Εκτύπωση του άρθρου

CHRISTOPHER MERRILL

 

Μετάφραση: Αναστούλη Ναταλία
Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

 

Ο Κρίστοφερ Μέριλ γεννήθηκε στο Νορθάμπτον της Μασαχουσέτης, μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϋ και σπούδασε στο Μιντλμπέρι Κόλετζ και στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένου του Brilliant Water (White Pine Press, 2001) και του Watch Fire (White Pine Press, 1995), για τα οποία έλαβε το Βραβείο Peter I. B. Lavan Younger Poets από την Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών, καθώς και  περισσότερους από δώδεκα τόμους και βιβλία μεταφράσεων, πέντε μη 
λογοτεχνικά πεζογραφήματα, μεταξύ των οποίων τα The Grass of Another Country: A Journey Through the World of Soccer (Henry Holt, 1994), Only the Nails Remain: Scenes from the Balkan Wars (Rowman & Littlefield, 2001), και Things of the Hidden God: Journey to the Holy Mountain (Random House, 2005). Στο τελευταίο του πεζογράφημα, The Tree of the Doves: Ceremony, Expedition, War (Milkweed Editions, 2011), καταγράφει τα ταξίδια του στη Μαλαισία, την Κίνα και τη Μογγολία, καθώς και τη Μέση Ανατολή, στην αρχή του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες, άρθρα του έχουν εμφανιστεί σε πολλές εκδόσεις, ενώ οι τιμές που του έχουν αποδοθεί συμπεριλαμβάνουν τον τίτλο του Ιππότη στις τέχνες και τα γράμματα από την Γαλλική Κυβέρνηση. Ως επικεφαλής του Διεθνούς Προγράμματος Συγγραφής στο Πανεπιστήμιο Αϊόβα από το 2000, έχει αναλάβει τις πολιτιστικές διπλωματικές αποστολές σε πάνω από 30 χώρες, προσφάτως στο Αφγανιστάν και το Μπαχρέιν. Ο ίδιος και η σύζυγός του, η βιολίστρια Λίζα Γκάουντι-Μέριλ, κατοικούν στην πόλη Αϊόβα με τις δύο τους κόρες.
Μετάφραση από το πρωτότυπο βιογραφικό σημείωμα του ποιητή στη σελίδα: http://www.onepausepoetry.org/explore/poets/profile/christopher_merrill

 

Ποιήματα

WITHOUT

On the first day, the goat climbed to the top branch of the acacia tree and said, The ship sailing to the new world will sink before it leaves the harbor. He stayed there all night, counting the stars in three constellations that he had never seen before, and in the morning he cleaned himself up and said, The fishermen mending their nets will never take to the sea again. Leaves fell from the tree, the herder called from the ridge, and the goat, frisky in the heat, bounced on the bare branch until late afternoon, when he drifted off to sleep, unafraid of what the waxing moon might bring. That night he dreamed of a hyena chasing a lion up a valley into which the sea rushed, dividing the continent between the ones with gold and the ones without. And when he woke at sunrise on the third day, believing that the whitecaps in his dream were the pages of an unwritten book left on the ridge from which the herder called to him, he said, Here I am.

ΧΩΡΙΣ

Την πρώτη ημέρα, ο τράγος σκαρφάλωσε στο ψηλότερο κλαδί της ακακίας και είπε, Το πλοίο που πλέει για τον νέο κόσμο θα βουλιάξει προτού αφήσει το λιμάνι. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, μετρώντας τα αστέρια τριών αστερισμών που δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν, και το πρωί πλύθηκε και είπε, Οι ψαράδες που μπαλώνουν τα δίχτυα τους δεν θα ξαναπιάσουν ψάρια στην θάλασσα. Φύλλα έπεσαν από το δέντρο, ο βοσκός φώναξε από την κορυφή, και ο τράγος, παιχνιδιάρης στον οίστρο του, χοροπήδησε στο γυμνό κλαδί ως αργά το απόγευμα, όταν αποκοιμήθηκε, χωρίς φόβο για το τι μπορεί να φέρει το φεγγάρι που γεμίζει. Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε μία ύαινα να κυνηγάει ένα λιοντάρι στην κοιλάδα όπου έτρεχε η θάλασσα, διαχωρίζοντας την ήπειρο σε εκείνους με χρυσό και σε εκείνους χωρίς. Και όταν ξύπνησε την ανατολή της τρίτης ημέρας, πιστεύοντας πως τα προβατάκια της θάλασσας στο όνειρό του ήταν σελίδες ενός άγραφου βιβλίου αφημένου στην κορυφή από την οποία ο βοσκός τον κάλεσε, είπε, Εδώ είμαι εγώ.

 

COORDINATES

A map on which the names have been erased,
A compass pivoting on a black cross,
Sextants dismantled and displayed in a store
Razed and rebuilt in the Jewish Quarter—this is
How to draw coordinates for the next battle
On memory and desire, with a set of tools
No one knows how to use. And so the colonel
Peeling an orange at the command post
Hums an aria from La Bohème
Until a mortar lands outside his door.

The trial will resume next week, if the judge
Survives the latest attempt on his life—though the jury
Impaneled for the duration of the war
Cannot reach a verdict in the case
Of the man gagged and hanging from the ceiling
Of the machine shop: the ghost prisoner,
AKA God’s beloved. His testimony
Must be thrown out, new witnesses examined,
And the court reporters banished before the judge
Can order him to be strung up again.

Cicadas emerge, numbered and ranked, their clear
Wings beating—a light arriving from a star
Glimpsed from the depths of an abandoned mine.
We won’t make it out alive, the guide said
And tumbled down the shaft. What remains?
A shred of plastic flapping in the nest
The birds left in the hedge, a speckled egg
That never hatched, a file of summonses
Lost in the flood. The trees hum in the dark.
Pray for the guide. Pray for everyone.

Heroic poses generate suspicion,
According to a poll taken on board
The wooden ship bound for the Orient.
Hence the captain’s orders are delivered
Through the sous-chef who signed up to resurrect
The art of navigating by the stars.
The first mate is afraid to leave his cabin.
The stowaway will lead the mutineers.
And the passengers will tell you anything
If you will take them safely to Ceylon.

To break the back of the iambic line,
The prisoner in his metal cage, exposed
To sun and wind and rain, summoned a host
Of voices from the vast storehouse of his reading

And listening, and cast them on the page
Like glittering shells collected at high tide,
In a new line variable as the surf
He could no longer hear from his death cell
In Pisa: by the law, so build yr/ temple…
The verdict? Silence and unsentencing.

The tower leans toward mystery. Which is to say:
The past, present, and future, the masonry
Of which is lined with cracks through which to glimpse
A second space—i.e. eternity.
Thus Mimi, coughing, seizes Rodolfo’s sleeve
To sing goodbye. Thus a seasick passenger
Prays for deliverance. And thus the poet charged
With treason marks off in the sand the days
Until his execution, while the colonel
Is buried with full military honors.
 

After the torture and interrogations,
The water-boarding and sleep deprivation
And menstrual blood flung in his face, the ghost
Prisoner revealed the coordinates
For the Roman razing of Jerusalem
And the itinerary that John followed
To Patmos to compose his Revelation
For the seven churches in Asia. The guard
Removed her underwear. And from the throne
Proceeded lightnings, thunderings, and voices…

 

ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ

Ένας χάρτης στον οποίο τα ονόματα έχουν σβηστεί,
Μία πυξίδα που στριφογυρίζει σε έναν μαύρο σταυρό,
Εξάντες αποσυναρμολογημένοι και εκτεθειμένοι σε ένα κατάστημα
Κατεδαφισμένο και ανοικοδομημένο σε εβραϊκή συνοικία – έτσι
Σχεδιάζονται οι συντεταγμένες για την επόμενη μάχη
Στη μνήμη και την επιθυμία, με ένα σετ εργαλείων
Που κανείς δεν γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί. Κι έτσι ο συνταγματάρχης
Ξεφλουδίζοντας ένα πορτοκάλι στο στρατηγείο
Μουρμουρίζει μία άρια από την όπερα La Bohème
Έως ότου ένας όλμος προσγειωθεί έξω από την πόρτα του. 

Η δίκη θα συνεχιστεί την επόμενη εβδομάδα, εάν ο δικαστής
Επιβιώσει από την τελευταία απόπειρα δολοφονίας του – ενώ οι ένορκοι
Διορισμένοι για την διάρκεια του πολέμου
Αδυνατούν να αποφασίσουν για την υπόθεση 
Του πνιγμένου και κρεμασμένου από την οροφή
Του μηχανουργείου: το φυλακισμένο φάντασμα,
Γνωστό και ως αγαπημένος του Θεού. Η κατάθεση του
Πρέπει να απορριφθεί, νέοι μάρτυρες να εξεταστούν,
Και οι δημοσιογράφοι να εκδιωχθούν προτού ο δικαστής
Μπορέσει να  τον διατάξει  να κρεμαστεί ξανά. 

Τζιτζίκια ξεπροβάλλουν, αριθμημένα και ταξινομημένα, τα καθαρά τους
Φτερά χτυπώντας – ένα φως καταφτάνει από ένα αστέρι
Που αχνοφαίνεται από τα βάθη ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου.
Δεν θα την βγάλουμε καθαρή, είπε ο καθοδηγητής
Και πέταξε κάτω το ραβδί. Τι απομένει;
Ένα πλαστικό θρύψαλλο  ν' ανεμίζει στη φωλιά
Τα πουλιά  αφημένα στον φράχτη, ένα  αυγό πιτσιλωτό
Που ποτέ δεν εκκολάφτηκε, ένας φάκελος με κλήσεις
Χαμένος στην πλημμύρα. Τα δέντρα βουίζουν στο σκοτάδι.
Προσευχήσου για τον καθοδηγητή. Προσευχήσου για όλους.  

Οι πόζες, ηρωικές όταν δείχνουν, γεννούνε υποψία,
Σύμφωνα με ψηφοφορία που έγινε στο κατάστρωμα
Το ξύλινο πλοίο είναι προορισμένο για την Ανατολή. 
Γι αυτό και οι διαταγές του καπετάνιου διαβιβάζονται
Μέσω του δεύτερου που υπέγραψε να επαναφέρει
Την τέχνη της πλοήγησης από τ' αστέρια
Ο πρώτος σύντροφος φοβάται να αφήσει την καμπίνα του. 
Ο λαθρεπιβάτης θα ηγηθεί των εξεγερμένων.
Και οι επιβάτες θα σου πουν το οτιδήποτε 
Εάν τους μεταφέρεις με ασφάλεια στην Κεϋλάνη. 

Για να σπάσει τη ράχη του ιαμβικού στίχου
Ο φυλακισμένος στο μεταλλικό του κλουβί, εκτεθειμένος
Σε ήλιο, άνεμο και βροχή, κάλεσε έναν οικοδεσπότη
Φωνών από την αχανή αποθήκη των αναγνωσμάτων του
Και των ακουσμάτων, και τα έριξε σε μία σελίδα
Σαν αστραφτερά κοχύλια συλλεγμένα σε μεγάλη παλίρροια,
Σε έναν νέο στίχο, μεταβλητό σαν το σερφ
Που δεν μπορούσε πλέον να ακούσει από το κελί του θανάτου του
Στην Πίζα: βάσει νόμου, έτσι χτίσε τον ναό σου...
Η ετυμηγορία; Σιωπή και απαλλαγή. 

Ο πύργος γέρνει προς το μυστήριο. Που είναι σαν να λέμε:
Το παρελθόν, παρόν και μέλλον, η τοιχοποιία
Που έχει συνδεθεί με ρωγμές μέσα από τις οποίες μπορείς φευγαλέα να δεις 
Ένα δεύτερο σύμπαν – π.χ. την αιωνιότητα.
Έτσι, η Μιμή, βήχοντας, αρπάζει το μανίκι του Ροδόλφου
Για να τραγουδήσει αντίο. Έτσι, ένας επιβάτης με ναυτία
Προσεύχεται για σωτηρία. Και έτσι, ο ποιητής που χρεώθηκε 
Με προδοσία σκιαγραφεί στην άμμο τις ημέρες
Μέχρι την εκτέλεση, καθώς ο συνταγματάρχης
Είναι θαμμένος με όλες τις στρατιωτικές τιμές. 

Μετά τα βασανιστήρια και την ανάκριση, 
Τον υδρο-πνιγμό και την αναγκαστική αυπνία
Και την έμμηνο ρύση εκτοξευμένη στο πρόσωπό του, το φυλακισμένο
Φάντασμα αποκάλυψε τις συντεταγμένες
Για τον Ρωμαίο που ρημάζει την Ιερουσαλήμ
Και το δρομολόγιο που ακολούθησε ο Ιωάννης
Για την Πάτμο ώστε να συνθέσει την Αποκάλυψη του
Για τις εφτά εκκλησίες στην Ασία. Ο φύλακας
Αφαίρεσε το εσώρουχό της. Και από τον θρόνο 
Ήρθαν αστραπές, κεραυνοί και φωνές...

© Poeticanet 
 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 5 Δεκεμβρίου 2020