβλία του στη διάρκεια μιας δεκαετίας, είχε χαρακτηριστικά στοιχεία του Ιταλικού Ερμητισμού, μοντερνιστικού ποιητικού κινήματος  στις αρχές του 20ου αιώνα, επηρεασμένου από  τον συμβολισμό. Ανταποκρινόταν τότε στην ανάγκη της εποχής για καινοτομία, με κύρια χαρακτηριστικά τον ερμητικό στοχαστικό λόγο, την υποκειμενική γλώσσα και την ανορθόδοξη δομή. Αν και επηρέασε πολλούς ποιητές και εκτός Ιταλίας, δεν συγκίνησε το ευρύ κοινό.

Στην πολυετή ζωή του, ο Λούτσι έζησε τις πιο έντονες στιγμές της Ιταλικής ιστορίας. Το τέλος  του φιλελευθερισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, τα δραματικά χρόνια  του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, την ανοικοδόμηση της χώρας του  και την ανάκαμψη της οικονομίας, την τρομοκρατία και την ήττα της, την πολιτική αποσταθεροποίηση των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα έως τις αρχές του νέου 21ου . Παράλληλα με την Ιταλική ιστορία, το ποιητικό  έργο του συμβάδιζε εξελικτικά  με τα νεώτερα μοντερνιστικά ρεύματα του 20ου αιώνα.  


Φύση

Η γη και σύμφωνη η θάλασσα μαζί
και πάνω από παντού μια θάλασσα πιο εύθυμη
χάρη στη ζωηρή φλόγα των σπουργιτιών
και τον δρόμο
της ήσυχης σελήνης και του ύπνου
των ήρεμων σωμάτων μισόκλειστων στη ζωή
και στον θάνατο σε κάποιο αγρό-
και χάρη στις φωνές αυτές που κατεβαίνουν
ξεφεύγοντας από μυστήριες πόρτες κι ελίσσονται
πάνω από εμάς σαν πουλιά παθιασμένα να γυρίσουν 
πάνω από τ’ αρχέγονα νησιά τραγουδώντας:
εδώ ετοιμάζεται
ένα κρεβάτι από πορφύρα  κι ένα τραγούδι που νανουρίζει
για εκείνον που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί
τόσο σκληρή ήταν η πέτρα
τόσο αιχμηρός ο έρωτας.     
                                                 La barca, 1935                     
                                   

Η δραματική ιστορικά εξέλιξη των πραγμάτων, κυρίως ο πόλεμος,  απομάκρυνε σταδιακά τον Λούτσι από την ερμητική διάθεση και γραφή. Ο λόγος του ανανεώνεται θεματικά και δομικά. Γίνεται πιο απλός, καθημερινός, περνάει από τον ποιητικό μονόλογο στον διάλογο με τον άλλον, που συχνά είναι γυναίκα. Στον κόσμο μιας αμφίβολης μεταπολεμικής ειρήνης, υπερασπίζεται τον εσωτερικό κόσμο του σύγχρονου  ανθρώπου, εξαρτώμενου πλέον από την πόλη και την εργασία, ενώ η ύπαιθρος έχει καταστραφεί.


Το στρατόπεδο των προσφύγων

Η γυναίκα ανεβαίνει επάνω αργά και μαζεύει
κουρέλια στον αβέβαιο αέρα
απλωμένα σε δυο πασσάλους. Ο σκύλος ουρλιάζει,
δίνει σώμα στις σκιές.
 
Υπάρχουν σημάδια θύελλας στη μέρα
στον δαίδαλο από λάκκους κι αναχώματα,
είναι άνθρωποι σαν αγέλη σε  ανάπαυλα
ή εμπορεύματα ακίνητα σε τελωνείο, στοιβαγμένα
κάτω από τέντες ή παράγκες,  μόνιμα
ή προσωρινά – θέαμα έως να νυχτώσει
από μεταναστεύσεις χωρίς κίνηση, χωρίς
γαλήνη, που ο νόμιμα εκλεγμένος για να εξιλεωθεί
ορθός πλάι στο περβάζι  διαλογίζεται
ανάμεσα σε βροχή και βροχή, χιόνι και χιόνι.
 
Ο άνεμος φέρνει ένα γδούπο υπόκωφου νερού.
Τι κάνεις, τι κάνεις; χάνεσαι στο μυστήριο αυτό. 
Ο νιόφερτος στον τόπο διστάζει αβέβαιος
ποιό δρόμο να πάρει, ο άλλος, ψαράς 
για χέλια ή εργάτης της άμμου  περνάει πέρα,  
χώνεται έτοιμος κάτω από την υγρή κουβέρτα
κατεβαίνει το ποτάμι μέσα σε κεραυνούς κι αστραπές.                                        

                                             Onore del vero, 1957

 

Πρώτη νύχτα της άνοιξης

Τι πεθαίνει, τι γεννιέται
τώρα που ένας ψίθυρος βροντής συντρίβει
το ανάστημα της νύχτας, αναγγελία
απροσδόκητη της άνοιξης που διακόπτει τον ύπνο...

Γενεές και γενεές 
ανθρώπων άλλοι νικημένοι άλλοι ψηλά
στην υπεροψία των δεινών τους, εποχές
γεμάτες πόνο,  η μια πάνω στην άλλη,
σ’ ένα παιδεμό, σ’ ένα σημείο μοναχό
προαγγέλλουν, συνωστίζονται, κι αναστενάζει
και τρίζει από κολόνα σε κολόνα η γέφυρα
σκοτεινή μέχρι το τελευταίο δοκάρι
και το πεύκο που προβάλλει από τη ρίζα ως τον καρπό.
Αγγίζω με το χέρι την ωδίνη , αφουγκράζομαι.
Πρώτη νύχτα της άνοιξης, φουσκωμένη
Και σπαραγμένη ανάμεσα στο μέλλον και στο είναι.
  
                   Dal fondo delle campagne,  1955-1961

 

Μέσα στον χρόνο

Γρήγορα γρήγορα, και με αναμμένη μηχανή, 
δυο λέξεις γι’ αντίο, δυο φράσεις κουρασμένες
αλλοτινών καιρών, αυτές που έπεσαν 
στο δρόμο, όχι γι’ αυτό λιγότερο ζωντανές
από τους ζωντανούς «γιατί είν’ αθάνατη η παιδική  ηλικία».
Κατεβαίνω και ήδη παίρνεις τη στροφή με πατημένο γκάζι.

Είναι η ώρα  μεταξύ μεσημεριού και δείπνου
που οι νέοι  μπροστά στο σπίτι κανονίζουν
τι θα κάνουν με το υπόλοιπο της Κυριακής. 
Ο παγωτατζής ξαναγεμίζει τα χωνάκια,
σπρώχνει το τρίκυκλο, πατάει την κόρνα.
Βγαίνει ο ήλιος,  πάει κάτω από το σκέπασμα,
ψιχάλισμα, η σκόνη νοτισμένη 
μυρίζει έντονα, τα γιασεμιά μυρίζουν
πιο πολύ, το στάρι έχει ψηλώσει όσο πρέπει
αυτή την εποχή του χρόνου. Όλα σωστά,
ψηφίο το ψηφίο στο σύνολο, ακριβώς
ως το χιλιοστό: ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται,
τουλάχιστον αυτό είν’ έτοιμη η καρδιά να πιστέψει.
                          
                                Dal fondo delle campagne,1965


Ζωή πιστή στη ζωή  
      
 Η πόλη της Κυριακής
προς το βράδυ
όταν όλα ησυχάζουν
μα ένα ραδιόφωνο στενάζει
μες από τους τυφλούς όγκους της  
από τα μαλακά σπλάχνα της

και γι αυτόν που βαδίζει στις ρωγμές ενός δρόμου 
χαραγμένου σωστά ανάμεσα στις τράπεζες φτάνει
γλυκιά ως τον ανθρώπινο σπασμό
κρυμμένο στους υπονόμους και  στα υπερώα της,

ανακωχή, ναι, ωστόσο
ένας, με το πρόσωπο στην άσφαλτο, πεθαίνει
ανάμεσα σε λίγο κόσμο σαστισμένο
που χασομεράει γύρω από το ατύχημα,

κι εμείς βρισκόμαστε εδώ γιατί είναι γραφτό ή τυχαίο μαζί 
εσύ κι εγώ, η πριν από λίγες ώρες σύντροφος μου,
σε αυτή την παράφρονη σφαίρα
κάτω από το δίκοπο σπαθί
της κρίσης ή της συγχώρησης,

ζωή πιστή στη ζωή
όλο αυτό που μεγάλωσε στο στήθος της
πού πάει, αναρωτιέμαι, 
πέφτει ή εξυψώνεται σκιρτώντας πιστό στις αρχές του… 

αν και δεν έχει σημασία,  αν είναι αυτή η ζωή μας και φτάνει.                                                                                                                                                                     
                                     Su fondamenti invisibili , 1971  

 

Λόγος για την Αντζέλικα
 

Αγαπημένη, σ’ ένα κενό του πόνου,
σε μια ρωγμή της τιμωρίας μας,
αυτή η λαμπερή χαρά
της σιωπής των πραγμάτων,
αυτή η απρόσμενη φωτεινότητα
του αέρα, της πέτρας
και της απουσίας φυλλώματος…
Ναι, αυτός ο περίπατος στον παράδεισο 
που μάς δόθηκε χάρισμα
εδώ και μαζί…
                  Επάνω έπεσε ο πέλεκυς
της ανήλεης παροδικότητας,
αλλά  δεν έκοψε καμία κορυφή της, 
ούτε αποκεφάλισε το φως.
                                          Φως
ήταν, του παντός σπόρος μοναδικός. Φως
είναι ακόμα,  και γι αυτό ασύλληπτο.

             Frasi e incise di un canto salutare, 1990


Ο Μάριο Λούτσι προτάθηκε για Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Ιταλική Ακαδημία Επιστημών, ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Τιμήθηκε το 2004 από την  Ιταλική Δημοκρατία με τη μεγαλύτερη τιμή, ως «Ισόβιος Γερουσιαστής». Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, πολωνικά, ρωσικά, τουρκικά, ελληνικά… Διακρίθηκαν με όλα τα ιταλικά βραβεία και πολλά διεθνή.  Η  μεγάλη αυτή ποιητική διαδρομή,  από την ερμητικότητα της πρώτης γραφής έως την υπαρξιακή ωριμότητα της, στηρίζει  την καίρια θέση του Λούτσι για τη συμβολή του ποιητικού λόγου στον εξευγενισμό  της ανθρωπότητας.

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Μαΐου 2022