Εκτύπωση του άρθρου

Κριτική: Μαρία Τσάτσου

Σκέψεις γύρω από την ποιητική δουλειά «Ο μεγάλος ξενώνας» 
του Μανόλη Πρατικάκη

  E la nave va! Και το πλοίο συνεχίζει τον πλου του! Αφορμώμενη από το μνημειώδες έργο του Fellini, αλλά και από σχόλια του ίδιου του Μανόλη Πρακτικάκη για τον ``Μεγάλο Ξενώνα´´, έτσι θα τολμούσα να ορίσω, την τελευταία του δουλειά, την τόσο ώριμη και - γιατί όχι – φελλινική. Ας ακούσουμε τον ίδιο να μιλάει για το έργο του: «Με τον ``Μεγάλο Ξενώνα´´ προσπάθησα, αφ’ ενός να ανοίξω έναν διάλογο με όλο το ποιητικό μου παρελθόν, και το μέχρι τώρα παραδομένο έργο μου, και αφ’ ετέρου με όλο το ποιητικό και γενικότερα πνευματικό παρελθόν της παγκόσμιας δημιουργίας, που με άγγιξε, με επηρέασε, και με έκανε να αισθανθώ ότι συμπορεύομαι, ότι ανήκω σε μια κοινή προβληματική, έντι κοινό αισθητικό και εσχατολογικό σύμπαν, μέσα σε ένα πνευματικό ταξίδι 35 περίπου χρόνων. Έτσι, είναι σαν να συνταξιδεύω σε ένα πλοίο, μαζί με λογοτέχνες, ποιητές και ανθρώπους του πνεύματος που προηγήθηκαν, αλλά και μαζί με όλους τους προηγούμενους εαυτούς μου, ή να προσεγγίζω για λίγο, δικά τους λιμάνια, και να ανταλλάσσουμε στοχασμούς και πραμάτειες, σε έναν ανοιχτό δημιουργικό διάλογο, ή απλώς σαν μία σήμανση». Και λίγο πιο κάτω προσθέτει: « Τα ποιήματά μου, μέσα από σχέσεις διακειμενικότητας, αναστοχάζονται παλιούς εκφραστικούς τρόπους… Η θεματολογία μου προσπαθεί να καταγράψει την Εικονική πραγματικότητα που πάει να αφανίσει κάθε αυθεντικό και γνήσιο στοιχείο της ζωής … όπου ο άνθρωπος από δρων πρόσωπο και πολίτης, γίνεται παθητικός θεατής, οπαδός, άθυρμα στα χέρια άνομων, και συχνά ζοφερών συμφερόντων και κινήτρων… Με άλλα λόγια, [«Ο Μεγάλος Ξενώνας»] είναι μία επιτομή, ένα βιβλίο που γράφηκε από πολλούς συγγραφείς μαζί, ένα διακειμενικό ποίημα, που περιέχει αντιφωνήσεις, από τους Ορφικούς και το Όμηρο; Έως τον Καρούζο»
Με τον ``Μεγάλο Ξενώνα´´, λοιπόν, ο Μανόλης Πρατικάκης συμμετέχει στην ιστορική λογοτεχνική συνέχεια. Ταυτόχρονα όμως, ζώντας μέσα στην επιστημονική και τεχνολογική έκρηξη της εποχής μας, ασκεί μια οξυδερκέστατη κριτική πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τα πεπρωμένα του ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα της ``Αποκαλύψεως´´, ηχηρή, τρομερή, γεμάτη οργή, ``ζωγραφίζει´´ τη νωπογραφία της εποχής μας, σαν ένας άλλος Ιερώνυμος Μπος, σε μια τετραμερή επική – ελεγειακή σύνθεση, που εκπλήσσει με την ανυποχώρητη επιθετικότητά της, μπορεί όμως και να γοητεύσει. Κάποτε, ο καταπέλτης αυτός στέκεται, για να στοχαστεί πάνω στο διάβα του χρόνου: «Καλά είμαι εδώ στο τελευταίο οχυρό μου. Σε μια κρυφή εκεχειρία με τις θύελλες της νιότης… Με τις γλυκές επιδρομές στου χρόνου τα αρχεία. Με τις φιλοδοξίες και τα πάθη σε πραϋντική μεγάλη νάρκη. Σαν κατανόηση της ουτοπίας. Με τη ματαιότητα να’ χει κι’ αυτή τα ξέφωτά της. Και σχεδόν τις μπιγκόνιες της». Είναι φανερή εδώ η συγγένεια με τον σουρεαλισμό και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι από κάτι τέτοια ``ξεδιψάσματα´´ της γλώσσας του Πρατικάκη εκπηγάζει μια δροσιά, μια ελπίδα. Και αλλού πάλι: ``Συνομιλώ κάθε στιγμή με τον νεκρό που μου νεύει. Και για λίγο / χάνεται πίσω απ’ τα σπίτια / που παρεμβάλλονται αδιάφορα στην κίνηση / Κι αυτή η διαλείπουσα λουρίδα είναι η ζωή».
 Σε τέτοιες στιγμές, το διακειμενικό πόνημα του Μανόλη Πρατικάκη, με τη βαριά, κάποτε ειδικής υφής γλώσσα, ο ``Ξενώνας´´ αυτός, που φιλοξενεί αλληλογορικά όλους μας, γίνεται ακραιφνής, λεπτουργημένη ποίηση. Σε άλλα σημεία, η απουσία, το κενό, γίνονται αναζήτηση του ``άλλου´´, με αυτοκριτική ματιά πάντα, μέσα όμως στην παράδοση του ανθρωπισμού που είναι ο φυσικός χώρος της ποίησης, ακόμη και όταν καταλαμβάνεται από πεσσιμισμό: «Γράφω πάει να πει μιλάω με τους άλλους./ Και ακούω τους απόηχους της φιλαυτίας μου./ Σημαίνει σαρκάζω τον ξενώνα του οποίου είμαι τρόφιμος».
 Πυρήνας του ``Μεγάλου Ξενώνα´´ είναι ο χρόνος. Ή μάλλον είναι ο Χρόνος. Ο μέγας πότης που μπορεί να μεταβάλει το ``ασήμαντο εκτόπισμα´´ της ύπαρξης μας, σε ιστορικό γεγονός, αλλά εξ’ ίσου, και την έξαλλη πτώση του δυτικού πολιτισμού που ο Πρατικάκης χαράσσει ανάγλυφα με βαθιές νυστεριές, σε έναν ακόμη κύκλο, ένα από τα περίφημα corsi και recorsi του Vico. Και οι άνθρωποι, θύματα και αναθήματα, σε μια μακρά σειρά μάταιης θυσίας, στο βωμό της αστραφτερής ύλης:
« Είδα το Εμπάϊαρ Στέιτ Μπίλ- ντιγκ και τα άλλα βαβυλώνια/ βάραθρα προς τον ουρανό». «Είδα τα σαστισμένα πλήθη σε πανικούς περιπάτους. / κονσερβηδόν στα καταφύγια με προβοσκίδες».
 Η αγωνία της φθίνουσας ύπαρξης και η αναζήτηση μιας απάντησης που δεν δίνεται, πλανώνται στον ``Μεγάλο Ξενώνα´´: στην Αθήνα, στις μεγαλουπόλεις του κόσμου, στη δημόσια ζωή, στις ιδιωτικές στιγμές των ζευγαριών και των μοναχικών πολιτών, κυριαρχεί, τον περισσότερο καιρό τουλάχιστον, η έρημος που φορά το νυφικό της. Ατάκες και παρεμβολές που θυμίζουν Έλιοτ, Τζόους, αλλά και Πιραντέλο, δίνουν θεατρικότητα σ’ αυτή τη φρενήρη περιπλάνηση που ερωτοτροπά με την τρέλα χωρίς να καταβυθίζεται ποτέ σ’ αυτήν. «Εξαρθρωμένος χρόνος. Αλλά η ευσεβής κυρία Χρονο-πούλου ζητάει άπελπις/ διανυκτερεύον ορθοπεδικό».
 Η γλώσσα του Μανόλη Πρατικάκη είναι η γλώσσα ενός τεχνίτη της ποίησης, ενός τολμηρού καινοτόμου. Λίγες, ευτυχώς, φορές ακολουθεί τους νέους τρόπους που απειλούν να γίνουν καθεστώς, αλλοιώνοντας την εξαίσια μορφή της ελληνικής γλώσσας, και τσακίζοντας την σπονδυλική της στήλη. Όχι, ο ``Μεγάλος Ξενώνας´´ είναι δεμένος στέρεα με τα καλά ελληνικά, τα αγαθά, τα λογικά, εκείνα που κάποιος είπε πως θα μιλούσαν οι άγγελοι, αν είχαν φωνή.
 Μανόλη Πρατικάκη, που όσο σε ψάχνει κανείς, τόσο σε αντικαλύπτει, τόσο σε σέβεται, τόσο σε θαυμάζει και σε αγαπά, αν,
``Σπάει τώρα το φτερό. Χαλάει το φρένο.
  Γεμίζει σίδερα ο χρόνος.
  Γίνεται βίδες η αιωνιότητα´´,
υπάρχει, όμως, πάντα η ποίηση, ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο, το ορατό και το αόρατο, υπάρχει η γενναία, ποίησή σου.

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Σεπτεμβρίου 2006