Εκτύπωση του άρθρου

ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΜΑΣ ΗΡΩΕΣ

( μερικοί απ αυτούς…)

 

1. Ο μικρός σερίφης

Μετέφερε προσεκτικά το αστέρι κι απ’ τα 52 τεύχη πάνω στο πιστοποιητικό της συνταξιοδότησης,  το κάρφωσε στο ταβάνι, ζωγράφισε γύρω ένα γαλάζιο πλαίσιο. Κόλλησε ρίγες από μια παλιά θαλασσινή ελληνική σημαία, σε ίσα διαστήματα, έχασκαν δήθεν απρόσεχτα οι άκρες.  Κοίταξε σοβαρός το νέο εθνικό του σύμβολο στον ουρανό του. Κράτησε ένα μολύβι σαν γάντζο στο αριστερό του χέρι, σκέπασε το δεξί μάτι με τα γκρίζα του μαλλιά, «Αδαμόπουλος», απευθύνθηκε στον καθρέφτη, «Τζιμ Αδαμόπουλος, την κόκα κόλα μου την πίνω κουνημένη, ποτέ ανακατεμένη».

2. Κουασιμόδος

Δεν ήταν η μορφή του που τον έκανε γνωστό μα η ξέχειλη ντροπή του που ‘φτιαχνε μουσική απ´ τους ήχους. Κι εκείνη αυτό ερωτεύθηκε για λίγο, νομίζοντας για πάθος τη λαχτάρα του να τον χωρέσει ένα σχήμα αρμονικό. Σήμερα πια, σκυφτός, με λήθαργο διαρκή, μνήμη σπασμένη, το μόνο που θυμάται κάθε που ακούει καμπάνα μακριά, είναι το κουτσό του πόδι.

3. Δον Κιχώτης

«Ποτέ μου δεν του χώνεψα αυτούς», γρύλλισε ο Σάντσο Πάντσα, πρώτη φορά στη Μύκονο, με βυσσινί μαγιό, τείνοντας απειλητικά ένα καλαμάκι σε κάτι ανεμιστήρες.. Πίσω του το ηλιοβασίλεμα μάκραινε ολοένα τη σκιά των ανεμόμυλων. 

4. Φιλέας Φογκ

Δεν ήθελα να κάνω το γύρο του κόσμου.
Να βγω από πάνω ήθελα.

5. Δράκουλας

Έσφιξε γύρω του την κάπα κοιτάζοντας απέναντι τη βλοσυρή γραμμή των Καρπαθίων. Πόσες αυγές δεν έχασε στη διχασμένη του ύπαρξη. Το αίμα, μια πρόφαση. Σύμβολο πάθους, που επέβαλλε η μελοδραματική του όψη. Κανείς δεν πέθανε στ’ αλήθεια. Ούτε στρατεύτηκε ποτέ στις μυθικές τάξεις των βρυκολάκων. Μόνος του ήταν. Να συντηρεί κοπιαστικά μια περιπέτεια για εκείνους που κοιμούνται μες τη νύχτα κι ονειρεύονται πως ζουν. Τέτοια σκεφτόταν, καλπάζοντας, ο Κόμης, σκοτεινός μπροστά απ’ το ολόγιομο φεγγάρι, με μια σταγόνα ιδρώτα να γυαλίζει κάτω απ’ το ψηλό καπέλο.

6. Σέρλοκ Χόλμς

Πώς έμπλεξα, γιατρός εγώ, μέσα στη μεταφυσική! Κι έχω φριχτή ανάγκη τώρα πια να εξομολογηθώ.
 Δε μού ‘φτανε η ιατρική, όλη αυτή η πραγματικότητα του χρόνου, της φθοράς! Κάποιοι τα βόλεψαν καλύτερα. Συνδύασαν την ποίηση με την ιατρική, ισορροπήσαν το ένα μέσα στο άλλο. Όμως η ποίηση είναι αλλιώς, είναι συναισθηματική, ελευθερώνει το συναίσθημα μονάχα.
 Εγώ είχα βαθιά ανάγκη τα εξηγήσω τα μυστήρια. Αυτά που θα με γλύτωναν απ’ την κοινή μας μοίρα. Αν έβρισκα την αλήθεια ίσως να έβρισκα το γιατρικό και για το θάνατο, τη θλίψη.
 Έφτιαξα έτσι ένα φανταστικό φίλο, απίθανων δυνατοτήτων, πού τα ‘λυνε όλα τα μυστήρια. Είχα σκοπό να λύσει, τελευταίο, κι εκείνο το υπερφυσικό, εκείνο που με οδήγησε στην ιατρική και που άφησα μισό.
 Πέθανε πριν δείξει την αδυναμία του να το λύσει. Έβαλα έναν Μοριάρτι ( από το morte και το arte) να τον ξεκάνει.
 Αυτό που έγινε όμως στη διαδρομή, δύσκολο να το περιγράψω. Συνοπτικά, ξεκίνησε σαν μία φαντασία, ύστερα γίναμε ζευγάρι, ύστερα γίναμε πολλοί. Για λίγο είχα μια κρυφή αλληλογραφία με τον Φρόυντ, μου μίλησε για σχάση του εγώ ( σε ένα alter παντοδύναμο), άλλοι αργότερα το είπανε διπλή προσωπικότητα ( παράξενο όσο περνούσε ο καιρός, στην ψυχιατρική ενημερωνόμουν περισσότερο). Εγώ ήμουν στο τέλος όλοι. Μαγευτικό παιχνίδι!
 Μου είπε κάποιος πως το παθαίνουνε καμιά φορά αυτό κι οι συγγραφείς. Αλλά αυτοί ξέρουν να προφυλάσσονται, μαθαίνουνε να παίρνουν αποστάσεις. Εγώ όμως ήμουνα γιατρός. Αποστάσεις ήξερα να παίρνω από τους ασθενείς. Όχι από τη φαντασία μου.
 Ξαλάφρωσα άραγε που τα ‘πα; Μου φαίνεται θ’ αναρωτιέμαι πάντα: Εγώ ποιος είμαι τελικά; Και προπαντός, τι θ’ απογίνω, έτσι όπως κατάντησα αθάνατος λόγω ανυπαρξίας;

        Γουώτσον.

 



Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Σεπτεμβρίου 2006