Μετάφραση: Μάρω Παπαδημητρίου
© Poeticanet
Αγαπώ ν’ ακούω τα όνειρα σου
Με τον Αμερικανό ποιητή Μάθιου Ζαπρούντερ γνωριστήκαμε διαδικτυακά στη συνέντευξη μας με θέμα Γιατί Ποίηση (περιοδικό Poeticanet, 14 Απριλίου 2019). Από τότε συνεχίζουμε τακτικά την επικοινωνία μας. Πρόσφατα ζήτησα την άδειά του να μεταφράσω ποιήματα από το πρόσφατο βιβλίο του, I Love Hearing Your Dreams = Αγαπώ ν’ ακούω τα όνειρα σου, Σεπτέμβριος 2024. Αναφέρεται εμπνευσμένα στα όνειρα και τις εμπειρίες του σύγχρονου απομονωμένου ανθρώπου στον πικρόγλυκο κόσμο του αιώνα μας.
Στην εικόνα του εξωφύλλου κυριαρχεί μια λαγουδίνα που ανηφορίζει μέσα στη νύχτα. Είναι η πρωταγωνίστρια του διαχρονικού παιδικού βιβλίου Η επαρχιώτισσα Λαγουδίνα και τα μικρά Χρυσά Παπούτσια, 1939. Είναι η μάνα με τα εικοσιένα λαγουδάκια, που παλεύει με τις αξίες της εργασίας, της ισότητας, της φιλοδοξίας, του ονείρου. Σε παράγραφο ενός substak, ο Ζαπρούντερ γράφει: « Σίγουρα είναι ένα ωραίο παραμύθι για μια κουνέλα που επιστρατεύει όλο το κουράγιο της απέναντι σε όλα τα εμπόδια κι έτσι κατορθώνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα της. Ειλικρινά πιστεύω, είναι ένα μάθημα που μπορεί να ωφελήσει όλους εμάς, αυτόν τον φθινοπωρινό καιρό».
ΗΤΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. Ο ΑΝΕΜΟΣ ΦΥΣΟΥΣΕ
Ήταν καλοκαίρι. Ο άνεμος φυσούσε
μακριά, κι εγώ έμεινα εδώ να σκέφτομαι
ένα κάποιο βουνό. Τα πράγματα πρασίνισαν
μετά λησμόνησαν, και μέσα στη λησμοσύνη τους
θυμήθηκαν όλα όσα δεν ήταν
γρασίδι ή εμένα. Ο γιος μου ξέχασε
ότι δεν ήξερε να κολυμπάει, μετά πρόβαλε
ψηλός σαν γέλιο, κρυμμένος
σαν το μάθημα σε ένα τραγούδι. Ξέχασε
πώς να δένει τα παπούτσια του ύστερα
έμαθε πώς να ζωγραφίζει ένα πρόσωπο
να το περνάει σε σκοινί και να τρέχει μακριά
στο μέρος όπου μόνο αυτός μπορούσε να πάει.
Τον κυνήγησα αλλά εκείνος είχε κιόλας μεγαλώσει.
Για μια εβδομάδα έγινε ξυλουργός,
το σφυροκόπημα γέμιζε την καρδιά μου. Η καρδιά μου
πήγε στο σιδεράδικο κι αγόρασε
όλες τις κοιμισμένες σπάτουλες. Ήταν
καλοκαίρι, έτσι τους άφησα όλη νύχτα
να μη κοιμηθουν ή εκείνοι με άφησαν.
Κουνιόμασταν από τη μανόλια,
τα μεγάλα μας φύλλα έπεσαν, εκείνη έμεινε
φίλη μας. Η κάθε μέρα ήταν η ίδια
γλυκιά γιορτή που ποτέ δεν τέλειωνε
μέχρι που τα παράθυρα μαλάκωσαν. Ήταν καλοκαίρι.
Τα κεριά άναψαν σαν τηλεοράσεις.
Η τελευταία φορά που τα πράγματα ήταν αληθινά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Ω, πάρε τα επάνω μου κλαδιά
όπως έκαναν οι Ρωμαίοι
από την κορυφή μου
κάνε λίγο χώρο
να περάσει μέσα το ηλιόφως
τα μικρά σμαραγδένια ζωύφια
να φέρουν τις αστραφτερές σκέψεις τους
υπόσχομαι να μη τις μοιραστώ ποτέ
έζησα τόσες πολλές εκατοντάδες χρόνια
δίπλα στο κάστρο,
με φόβο το Συμβούλιο των Δέντρων
κάθε χρόνο ψηφίζουν αν θα με αφήσουν
να βλέπω τα παιδιά που έρχονται τη νύχτα
και χαράζουν τα ίδια ονόματα
στον κορμό μου
ύστερα παίζουν στον θόλο
των μαλλιών μου
αν ένα από τα κλαδιά μου πέσει,
σήκωσε το γρήγορα ή θα πεθάνει ο Βασιλιάς
κάψε το βαθιά μέσα στο δάσος
τραγούδησε στο πράσινο βρύο
ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ
για τον Ντιν Γιανγκ
Όταν ήμουν βαθιά στις σκοτούρες
μού έστειλε ένα κρανίο από νεφρίτη
το κοίταζα κάθε μέρα
κι ένιωθα το χλωμό πράσινο
γέλιο του
να με γεμίζει και να αλλάζει
σε λίγες λέξεις
ίσως το τέλος
ενός ύμνου
στη σερβιτόρα που μας έφερε
ψεύτικο αψέντι
εκείνη τη φορά
με επίσημο φόρεμα
εκείνος είπε πως είχε μια αύρα
εγώ είπα πως ποτέ δεν
έχω δει ούτε μία
γυρίσαμε σπίτι και πέσαμε για ύπνο
αλλά όχι για πάντα
το πρωί με ακούμπησε
ελαφρά και είπε
συνέχισε να ψάχνεις
Μια διαδρομή σε ένα ονειρικό τοπίο του 21ου αιώνα. Ελπίδες και ρεμβασμοί απογοητεύσεις, φαντάσματα, αγρύπνιες: κάνε λίγο χώρο/να περάσει μέσα το ηλιόφως/τα μικρά σμαραγδένια ζωύφια/να φέρουν τις αστραφτερές σκέψεις τους (Βασίλισσα Βελανιδιά)… Ο ποιητής δεν σταματάει στα αδιέξοδα. Ακολουθεί «ονειρικά» το ποίημα και όπου πάει. Ίσως στα απρόοπτα του σύγχρονου κόσμου ή στην αναζήτηση του τρόπου που τα μεταλλάζει: γυρίσαμε σπίτι και πέσαμε για ύπνο/ αλλά όχι για πάντα/ το πρωί με ακούμπησε/ ελαφρά και είπε/ συνέχισε να ψάχνεις (Το φόρεμα).
ΤΟΥΡΜΑΛΙΝΗΣ
είναι μια πέτρα λένε κάποιοι
που βοηθά ένα παιδί με πυρετό
να κοιμηθεί
και άλλοι
υποστηρίζουν ότι ξυπνάει ηθοποιούς
από την αναγκαία
έκσταση της παραίσθησης
να ξαναγίνουν ο εαυτός τους
υπάρχει σε πολλά χρώματα
σαν αυτό της παράξενης κόκκινης
πέτρας στο Ρωσικό Αυτοκρατορικό Στέμμα
που όλοι πίστευαν
πως ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο ρουμπίνι
του κόσμου
και ίσως να είναι
αλλά μπορεί να ήταν και τουρμαλίνης
που θα εξηγούσε
κάποια όνειρα
της Αικατερίνης της Μεγάλης
αγαπώ τον πράσινο
τουρμαλίνη που όσο πιο πολύ
τον κοιτάζεις
γίνεται ένα φύλλο
που πέφτει
σε απύθμενο καθρέφτη
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
για την Σάρα
Το τελευταίο ποίημα που κάποτε γράψω
θα είναι σαν το πρώτο που κάποτε
έγραψα, όταν ήμουν πράσινος σαν γρασίδι
που αγνοούσε ότι δεν ήταν αυτό ο κόσμος,
είχα πάει σχολείο κι έμαθα να είμαι
ένα μικρό θυμωμένο μηχάνημα επιχειρημάτων
κι όλες οι κόπιες κοιμόνταν στο γαλάζιο
φως ταινιών για τον τελευταίο πόλεμο,
κι εμείς στεκόμασταν στη σειρά για την ταινία
των ρομπότ που έσωσαν τα πάντα
με τη βοήθεια ανθρώπων που τους δίδαξαν
την απαραίτητη σπουδαιότητα του θανάτου,
λέξεις που δεν χρειαζόταν να καταλάβουν
μόνο να κουβεντιάζουν όταν αντίκρυζαν την πύλη,
τότε πήγα σπίτι και διάβασα τις ιστορίες
για τους Σκανδιναβούς θεούς και με πήρε ο ύπνος
με τα ουτοπικά του σχέδια,
κι ούτε ξύπνησα μέχρι που συναντηθήκαμε,
κι αυτό ήταν ό,τι θυμήθηκα
από έναν ύπνο που μου είπε όχι
για ό,τι ήταν, αλλά για ό,τι θα μπορούσε να είναι:
Η Μητέρα κι ο Πατέρας στέκονταν εκεί,
με τα πρόσωπα αυτών
που η καλοσύνη τους δεν αλλάζει
από τις πράξεις ή τον χρόνο, είναι στέρεοι
σαν ένα δωμάτιο κρυμμένο σε παλιό βιβλίο
που είχες γεμίσει με αγριολούλουδα και ηλιόφως.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ
το μικρό κερί
μπροστά στο πορτρέτο
της μητέρας σου
τρεμοπαίζει ευτυχισμένο
ένας ποταμός από χρόνια
ρέει πέρα από την κοιμισμένη
μοναχική μορφή σου
κάθε πρωί
τα ανυπόμονα βουβά
ανίκανα φαντάσματα
μου λένε
ότι έχεις ξεχάσει
ποια αίσθηση
είναι κλεισμένη σε γυαλί
μέσα στο μουσείο
της άγνοιας
και για τί ο σκύλος
γαβγίζει
και γιατί μόλις τώρα
ένιωσα βέβαιος
ότι φαντάσματα χαϊδεύουν
το αναρρωτήριο
και πού αρχίζει το χιόνι
εννοώ σε ποιο σημείο είναι χιόνι
και ποιος μου είπε γιαυτό
που ελέγχει ό,τι κάνω
τι είναι αυτό το πράγμα
πού βρίσκεται
τους ακούω
ενώ περιπλανιέμαι
μέσα σε ένα μέρος
του πρωινού
λίγο πριν
εκραγούν τα πάντα
το μικρό κερί
σιωπηλό και ανήσυχο
από μόνο του
μόλις έσβησε
τότε ξεκίνησα για να φτάσω
σε κάτι πάλι
Έξη ποιήματα από τα 47 της συλλογής, σαν ελάχιστη εισαγωγή στο τοπίο των ονείρων σε μια εποχή γενικευμένης αϋπνίας. Ποιήματα παρόντος και μνήμης, ελπίδας και απογοήτευσης, πίκρας και καημού αλλά όχι απόγνωσης. Και ο ποιητής μένει άυπνος στη σύγχρονη πραγματικότητα, όμως όχι για ό,τι αυτή είναι αλλά για όσα θα μπορούσε να είναι. Ο αναγνώστης, ας ακολουθεί το ποίημα όπου τον πηγαίνει. Αποκρίνεται πάντα με την επιθυμία να τον πλησιάσει και να συνομιλήσουν.
Μάθιου Ζαπρούντερ. O διακεκριμένος Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, καθηγητής, εκδότης, μουσικός, γεννήθηκε στην Ουάσιγκτον (1967). Σπούδασε Αμερικανική και Ρωσική λογοτεχνία μαζί με τις Σλαβικές γλώσσες. Δίδαξε και διδάσκει λογοτεχνία και δημιουργική γραφή σε μεταπτυχιακούς φοιτητές. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στη γερμανική και σλοβενική γλώσσα, άλλα παρουσιάστηκαν και επί σκηνής μελοποιημένα από σύγχρονους μουσικούς. Πιστεύει ότι ο ποιητικός λόγος απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως.
Από το 1995, είναι μόνιμος κιθαρίστας στο μουσικό συγκρότημα των Figments (Φαντασιώσεις). Ζει με την οικογένεια του στο Σαν Φρανσίσκο, διδάσκει στο Saint Mary’s College της Καλιφόρνιας.
Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Νοεμβρίου 2025
- ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΛΥΝΤΙΑ
- BELLI, GIOCONDA
- COLLINS, BILLY
- ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΟΝΕΤΟΥ
- ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΒΕΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΧΑΡΗΣ
- ΙΣΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
- ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ
- ΜΗΤΡΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ
- ΠΑΛΑΜΑΣ, ΚΩΣΤΗΣ
- ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
- ΛΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ
- ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ.
- ΟΙΚΟΣ & ΠΟΙΗΣΗ
- ERICH FRIED
- JATTIN GOMEZ, RAUL
- JUARROZ, ROBERTO
- ROTHENBERG, JEROME
- SEXTON, ANNE
- ΓΟΝΑΤΑΣ, Ε.Χ
- ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ
- Ποιητές του περιοδικού AutreSud
- ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
- ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- NOVAC, ANDREI
- Βάλια Γκέντσου, Παραμύθια ανάποδα (Θεμέλιο, 2020) ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ ΤΑ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΣΟΥ* Τα μεσημέρια στο σπίτι κυλούσαν αργά σαν μεγάλα ποτάμια ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες Πήγαινα και καθόμουν στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας σ
- ΒΛΗΣΙΔΗ, ΕΛΕΝΗ
- ΚΑΤΣΑΜΠΗ, ΣΤΕΛΛΑ
- ΛΟΥΚΙΔΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
- ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΛΩΣΣΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
- ΣΙΔΕΡΗΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΤΙΜΟΘΕΟΥ, ΑΝΤΡΕΑΣ
- CALLEJON, BEGONIA
- NOVAC, RUXANDRA
- ROFFÉ, MERCEDES
- WILMS MONTT, TERESA
- WILMS MONTT, TERESA
- ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΙΛΟΒΑ
- ABRUTYTE, NERINGA
- AKHMATOVA, ANNA
- ALTOLAGUIRRE, MANUEL
- AMIRTHANAYAGAM, INDRAM
- ...Δείτε περισσότερα