Εκτύπωση του άρθρου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

© Poeticanet 

 

 

 

Με  το  μέτρο  της  ποίησης

Παναγιώτης Βούζης,
Δικαιοσύνη,
Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2019.

Η τρίτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Βούζη, που έρχεται τέσσερα χρόνια μετά την Γλώσσα των υπερηρώων (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2015), φέρει τον καίριο και, ταυτόχρονα, πολύσημο τίτλο Δικαιοσύνη. Η λέξη αυτή μπορεί να εκληφθεί στην ρεαλιστική, πραγματολογική της διάσταση, είτε ως απόφανση και αποτύπωση μίας, κοινωνικής, κατά βάση, πραγματικότητας, είτε ως αίτημα, γνωστό και διαχρονικά διατυπωμένο, αλλά και στον μεταφορικό, συνυποδηλωτικό της προσανατολισμό, ως ειρωνική αποτύπωση ενός πάγιου, αλλά ουδέποτε κατακτημένου, κοινωνικού ιδανικού. Η κοινωνική αφετηρία και απόληξη των ποιημάτων γίνεται, ευθύς εξ αρχής, αντιληπτή, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση της συλλογής. Το ίδιο άμεσα αντιληπτή είναι και η διαφοροποίηση της συγκεκριμένης συλλογής από την πλειονότητα των σύγχρονων ποιητικών βιβλίων στο επίπεδο της τεχνικής δόμησης των ποιημάτων, διαφοροποίηση που προκύπτει από τη συνειδητή επιλογή του ποιητή να γράψει τα ποιήματά του ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, μέτρο. Η μορφική αυτή αυστηρότητα, στο επίπεδο των σημαινόντων, συνδυαζόμενη με το θάρρος, την τόλμη και τη διεισδυτικότητα της ποιητικής σκέψης του Βούζη, διαμορφώνει και προκαλεί μία διάσταση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, μία διάσταση όμως που αντί να υπονομεύει το ποιητικό αποτέλεσμα, αντίθετα, το υπηρετεί και το αναδεικνύει. Έτσι, η αυστηρή προσήλωση στο ρυθμό και το μέτρο, λειτουργεί, κατά έναν παράδοξο τρόπο, απελευθερωτικά του νοήματος ή, ακριβέστερα, του μηνύματος που επιθυμεί να στείλει ο ποιητής. Πρόκειται για μία πρωτότυπη και θαρραλέα ποιητική πρόταση στο βαθμό που προκρίνει την ποίηση ως τέχνη του λόγου και του λογισμού ταυτόχρονα, χωρίς ο ένας να υπερισχύει και να κατανικά τον άλλο.

Η συλλογή αποτελείται από εικοσιεπτά ολιγόστιχα, κατά κανόνα, ποιήματα, κάποια από τα οποία ακολουθούν τον αναπαιστικό δεκατρισύλλαβο και, κάποια άλλα, τον αναπαιστικό επτασύλλαβο στίχο. Η επιλογή του συγκεκριμένου μετρικού πόδα, ο οποίος, στη νέα ελληνική ποίηση είναι άρτια αποτυπωμένος στο γνωστό επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών του Διονυσίου Σολωμού, δεν είναι τυχαία. Η εναλλαγή δύο άτονων και μίας τονισμένης συλλαβής, στη νεότερη και σύγχρονη ποίηση, αντιστοιχούσε στην εναλλαγή δύο βραχειών και μίας μακράς συλλαβής στην αρχαία ελληνική ποίηση, όπου χρησιμοποιούνταν με συγκεκριμένη στόχευση. Ειδικότερα, ο ανάπαιστος προτιμούνταν για τη σύνταξη των ευχών των πολεμιστών προς τους θεούς, για τα εμβατήριά τους, ενώ, στο δράμα, τα αναπαιστικά μέτρα μπορεί να συνόδευαν το βάδισμα του ήρωα, να αποτύπωναν έντονη φιλονικία ή, ακόμα, και δριμύ σαρκασμό. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, που οι αναπαιστικοί στίχοι γίνονταν τραγούδι εξέφραζαν βαθιά και αξεπέραστη θλίψη. Όλα τα παραπάνω βρίσκουν τη θέση και την αναλογία τους μέσα στην ποίηση του Βούζη. Ο ίδιος ο ποιητής φαίνεται πως αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα είδος πολεμιστή που υπερασπίζεται την τέχνη του μένοντας όρθιος και βαδίζοντας μέσα στο σύγχρονο «πολεμικό» τοπίο, ένα πεδίο μάχης που συντίθεται από πόνο, θυμό, προδοσία, κοινωνικές συγκρούσεις, τρέλα, πνιγμένους και εκούσια λάθη όπως αυτά αποτυπώνονται στο ποίημα «Zeitlupe IV». η Ελλάδα θα ήταν υπέροχος τόπος/ ο θυμός σου εγείρει μακρές συζητήσεις/ το καλύτερο είναι να κλείνουν το στόμα/ με την άνεση όσων προδίδουν αμέσως/ οι συγκρούσεις στα μάτια σου μείναν για πάντα/ ασανσέρ ανεβαίνει στην άκρη της τρέλας/ τον καιρό που οι άνθρωποι εύκολα λείπουν/ πιο παράξενο είναι να φεύγουν τη μέρα/ προτιμάς τα παιχνίδια που μόνα τους σπάζουν/ στον θεό θα πιστέψεις εφόσον αρχίσω/ την αντίστροφη μέτρηση μέχρι το θαύμα/ απαντήσεις μου έρχονται όταν κοιμάμαι/ από όσους μπορούν να μιλούν με πνιγμένους/ με φωνάζεις μπαμπά εννοώντας τι λείπει/ η Ελλάδα θα ήταν υπέροχος τόπος/ αλλά τώρα θυμίζει εκούσιο λάθος. Το ρυθμικό, αυτόματο «βάδισμα» του στρατιώτη – ποιητή, στοιχείο που ανακαλεί το γνωστό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά την ψυχολογία του που εκδηλώνεται εσωτερικά, ως θλίψη, και εξωτερικά ως σαρκασμός και δριμεία κριτική. Από αυτήν την άποψη, η επιλογή του συγκεκριμένου μέτρου εναρμονίζεται απόλυτα με το περιεχόμενο του ποιήματος και δίνει τον ρυθμό και τον τόνο όχι μόνο σε αυτά που λέγονται, αλλά και σε αυτά που εννοούνται ή υπονοούνται.

Στενά συνυφασμένος με την εφαρμογή και χρήση του αναπαιστικού μέτρου είναι και ο χειρισμός του διασκελισμού ο οποίος όταν χρησιμοποιείται λειτουργεί ενισχυτικά της αναγνωστικής διέγερσης και του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, ενώ όταν λείπει διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο ποιητικό αποτέλεσμα, με τους στίχους να προβάλλουν εν είδη θραυσμάτων ή αποφθεγμάτων που μπορούν και ανεξάρτητα να σταθούν και να λειτουργήσουν εξίσου καίρια και καταλυτικά, όπως δείχνει και το παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα «Zeitlupe III». Εξεγέρσεις που λήγουν πριν καν ξεκινήσουν/ στο εξής τους μισθούς θα τους δίνουν με κλήρο/ στον καθένα που θέλει να ζήσει για πάντα/ σε μια χώρα που σβήνει παιδιά και ελπίδες/ περπατούσε η δόξα μονάχη αφότου/ τρομοκράτες αφήσαν λουλούδια στους τάφους/ πριν να φύγεις θυμήσου να κλείσεις τα φώτα/ με το όπλο στραμμένο επάνω στον κόσμο/ προτιμάς το κορμί διαρκώς ιδρωμένο/ ξαπλωμένος στην άμμο ακούς θεωρίες/ για το πως καταργούν ακατάλληλα πάθη/ οι πιο ροκ καταστάσεις δεν ήρθαν ακόμη/ επειδή θα με βρίσκεις μονάχα στο facebook. Σε καθεμιά από τις δύο περιπτώσεις ο ποιητικός λόγος τεχνουργείται πάνω στη βάση ενός προβληματισμού που είτε παρουσιάζεται στην συνέχειά του, στην διάρκεια και την εξέλιξη του, είτε προβάλλεται σαν τίτλος, σπασμωδικά, θυμίζοντας, κάποιες φορές, ακόμα και πρωτοσέλιδα εφημερίδων στην έντυπη ή διαδικτυακή τους εκδοχή, με έκδηλο βέβαια τον ειρωνικό τόνο ή τη σαρκαστική πρόθεση - κι η κατάργηση του φόρου για όσα δεν είχες ποτέ ή επειδή τις Κυριακές και τις αργίες θα δουλεύουν ή οι μισθοί στο εξής θα αυξάνονται γεωμετρικά ή να συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις των προσφύγων.

Η συλλογή θεματικά τροφοδοτείται κατά τρόπο απόλυτο και αποκλειστικό από τη συγχρονία. Ζητήματα καίρια, κατά κανόνα κοινωνικά, θέματα της επικαιρότητας φλέγοντα που κρύβουν κοινωνικές παθογένειες, χρόνιες και βασανιστικές, όλα εκείνα που συνθέτουν την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας της κρίσης, της φτώχειας, της ανεργίας, της προσφυγιάς, της εκμετάλλευσης, των ψευδαισθήσεων περνούν μέσα στους στίχους του Βούζη για να αποτελέσουν ένα ψηφιδωτό φτιαγμένο από «αγκάθια», ένα κολλάζ από πρωτοσέλιδα διατυπωμένα και σχολιασμένα από τον ίδιο τον ποιητή. Γιατί αυτό ακριβώς επιχειρεί και επιτυγχάνει η συγκεκριμένη συλλογή. Να αποτελέσει ένα σχόλιο, καυστικό τις περισσότερες φορές, ένα σχόλιο που έχει τη μορφή της θαρραλέας και, παράλληλα, πικρής διαπίστωσης για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Είναι ίσως η πρώτη φορά που η σύγχρονη πραγματικότητα περνά με τόσο άμεσο και ευθύ τρόπο μέσα σε ένα έργο τέχνης, στοιχείο που φέρνει εγγυτέρα την συγκεκριμένη συλλογή στην τέχνη και την τεχνική της φωτογραφίας, του κινηματογράφου, του ντοκιμαντέρ. Γιατί η αποτύπωση των καταστάσεων και των συμπεριφορών είναι σχεδόν φωτογραφική και ο ποιητής μετατρέπεται σε ένα είδος ρεπόρτερ της καθημερινότητας. Το ρεπορτάζ όμως αυτό μορφοποιείται με καλλιτεχνικούς, ποιητικούς όρους και γι’ αυτό καθίσταται τόσο δραστικό, τόσο αποτελεσματικό. Με τη γραφίδα του να λειτουργεί σαν νυστέρι ο Βούζης επιχειρεί μία ανατομία της πραγματικότητας, μία κατάρριψη των μύθων και ένα εναγώνιο, πλην όμως γενναίο αντίκρισμα της πραγματικότητας.

Η συλλογή του Παναγιώτη Βούζη εντάσσεται και προεκτείνει την παράδοση της κοινωνικής ποίησης, ανοίγοντας το δικό της όμως δρόμο, έναν δρόμο στον οποίο συνυπάρχουν και συμβαδίζουν η κοινωνική μέριμνα και ευθύνη του ποιητή, παράλληλα με την μορφική μέριμνα και καλλιτεχνική ευθύνη του τεχνίτη. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, ποιητής δεν είναι μόνο αυτός που πλάθει τη δική του, λεκτική και συμβολική, πραγματικότητα, αλλά και αυτός που πλάθεται από την πραγματικότητα και αφιερώνεται στην ανάδειξη και την αναμόρφωσή της.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2020