Εκτύπωση του άρθρου
 
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
 

 Για τα μάτια της Τούτης
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄ (1945-1951)
                                              Της Αγάθης Γεωργιάδου
 
 
Ο Γενάρης μήνας είναι η καλή και η γλυκιά ώρα για τις γάτες. Τούτο σημαίνει πως κατά φύσιν ζώντας δικεδικούν το  συνευρίσκεθαι και συνουσιάζεσθαι και αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι, όπως και όλα τα άλλα ζώα.
 
Ο Πρέσβης ποιητής Γιώργος Σεφέρης έχει στο σπίτι του μια κατάμαυρη γάτα Αγκύρας με το όνομα Τούτη σε ώρα ερωτική και αυτή. Κατανοώντας το δικαίωμά της, της έφερε γάτο, επιλεγμένον φαντάζομαι, ο οποίος όμως παρέμεινε ψυχρός και αδιάφορος στις ερωτικές προκλήσεις της Τούτης.
 
Ο Σεφέρης βέβαια, αν και μη ρατσιστής, είναι φυσικό να σκέφτηκε τη ράτσα, επιλέγοντας γάτο. Ο γάτος όμως, που δεν ξέρει από ράτσες και τέτοια, σκέφτηκε τη φύση. Κακή λέξη το «σκέφτηκε». Δεν ένιωσε την έλξη από το συγκλονισμένο σημείο g της Τούτης και τον  ασυγκράτητο σεξουαλισμό της. Ωστόσο, η Τούτη θα βρει  αυτό που ψάχνει.
 
Ας παρακολουθήσουμε τι λέει ο ποιητής:

«Τρίτη,  21 Γενάρη 1947

2 πρωί. Η Τούτη μαίνεταιˑ έχει φρενιάσει (της ερωτιάς). Το μαύρο τρίχωμά της παίρνει την απόχρωση του ηλεκτρικού σπινθήρα, όταν την πιάσεις είναι ένας κόμπος ανατριχίλες –καημένοι άνθρωποι.

Τετάρτη,  ˑ22 Γενάρη

Η Τούτη, ο μαύρος καθρέφτηςˑ αντανακλά τις διαθέσεις μου, όπως όταν γυρίσαμε  από τον Πόρο, εκείνο το αίσθημα της μελαγχολίας του φυλακισμένου. Ρωτιέμαι καμιά φορά πότε θα πέσει μέσα στη μαύρη τρύπα που ανοίγει η ίδια στο φως της μέρας.

Την έπιασε αυτές τις μέρες ο ερωτικός οργασμός του Γενάρη. Δυο νύχτες δεν μας άφησε να κοιμηθούμε. Κουλουριαζότανε, κυλιότανε, τέντωνε τα νύχια της, ούρλιαζε -αυτό  το γοργό νιαούρισμα. Χτες της φέραμε γάτο. Χώθηκε σε μια γωνιά και κάθισε ακίνητος από το απόγευμα ως σήμερα το μεσημέρι. Τα τσακίσματα και τα φρενιάσματα της Τούτης δεν τον συγκινούσαν. Την εβγάλαμε στο περιβόλι. Ήρθε ένας γκρίζος γάτος, ένας αλήτης της πλαϊνής ταβέρνας. Την κοίταζε, κι αυτή κυλιότανε μπροστά του στο χιονόνερο, στη λάσπη, σα να ήταν αναμμένα χόρτα. Το ωραίο τρίχωμα είχε γίνει ένα ελεεινό κουρέλι. Όμως αυτός ήταν η μοίρα της.

Παρασκευή, 1 Αυγούστου

Η Τούτη γέννησε δυο κάτασπρα γατάκια: τ’ αρνητικά της».
Συμπεράσματα: Στη φύση δεν υπάρχουν κοινωνικές και ρατσιστικές διακρίσεις, επομένως ούτε στον έρωτα υπάρχουν. Σε ορισμένα πράγματα κυριαρχεί μόνο ο νόμος της φυσικής έλξης. Η κατάμαυρη Τούτη δεν έχει συγκρατημό και μοιάζει με το ηφαίστειο της κατάμαυρης Αίτνας, τα δίνει όλα στην πρόκληση, αλλά ο γάτος παραμένει ασυγκίνητος, η χημική ένωση απέτυχε και ας είναι αρχόντισσα η Τούτη. Υπάρχει όμως και ο γείτονας, ο λαϊκός και αλήτης, που μπόρεσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της.

Ο Σεφέρης, άνθρωπος σοφός, παρατηρεί τη φύση και τις αλλαξοκαιριές τηςˑ στην προκειμένη περίπτωση η γάτα του τού δίνει το έναυσμα.  Και εξ αντανακλάσεως μελετά τον εαυτό του. 

Από την πρώτη καταγραφή κρατώ τη φράση «καημένοι άνθρωποι», η οποία μοιάζει ξεκρέμαστη σε σχέση με το συγκείμενο. Ο Σεφέρης σκέφτεται τον άνθρωπο στην ίδια μοίρα με τη γάτα, όταν νιώθει εγκλωβισμένος στις κοινωνικές συμβάσεις και προκαταλήψεις.

Από τη δεύτερη καταγραφή, σε όλη την πρώτη παράγραφο, ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του:  «Η Τούτη, ο μαύρος καθρέφτηςˑ αντανακλά τις διαθέσεις μου … εκείνο το αίσθημα της μελαγχολίας του φυλακισμένου».

Η Τούτη έχει ερωτικές διαθέσεις και το δείχνει χωρίς αναστολές. Ο άνθρωπος όμως; Ο ποιητής μιλάει για «αίσθημα της μελαγχολίας του φυλακισμένου»ˑ του φυλακισμένου στην ευπρέπεια των κοινωνικών κανόνων;  Αυτοκαταπιέζεται;  Φυσικά, μπορεί ο καθένας να βρει μια «γάτα» λαϊκή και αλήτισσα  και να ξεθυμάνει, πράγμα το οποίο κάνει: «Τις προάλλες που µου αράδιασες εκείνη την ιεροδιδασκαλία για τις λειτουργίες του σώµατος, έβαλα το καπέλο µου και βρήκα το πρώτο κορίτσι που µου πέσε στα χέρια και του ζήτησα να µου δώσει le meilleur de ce qu’ elle a. Η καηµένη µου το έδωσε, αλλά γιατί µε βάζεις να κάνω τέτοια πράγµατα;» (Μέρες Β΄, 32 Μάη, 1932 σελ. 65).

Και ακόμα παρακάτω, ακούγοντας ένα από τα Preludes «ένα που λέγεται Voiles (αυτό που είναι γραμμένο για τα μαύρα κόκκαλα του πιάνου) … Εμένα μου θυμίζει εκείνο του Μαλλαρμέ: La chair est triste, helas! Κι έπειτα τι σημασία έχει τι μου θυμίζει, αν με κάνει να νιώθω τι μου λείπει, μολονότι δεν μπορώ να το πω… Αυτός ο αέρας έχει τη δύναμη να ξυρίζει τα αυλάκια του μυαλού μας» (Μέρες Β΄, 32 Μάη, 1932 σελ. 71-72).

La chair est triste, helas! Η σάρκα είναι θλιμμένη. Με άλλα λόγια, ο ποιητής υποφέρει.
Όλες αυτές οι καταγραφές από ένα κέντρο εκκινούν. Την έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας. Τον άνθρωπο που  ο Σεφέρης δεν τον ξεχωρίζει σε κορμί και σε πνεύμα, αλλά τα θέλει όλα μαζί σε ένα και με όλα  μαζί υποφέρει.

Στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ από το καλλιγράφημα με τον τίτλο «ΞΕΝΙΤΙΑ ΑΝΥΠΟΦΟΡΗ», δανείζομαι τους τρεις  πρώτους και τους τρεις τελευταίους στίχους :

«Όταν πονούν/ οι γυναίκες /γίνουνται ανυπόφορες /και τα σύννεφα βαραίνουν …………………….
µια αµαζόνα καλπάζει  χωρίς ασπίδα /ο κεραυνός τής έκαψε τη µήτρα. /Συλλογίζοµαι θαλασσινούς που ταξιδεύουν» (4.10.1941).

Η Αγάθη Γεωργιάδου (στην αδημοσίευτη εισήγησή της στο Συμπόσιο για τον Σεφέρη, στην Αγία Νάπα τον Νοέμβριο του 2019), μελετώντας το ερωτικό περιεχόμενο στα Καλλιγραφήματα του Σεφέρη, προβαίνει σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, συνδυάζοντας και τις καταγραφές στις Μέρες Γ΄ . Ο ποιητής βρίσκεται στην Κορυτσά:  «Έχω την εντύπωση πως αγαπώ σαν τρελός. Ο έλεγχος είναι δύσκολος στην κατάσταση που βρίσκοµαι. (Εδώ και τρεις µήνες είµαι χωρίς γυναίκα)».

Όπως καταδεικνύεται και από την αλληλογραφία του με τη Μαρώ, η απουσία του σωματικού έρωτα ισοδυναµεί µε οδύνη.  Αλλού πάλι  (Κυριακή πρωί, 29 Σεπτεµβρίου 1940), σημειώνει: « Όλο µου το σώµα πονεί από επιθυµία. Σκέπτοµαι πως µπορεί να σε κρατήσω γυµνή απάνω µου και όλα τα άλλα χάνουνται, όπου και να βρίσκοµαι, ό,τι και να κάνω».

Συσχετίζοντας τα στιχουργήματα για την Τούτη με το καλλιγράφημα, έχουμε σοβαρούς λόγους να υποθέσουμε πως η Τούτη ήταν η αφορμή να μιλήσει ο ποιητής για τους «καημένους ανθρώπους», «τους θαλασσινούς» και  τον εαυτό του. Ανθρώπους που για διάφορους λόγους βρίσκονται μακριά από το ερωτικό τους αντικείμενο.

Δύο χρόνια μετά,  στις 22.8.1949 στην Άγκυρα, ο Σεφέρης, θα καταχωρίσει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄ το «ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΣΤΗ ΓΑΤΑ ΜΟΥ ΤΗ ΤΟΥΤΗ  ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ»:

Είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Τούτη η γάτα που έχασαˑ διαβάτη μη σταθείς.
Βγήκε απ’ το χάσμα που έκοβε στης μέρας το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί.
 
Στο επίτύμβιο για την Τούτη, ο  Σεφέρης αναπαράγει τον τρόπο των αρχαίων επιγραμματοποιών. Κάνει λόγο για την εβένινη γούνα της,  «τα μάτια της Σαλώμης», η οποία αποδείχτηκε μοιραία ερωτική γυναίκα και συμβουλεύει:   «διαβάτη μη σταθείς», αντίθετο στον αρχαίο επιγραμματοπιό, ο οποίος συμβούλευε  «διαβάτη στάσου». Στον τρίτο και τέταρτο στίχο, το «σεντόνι» και του «του ζόφου το πανί» αφορά εξίσου και την Τούτη και  τον άνθρωπο. 

Επανερχόμαστε, λοιπόν στην αρχική σκέψη πως είτε για τον έρωτα είτε για τον θάνατο, η Τούτη είναι η αφορμή, για να μας πει ότι ο έρωτας, η γέννηση και ο θάνατος είναι  οριακές στιγμές στη ζωή του κάθε όντος. Μόνο που η Τούτη δεν στοχάζεται. Στοχάζεται όμως ο ποιητής για κείνην  και για μας.

Ωστόσο, και πάλι θα σταθώ στα «μάτια της Σαλώμης». Ο Χρήστος Αντωνίου στο άρθρο του με τίτλο «Κυρίως, για “…Τα μάτια της Σαλώμης” (περιοδικό Περί ου,13 Μαρτίου 2019), γράφει ότι η φράση στο Επιτύμβιο της Τούτης «είχε τα μάτια της Σαλώμης» … επαναλαμβάνεται σε  δυο σεφερικά ποιήματα και ότι ο ερωτισμός της Τούτης παραλληλίζεται με εκείνον της Σαλώμης – της παλιάς αγαπημένης του (Λουκίας Φωτοπούλου ή Λου) και ίσως «το επιτύμβιο ποίημα να είναι αφιερωμένο και στις δύο, πράγμα που συνάδει με τον κρυφό και υπαινικτικό χαρακτήρα της ποίησης του διπλωμάτη ποιητή κι αφού η Λου είχε ήδη πεθάνει τον  Ιούλιο του 1939, δέκα δηλαδή χρόνια πριν γράψει το ποίημα για την Τούτη».
 
Μια ακόμα επιπλέον σκέψη. Συνυπολογίζοντας τον ρόλο της Σαλώμης των Γραφών, μήπως ο ποιητής υπαινίσσεται τη δική του ασύμβατη κοινωνικά σχέση με την Λου-Σαλώμη (όπως ήταν το όνομά της στις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη), λαμβανομένης υπόψης και της παρουσίας του φεγγαριού που τον αρωσταίνει; Είναι λοιπόν τα μάτια της  γάτας του της Τούτης ο καθρέφτης που μέσα του έβλεπε την ερωτική και αρπακτική και ακατάλληλη για έναν Σεφέρη Σαλώμη που ικανοποιούσε όμως την ερωτική του όρεξη. Ήταν αυτά τα γατίσια μάτια της κατάμαυρης Τούτης που υπαινίσσονταν τη δημοκρατία του ενστίκτου που δεν περιορίζεται από κοινωνικούς κανόνες και συμβατικότητες, κυρίως όμως τον ζόφο της αιωνιότητας και την ίση μοίρα μπροστά στον  θάνατο;

Ο Αντωνίου αναφέρεται σε όλους τους βασανιστικούς έρωτες του Σεφέρη –Sujon, Jaqueline, Λου- που αποτέλεσαν κατά τη γνώμη του «την ποιητική του βάση για τη σύλληψη του σπουδαιότερου ποιητικού του συμβόλου, της γοργόνας, η οποία αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των ποιητικών του συλλήψεων».

Η Γεωργιάδου, πάλι, ολοκληρώνει το κείμενό της με την παρατήρηση ότι «στα καλλιγραφήµατα του 1941-1942 … γίνεται φανερό πως το σύνδροµο της στέρησης παραµένει ισχυρό, παρά το τραύµα της συλλογικής εµπειρίας, χωρίς να µειώνει την αναζήτηση της ερωτικής ευτυχίας. Αντίθετα, είναι φανερό ότι απογειώνει τον σεφερικό ποιητικό οίστρο».

Μια ακόμα αναφορά, στο πεζό κείμενο του Κώστα Καρυωτάκη, η «Δεσποινίς  Bovary», έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα. Η ηρωίδα του κειμένου, σαν την Τούτη, βγήκε στο δρόμο και βρήκε έναν τυχαίο: «το σώμα της τώρα… ήταν ολοκληρο πάνω στο δικό του… Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά… Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο έρως;… σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου… Ήταν ευτυχής».  

Υποθέτουμε πως σε ένα επίπεδο, οι γοργόνες, η Σαλώμη, η Λου και η Τούτη δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον εαυτό του και τις αντανακλάσεις του. Ο Σεφέρης ακόμα και όταν φαίνεται πως γράφει απλά, γράφει σοβαρά. Η απλότητα και η σοβαρότητα δεν είναι δύο αντιφατικές έννοιες, όπως δείχνουν και οι επόμενοι στίχοι:

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό…

Ο κόσμος είν’ απλός…

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
 
© Poeticanet 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Ιανουαρίου 2020