Εκτύπωση του άρθρου

 

Συμμετέχοντας  κι εγώ στην ενότητα «Ποίηση και Μετάφραση», αποφεύγοντας τα ήδη γνωστά «η ποίηση δεν μεταφράζεται», «Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση» ή κάθε μετάφραση προδίδει το μεταφραζόμενο, μπαίνω στον πειρασμό, παρακάμπτοντας τον ακαδημαϊσμό, να πω την άποψή μου, κοιτάζοντας λοξά.

Πρώτον, όσα κι αν έχουν ειπωθεί είναι λίγα, αλλιώς στους αιώνες που έχουν τρέξει θα είχε εξαντληθεί το θέμα, το οποίο  πιάνω από την ουρά του. 

Ο Χένρυ Μίλλερ αφηγείται στον Κολοσσό του Μαρουσιού ότι, όταν παραθέριζε με τους Ντάρελ στην Κέρκυρα, σ’ ένα πρωτόγονο ακρογιάλι, ήρθε ο δήμαρχος να δει τι κάνουν αυτοί οι περίεργοι ξένοι εκεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μίλλερ ήξερε δέκα λέξεις ελληνικές  και ο δήμαρχος τρεις εγγλέζικες. Και άρχισαν να συζητούν! Κι επειδή η συζήτησή τους είχε ενδιαφέρον ο Μίλλερ άρχισε να του μιλάει κινέζικα, χωρίς βέβαια να ξέρει λέξη από τη γλώσσα και ο Δήμαρχος επίσης, κινέζικα, σε δική του έκδοση, παρόμοια με εκείνην του Μίλλερ.

Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο μιλούσαν ένα είδος γλώσσας καμωμένης κυρίως από καλή θέληση και επιθυμία επικοινωνίας. Αυτά βεβαίως τα λέει ο Μίλλερ στο βιβλίο του και  αφορούν την καθημερινή επικοινωνία και σε ένα πρώτο επίπεδο που θα το χαρακτηρίζαμε ανθρώπινο και κωμικό.

Την ίδια αυτή διάθεση βλέπουμε στην ταινία  Χορεύοντας με τους λύκους, όταν ο ήρωας συναναστρέφεται άριστα με τους Ινδιάνους χωρίς να ξέρει ο ένας τη γλώσσα του άλλου.

Όμως η μετάφραση του λόγου του ενός στη γλώσσα του άλλου είναι μία πολύ σημαντική υπόθεση και, κυρίως, όταν πρόκειται για την ποίηση όπου και η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μπορεί να μας βοηθήσει να συλλάβουμε μια αδιόρατη διάθεση, ένα υπαινιγμό, ένα αίσθημα. Αυτή ίσως είναι η αιτία που οδηγεί κάποιον να μεταφράσει κάτι το οποίο έχει ήδη χιλιομεταφραστεί και καμία φορά, για να αποφύγει τους προηγούμενους μεταφραστές «καταστρέφει» ή αλλάζει το αποθηκευμένο στη μνήμη μας ακουστικό αίσθημα.

Παράδειγμα πρώτο

Είναι εκείνη η πρώτη γοητεία από τον Φάουστ του Γκαίτε του  Κωνσταντίνου Χατζόπουλου,  σε όλους μας γνωστή, με τον ενδιαφέροντα μονόλογο που περιλαμβάνεται και στα σχολικά μας βιβλία : «Αχ! σπούδασα φιλοσοφία/ και νομική και γιατρική,/και αλί μου και θεολογία/ με κόπο και μ' επιμονή· και να ’με  δω με τόσα φώτα,/ εγώ μωρός, όσο και πρώτα!». Ο ίδιος μονόλογος σε μετάφραση Σπύρου Ευαγγελάτου έχει ως εξής: «Αχ, σπούδασα φιλοσοφία/ και ιατρική και νομικά/ και δυστυχώς θεολογία/ επίμονα, φανατικά/ και ιδού που στέκω πάλι εδώ/ το ίδιος άσοφος, όσο πριν μορφωθώ». Οι διαφορές είναι φανερό πως είναι λίγες: η «γιατρική» έγινε «ιατρική», η «νομική» έγινε «νομικά», ο «μωρός»  έγινε «άσοφος», άλλαξε λίγο η σειρά και  εκείνο το «αλί μου» του Χατζόπουλου» έγινε «δυστυχώς». Όμως το «αλί μου» σημαίνει  «αλίμονό μου», «δυστυχία μου», «συμφορά μου», είναι κάτι παραπάνω από το απλώς «δυστυχώς». Και βέβαια έχει διασαλευτεί ο ρυθμός του κόσμου μέσα στον στίχο… Γιατί; Μα για να μην φαίνεται ότι αντέγραψε τον Χατζόπουλο…

Παράδειγμα δεύτερο           

Ο Σεφέρης μεταφράζει την ποιητική συλλογή Waste Land του Τ.Σ. Έλιοτ, επιλέγοντας  το ελληνικό  ανάλογο Η έρημη χώρα. Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης, επίσης Η έρημη χώρα. Και άλλοι πολλοί μεταφραστές καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις: Έρημη γηΆγονη γηΆγονη χώρα.  Στην Ελλάδα πάντως, στην ακοή μας έχει αποτυπωθεί  η φράση του Σεφέρη και του Νικολαΐδη.

Παράδειγμα τρίτο

Μας έρχεται πάλι από τον  Τ.Σ. Έλιοτ  και το έργο του  Murder in the Cathedral, το οποίο ο Σεφέρης αποδίδει ως Φονικό στην εκκλησιά. Σε αυτή τη μετάφραση έχω την εντύπωση πως ο Έλιοτ χάθηκε και είναι ο Σεφέρης που ακούγεται. Όμως για άλλο πράγμα μιλάει ο Έλιοτ. Για μία πολύ σημαντική και ιερόσυλη πολιτική πράξη στον Καθεδρικό Ναό. Δεν πρόκειται για απλό φονικό που ένας μαχαιροβγάλτης σκότωσε έναν παπά για να του πάρει το πουγκί σε ένα ελληνικό χωριό. Για κάτι πολύ σοβαρό πρόκειται που υπερβαίνει τον φόνο ενός ανθρώπου. Για μια πολύ σημαντική πολιτική πράξη, επίδειξης δύναμης και εξουσίας του Βασιλιά Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας, του Πλανταγενέτη, το 1118 στο Λονδίνο, με  θύμα τον Θωμά Μπέκετ, Καγκελάριο του Βασιλιά και Αρχιεπίσκοπο της Καντερβουρίας. Ο Θωμάς ήταν γενναίος στον πόλεμο και αφοσιωμένος στον Βασιλιά. Ο Βασιλιάς όμως τον ήθελε πειθήνιο όργανό του ακόμα και όταν τον έχριζε Αρχιεπίσκοπο. Εδώ και ο κόμπος. Ο Θωμάς έβαλε πάνω από όλα τα δικαιώματα της Εκκλησίας. Κι έτσι ο Βασιλιάς θα τον βγάλει από τη μέση δείχνοντας ότι αυτός έχει τη δύναμη  και δεν αναγνωρίζει  καμία εξουσία υπέρτερη της δικής του ούτε καν αυτήν του Θεού. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα απλό «φονικό». Ωστόσο, η «Μητρόπολη», λέει ο Σεφέρης, που μεταφράζουν κάποιοι, «δεν έχει σαφήνεια», γιατί «θα μπορούσε να σημαίνει την κατοικία ή τα γραφεία του Μητροπολίτη» και «δεν θα μετέδιδε τη φρίκη ενός φονικού που έγινε μέσα στο σπίτι του θεού».  Έτσι προτίμησε την «Εκκλησιά». Και ακόμα, μας   ειδοποιεί: «Αν έκρινε κανείς το έργο με τη λογική της ιστορίας, θα ήταν μεγάλη παρανόηση». «Είναι η μάχη με το αξεχώριστο κακόˑ είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου με την υπερηφάνειά του, για να καθαριστεί από την υπερηφάνειά του… για να χάσει τη θέλησή του μέσα στο θέλημα του Θεού». Οι γυναίκες του χορού είναι λαϊκές γυναίκες και αυτές «αποτελούν το ζωντανό σώμα που πάσχει σ’ αυτή την πόλη με το πονηρό». Δεν είμαι σίγουρη αν θα έπρεπε να μιλήσουμε για τη λιτότητα που είναι στα ζητούμενα της γενιάς του τριάντα, όποτε η «Εκκλησιά» αποδίδει καλύτερα τον αντίκτυπο της βέβηλης πράξης στη λαϊκή ψυχή.  Ωστόσο εκείνο που έλεγα πως δεν αποδίδει η μετάφραση του Σεφέρη, ακριβώς εκείνο αποδίδει. Μόνο που για τον Σεφέρη πλαταίνει και ξεφεύγει από τα συγκεκριμένα πρόσωπα που εμπλέκονται.

Παράδειγμα τέταρτο

Η επόμενη λέξη που έχει και αυτή τη μεταφραστική της περιπέτεια είναι η λέξη dürftiger, η οποία ανήκει στον γερμανό ποιητή Χέλντερλιν και χρησιμοποιείται ως μότο στο  Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ του Σεφέρη: «wozu Dichter in dürftiger Zeit?». Την φράση αυτή ο Σεφέρης μεταφράζει: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό». Ο Γιάννης Ρηγόπουλος, Δρ. στην Ιστορία της Τέχνης και ενήμερος σε όλο το ποιητικό και εικαστικό φάσμα και όχι μόνο,  παρακολουθεί τη λέξη dürftiger, στη μεταφραστική της περιπέτεια με σχολαστικότητα. Ο Σεφέρης λοιπόν θεωρεί τον καιρό «μικρόψυχο». Ο Ρηγόπουλος προτείνει να τον αποκαλέσουμε καιρό «ένδειας». ο Συμεών Σταμπουλού, δίνει σε πληθυντικό αριθμό τους καιρούς «άπορους». Ο Σεφέρης πάλι κάνει λόγο για καιρό «μικροπρέπειας»: «Αντί να συζητούμε για θεωρίες καλύτερα είναι να πούμε «τι χρειάζεται ο ποιητής στον καιρό της μικροπρέπειας». Ο Παπατσώνης προτιμά τον όρο «πενιχρότητα». Προτείνονται ακόμα οι λέξεις «ιεροφάνεια» και «θεοφάνεια», με την έννοια ότι οι καιροί στερούνται αυτών των ιδιοτήτων.  Οι προτάσεις πολλές. Ο George Steiner βρίσκει ότι η φράση του Χέλντερλιν αποκτά «αξεπέραστη πυκνότητα, καθαρότητα και πληρότητα κατορθωμένης φόρμας», αλλά δεν μας λέει πώς την ερμηνεύει. Επί της ουσίας, αν δεν είναι οι ποιητές αρμόδιοι να «εφεύρουν πόρους», περάσματα, λέει ο Ρηγόπουλος, για να βγει η κοινωνία από το αδιέξοδο, τότε ποιοι είναι; Τελικά είναι οι ποιητές. Όμως οι ποιητές εκείνοι που θα ερμηνεύσουν το λόγο των θεών, τα σήματα, και θα τα μεταφέρουν στο λαό (βλ. Σεφερικά Αναγνώσματα, Αθήνα 2016).

Ο Οδυσσέας Ελύτης που χρησιμοποιεί τη φράση στον Λόγο του Στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, αφήνει τη λέξη αμετάφραστη. Ο στίχος «wozu Dichter in dürftiger Zeit?» εννοεί «το κακό που σήμερα μας πλήττει», όπως μας αφήνει να εννοήσουμε ο ποιητής και «Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο  dürftiger. Αλλά η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε» (Εν λευκώ, σελ.  323). Συμπεραίνουμε, λοιπον, πως η λέξη σημαίνει πολύ περισσότερα, από όσα προχείρως της αποδίδουμε, πράγμα που πλαταίνει  και βαθαίνει το μήνυμά της ή προδίδει την «αξεπέραστη πυκνότητα» που διέκρινε ο  Steiner. 

Κάθε εποχή έχει τα δικά της κλειδιά για να μεταφράσει. Ποικίλης φύσεως ιδεολογίες και αισθήματα. Κάθε λογοτέχνης και κάθε μεταφραστής έχει τον δικό του καημό να δώσει στη δική του γλώσσα και να την μεταγγίσει στον αναγνώστη του.  Διαφορετική αίσθηση της γλώσσας, ανάλογα με τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος (ας πούμε…), υπάρχει το «εμένα έτσι μου αρέσει».  Και με τη γλώσσα του  Baudelaire: «J’ aime mieux la mien». Άλλωστε κάθε καιρός έχει τα δικά του φρούτα και τα δικά του Άνθη.  Και για να επιστρέψουμε στην αρχή, εκεί από όπου ξεκινήσαμε, η μετάφραση αρχίζει από την καρδιά και μετά αναλαμβάνει η γλώσσα…

                              Ανθούλα Δανιήλ

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2021