Εκτύπωση του άρθρου

MINIMA POETICA  του  Χάρη Βλαβιανού
[Αποσπάσματα]

1. 
Η θλίψη των παλιών παπουτσιών. Ξαναφορώντας τα, θυμάσαι ξαφνικά αγαπημένους ποιητές που χρόνια έχεις να διαβάσεις. Προπέρτιος, Αρνώ Ντανιέλ, Τζων Νταν, Σικελιανός… Σήμερα όμως η μέρα είναι θαλερή και το ξεχειλωμένο μοκασίνι ότι πρέπει για έναν περίπατο στον Κεραμικό.

2.
Δεν θέλει πια να γράφει στίχους που δαγκώνουν. Θέλει στίχους που να τον βοηθούν ν’ αναπνέει. (Δεν είναι τυχαίο που ο Πάουντ στο κλουβί, σχεδιάζοντας τα Κάντος της Πίζας, διάβαζε Κομφούκιο, όχι Νίτσε.)

3.
Μου αρέσει ο Κ.: έχει τα ίδια ελαττώματα μ’ εμένα, αλλά δεν νιώθει ποτέ ντροπή γι’ αυτά. No second thoughtsever!

4.
Ψάχνω στη βιβλιοθήκη του Κολεγίου για τον Λέρμοντοφ, αλλά τον μόνο Ρώσο που βρίσκω στο γράμμα «λ» είναι ο Λένιν. Το ίδιο και στο γράμμα «σ»: τίποτα του Σινιάφσκι, όμως τριάντα βιβλία για τον Στάλιν.

5.
Δεν με ενδιαφέρει πια αν ο Πάουντ ήταν οπαδός του Μουσολίνι. Τα ποιήματά του έμειναν, ενώ το φασιστικό καθεστώς του Ντούτσε κατέρρευσε. Αυτό έχει σημασία—ότι η ποίησή του ήταν και συνεχίζει να είναι αναγκαία για την Ποίηση. Το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μια θλιβερή, περιττή υποσημείωση στην ιστορία του φασισμού με αφήνει σήμερα παγερά αδιάφορο. Όποτε διαβάζω τα τελευταία Κάντος δακρύζω. Τι άλλο να ζητήσω από τον γέρο Εζ;

6.
Θέλει να καταστρέψει την παράδοση, συντηρώντας την όσο καλύτερα μπορεί.

7.
Οι στίχοι που δεν του ανήκουν πια. Μήπως αυτοί είναι οι πιο αληθινοί;

8.
Ποιητές: «ωραίοι γλάροι που ψηλά πετούν»… κι όπως οι γλάροι έτοιμοι να ραμφίσουν ο ένας τον άλλο, μέχρι τελικής πτώσης.

9.
Η αλήθεια των γυμνών δένδρων: καθαρά περιγράμματα ανεκπλήρωτων πόθων.

10.
Μιλούσε επί μια ώρα για τον ρόλο της ποίησης, βάζοντας κάθε επίμαχη λέξη σε εισαγωγικά. Δεν εννοούσε τίποτα απ’ όσα έλεγε.

11.
Η λογοτεχνική του φήμη στηρίζεται αποκλειστικά στην αδυναμία του να διακρίνει διαφορές ανάμεσα στα πράγματα, να εντοπίσει την ουσία τους — οι άγγλοι, αντλώντας από τη γλώσσα μας, αποκαλούν το σύμπτωμα “dysaesthesia”. Αυτή την απόλυτη σύγχυση, την παντελή έλλειψη διαύγειας (συνδυασμός ανοησίας και πνευματικού λήθαργου), κάποιοι την αποκαλούν ύφος.

12.
Τα μέτρια ποιήματα είναι πολύ χειρότερα από τα κακά. Σε αντίθεση με αυτά μας τρώνε τον χρόνο μας.

13.
Και οι καλύτεροι συγγραφείς μιλούν πολύ — συμπεριλαμβανομένου και του Βωβενάργκ που το ισχυρίστηκε. Πολλοί από τους αφορισμούς του δεν είναι παρά φλύαρες κοινοτοπίες. Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τον μετρ του αφορισμού, τον Τσέστερτον, για να το διαπιστώσει.

14.
Δυστυχώς μια ποιητική συλλογή περιέχει όλα τα ποιήματα που την απαρτίζουν, κι όχι αυτά τα ελάχιστα που εσύ επιλέγεις τυχαία να διαβάσεις…

15.
«Σ’ έναν ολότελα χριστιανικό κόσμος όλοι οι ποιητές είναι Εβραίοι», γράφει η Τσβετάγιεβα.. Όπως όμως σωστά παρατηρεί ο Πρίμο Λέβι «ο καθένας είναι ο Εβραίος κάποιου», αφήνοντας να εννοηθεί ότι πίσω από κάθε Οθέλλο υπάρχει πάντοτε ένας Ιάγος. Ο φθόνος είναι πανταχού παρών. Επομένως και ανάμεσα στους ποιητές μερικοί είναι πιο Εβραίοι από τους υπόλοιπους.

16.
In Dreams Begin Responsibilities…. Αν και τίτλος διηγήματος, είναι αναμφίβολα ο ωραιότερος στίχος του Ντέλμορ Σβαρτς, κι ένας από τους ωραιότερους που έχει να επιδείξει η μοντέρνα αμερικανική ποίηση.

17.
Μπορώ να παζαρεύω, όχι να τοκίζω λέξεις.

18.
Τρίτον από της αληθείας…όχι βέβαια, αλλά σίγουρα πρώτον από της σιωπής. Μόνο το ποίημα μπορεί ν’ αποτελείται από μια και μόνο λέξη, ενίοτε δε από καμία.

19.
Τα ποιήματα των νεκρών ποιητών: μαυσωλεία οπού μέσα τους οι λέξεις, αν και ενταφιασμένες, αναπνέουν ακόμη.

(ΘυμάμαιμιααποστροφήτουΤζάιλςΦλέτσερ: “It is only Poetry that can make us be thought living men, when we lie among the dead”. Σωστά, αν και ο ίδιος ως ποιητής δεν τα κατάφερε να «μείνει ζωντανός». Η φράση του όμως αποτυπώθηκε στη μνήμη μου. Επομένως δεν είναι και εντελώς νεκρός.)

20.
Υπάρχει σφάλμα στην ακρίβεια — περιφρόνηση για αισθήματα αδιαμόρφωτα ακόμη· για ό,τι υπολανθάνει εντός μας.

21.
…είναι επικίνδυνο(ς) μόνο όταν ποθεί…

22.
Η παράδοση περιφρονεί όποιον υποτάσσεται στη γοητεία της.

(Δεν ευθύνεται ο Αλεξανδρινός αν η φλογέρα του βασιλιά φαλτσάρει.)

23.
Γράφουμε για να κρύψουμε ό,τι πολύτιμο έχουμε μέσα μας. Η ποίηση δεν ισοδυναμεί με εξομολόγηση.

(Σε κάθε ποίημα υπάρχει, πρέπει να υπάρχει , λίγη περιφρόνηση για το φως.)

24.
Να κρατάς τις λέξεις χωριστά· σε απόσταση· έστω και δια της βίας. Η φυσική τους ροπή είναι να μπλέκονται σαν τα μαλλιά.

25.
Κάθε ποίημα αφηγείται την ιστορία της διάσωσής του — ό,τι κι αν πραγματεύονται οι λέξεις του.

26.
Χρησιμοποιώντας γλωσσικά θραύσματα για να κατασκευάσεις πολυεστιακά ποιήματα που λειτουργούν σαν μωσαϊκά.

«Το εγώ δεν υπάρχει πια μέσα στην ιστορία αλλά η ιστορία μέσα στο εγώ. Η εξομολόγηση ως σημείο εκκίνησης, αλλά και ως δοκιμασία αντοχής».

27.
Το μόνο αληθινό και ανθεκτικό σχόλιο σ’ ένα ποίημα είναι ένα άλλο ποίημα.

(…αφού ο έρωτας δεν είναι παρά ανταλλαγή λεξιλογίου.)

28.
«Μη στηρίζεσαι στις ιδέες, σε τυφλά βέλη. Μάθε να χρησιμοποιείς το τόξο — έχοντας  διαρκώς στο νου σου το τόξο».

29.
Από τη στιγμή που ο έρωτας ολοκληρώνεται, η ψευδαίσθηση σβήνει. Ίσως θα έπρεπε να διαβάζουμε μόνο εκείνα τα ποιήματα που διαψεύδουν τις προσδοκίες μας, που αποσυντονίζουν διαρκώς τους δέκτες μας.

30.
Ο πρώτος κι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος: δύο ορίζοντες· μια κλεψύδρα—η σιωπή (αμέτρητοι κόκκοι λευκότητας) τρέχει μέσα από το στόμιο των λέξεων να συναντήσει τη σιωπή.

31.
Η τελευταία πρόταση του Tractatus μπορεί και να σημαίνει πως έχουμε διαφθείρει τη γλώσσα μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην περιέχει πια καμία λέξη που να μπορεί ν’ αγγίξει το ανείπωτο.

(Αν υπήρχε η ορθή λέξη, ή γνωρίζαμε τον τρόπο να την εντοπίσουμε, ίσως να μπορούσαμε να ανακτήσουμε το ανείπωτο ως πηγή του αληθινού.)

32.
«Ένα άσπρο μαντήλι στη σκιά μπορεί να είναι πιο σκούρο από ένα κάρβουνο στο φως του ήλιου».

33.
Ποθεί τα πάντα. Θέλει να ποθεί τα πάντα, επειδή γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ποθήσει πια τίποτα.

34.
Αληθινός στίχος είναι αυτός που δεν κατανοεί απόλυτα την αλήθειά του.

35.
Το ποίημα: μια μαργαρίτα. Ως το τέλος δεν ξέρεις αν θα υποκύψει στη γοητεία σου.

36.
Όσο πιο βάναυσα ανακρίνεις τις λέξεις, τόσο πιο βάναυσα ανακρίνουν αυτές εσένα.

(Πίσω από τον εκθαμβωτικό ήλιο του ποιήματος, ένας ουρανός όλο και πιο σκοτεινός, πιο μόνος.)

37.
Σε μια εποχή που νεωτερίζει προγραμματικά το makeitnew του Πάουντ θα πρέπει μάλλον ν’ αντικατασταθεί από το makeitstrange. Όσοι λίγοι ξέρουν το μονοπάτι επιστρέφουν στις πηγές.

38.
Με τρομάζει η ευφορία που νιώθω. Όπου να ’ναι καταφθάνει η κατάθλιψη.

39.
Ο ποιητικός λόγος καταντάει πολλές φορές η θεωρία της απουσίας του.

(Τα γλωσσοκεντρικά ποιήματα των LanguagePoets [Bernstein, Coolidge, Hetjinian, Hoover, κ.α.] προσπαθούν να υπογραμμίσουν το αδιέξοδο της μετανεοτερικής ποίησης με τον πλέον «προκλητικό τρόπο», δηλαδή παιδαριώδη. Όταν στο τέλος της διαδρομής συναντήσεις έναν αδιαπέραστο τοίχο, το μόνο που μπορείς να κάνεις, αν ισχυρίζεσαι ότι θέλεις να συνεχίζεις να περπατάς, είναι ή να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής [κάθε επιστροφή συνιστά ως γνωστόν μια νέα εκκίνηση] ή να κάνεις επί τόπου σημειωτόν [απαγγέλλοντας δυνατά το FinnegansWake]. Όχι όμως να κατασκηνώσεις μπροστά στον τοίχο και να διαμαρτύρεσαι διαρκώς για τις συνέπειες της ακινησίας σου. “It is just ridiculous”, όπως γράφει και η Lyn.)

40.
Ο μεταμοντερνισμός είναι μόνο καλλιτεχνική τάση ή και κοινωνικό φαινόμενο, ενδεχομένως μια μετάλλαξη (χρεοκοπία;) του δυτικού ανθρωπισμού;

Κι αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πώς συνδέονται (ή αποσυνδέονται) οι διάφορες πλευρές αυτού του φαινομένου — ψυχολογικές, φιλοσοφικές, οικονομικές, πολιτικές;

Με δυο λόγια: μπορούμε να κατανοήσουμε τον μεταμοντερνισμό στη λογοτεχνία, χωρίς κάποια προσπάθεια να συλλάβουμε τα διακριτικά μιας μεταμοντέρνας κοινωνίας;

Μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για μια μελλοντική «επιστήμη» όπως την συνέλαβε ο Φουκώ, μια από τις πολλές εκφάνσεις της οποίας θα ήταν και η λογοτεχνία;

41.
Μια παράδοση κληρονομείται, δεν είναι κάτι που το επιλέγεις ή το απορρίπτεις. Σήμερα όμως η παράδοση έχει αντικατασταθεί από το life-style. Εξ ου και για τους περισσότερους νεότερους συγγραφείς η λέξη παρελθόν είναι άγνωστη. Η μόνη τους φιλοδοξία είναι να πείσουν τους αναγνώστες ότι το προϊόν της εργασίας τους είναι όντως «τέχνη». Όμως ένα ασήμαντο ποίημα παραμένει ασήμαντο, ακόμη κι αν έχει αισθητικοποιηθεί. Όποιος τρώει σούσι δεν σημαίνει ότι μπορεί να συνθέσει ένα χαϊκού.

42.
Η απελπισία μυρίζει στεγνό μελάνι.

43.
Η ποίηση δεν υπάρχει για να καταγράφει, σαν μεγάλος καθρέφτης όλες τις περιπέτειες, τις παραλλαγές, τις ατέλειωτες επαναλήψεις της Ιστορίας. Υπάρχει για να δημιουργεί τη δική της ιστορία. Και οι «ανατροπές» αυτής της ιστορίας μας αφορούν πρωτίστως.

44.
«Να αναδημιουργείς ό,τι έχει δημιουργηθεί προκειμένου να το προφυλάξεις από την περιβολή μιας άκαμπτης παρουσίας».

(… να επιβεβαιώνεις την υπεροχή του, την προτεραιότητά του σε ουσία και ύπαρξη, να προσθέτεις παρουσία στην παρουσία, που να επικυρώνει ό,τι είναι ήδη ολοκληρωμένο…)

45.
Πρέπει να δίνουμε στ’ αντικείμενα την ευκαιρία, κυρίως στ’ αντικείμενα του πόθου μας, να πεθαίνουν βίαια. Ανθοδοχείο, τραπέζι, ποίημα. Θρυμματισμός, φωτιά, λήθη.

(…την ευκαιρία να σβήνεις μέσα στις σκέψεις/ στάχτες σου.)

46.
Αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί συνέβη: διάψευση.

Αυτό που έπρεπε να συμβεί δεν συνέβη: επιβεβαίωση.

(Τι μένει; Πικρή οικειότητα· κυνική συνενοχή με ό,τι σε περιβάλλει. Εκείνη το αποκαλεί «κοινή ζωή».)

47.
Να φλέγεσαι από πάθος γι’ αυτήν (γυναίκα, ποίηση, λέξη, σιωπή) γνωρίζοντας ότι θα σβήσεις μέσα της—επειδή θα σβήσεις μέσα της.

E so ben chιvo dietro a quel che m arde…                         (Πετράρχης)

48.
Μια μάσκα για κάθε ποίημα.

Έτσι προστάζει η λεπτότητα της ντροπής του.

49.
Να βλέπεις με μάτι που αισθάνεται. Να αισθάνεσαι με χέρι που βλέπει.

50.
Η διαφορά ανάμεσα στα ψεύτικα ποιήματα και τα αληθινά: όπως τα faux-bijou φαντάζουν στο άπειρο μάτι πάντοτε πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα.

51.
Η γλώσσα πρωτεϊκή, εύθραυστη, ασταθής, προσωρινή, αναλαμβάνει (ως μέσο «εκχρονίκευσης») να μας μεταφέρει από σκέψη σε σκέψη, από στιγμή σε στιγμή, μεταμφιέζοντας την απουσία που βρίσκεται κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια των λέξεων σε αληθοφανή παρουσία. (... αναβολή της ύστατης σιωπής.)

52.
Η ποιητική αλήθεια δεν κατοικεί ποτέ στον στίχο-χρησμό (Σικελιανός/ Ελύτης), αλλά σ’ εκείνο το μεταίχμιο, την αχαρτογράφητη, σκοτεινή περιοχή, όπου οι λέξεις διστάζουν να πάρουν την οριστική τους μορφή.

53.
«Γιατί οι αναγνώστες θεωρούν τόσο δεδομένο ότι η ποίηση πρέπει να γράφεται με συναίσθημα; Μπορούν να φανταστούν κάποιον να αποπειράται να εκτελέσει ένα κοντσέρτο βιολιού ή να σμιλέψει ένα γλυπτό αν τα χέρια του τρέμουν από φόβο ή τα μάτια του είναι υγρά από θλίψη;»

54.
Οι δυσκολίες στην ποίηση αντιμετωπίζονται με το να τις πολλαπλασιάζεις.

55.
Από την αναίδεια (και το φτηνό γούστο) των ημιμαθών ποιητών, προτιμώ την αλαζονεία των πεπαιδευμένων.

(Αν ο αλαζών ποιητής προκαλεί φθόνο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ενισχύει την φιλαυτία των ατάλαντων. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε;)

56.
Το ποίημα δεν μπορεί να δραπετεύσει από τον εαυτό του με τα μέσα του ποιήματος.


                                                                                                           Χάρης Βλαβιανός


Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Φεβρουαρίου 2006