Εκτύπωση του άρθρου

Από τη μνήμη στο ταξίδι και αντίστροφα:
μια σύντομη περιδιάβαση στο ποιητικό έργο του Γιώργου Βέη

 Γράφει: η Πόλυ Μαμακάκη

 

«Κάθε πάθος συνορεύει με το χαώδες,
αλλά το πάθος του συλλέκτη
συνορεύει με το χαώδες της μνήμης.»

WalterBenjamin


Ακαταπόνητος συλλέκτης ιδεών, αισθημάτων, τοπίων και εμπειριών ο Γιώργος Βέης, με δώδεκα βιβλία ποίησης μέχρι σήμερα στο ενεργητικό του, σε μια ποιητική πορεία ήδη σαράντα ετών, έχει χτίσει οπωσδήποτε τον προσωπικό του κόσμο ενοράσεων, ξεδιπλώνοντας την ύλη που μας συνέχει με τρόπο λυρικό, λεπτεπίλεπτο, ερευνητικό, ποικιλοτρόπως σαγηνευτικό. Η μνήμη ως πηγή γνώσης, φορέας συνέχειας και εγγενής οδηγός ενστίκτου, δώρο πολύτιμο και ταυτόχρονα οδυνηρό, όχι μόνο τον απασχολεί καθώς φαίνεται σταθερά από τα πρώτα του βήματα, αλλά και ανατροφοδοτεί εξελικτικά τη γραφή του, διευρύνοντας το οπτικό πεδίο των στίχων του σε έναν χωροχρόνο αθανασίας, εκείνον ασφαλώς που οραματίζεται και από τον οποίο απειλείται η ανθρώπινη φύση μας αιωνίως.  

«Στη φυλακή κάθε ελέφας ζωγραφίζει γυμνές οπτασίες.» μας εξομολογείται στην πρώτη του συλλογή Φόρμες και άλλα ποιήματα το 1974, όπου το όραμα και η νεανική ορμή συναντούν τον σκληρό ρεαλισμό της ματαίωσης σε μια εποχή έντονων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων και αναταράξεων που δεν δίστασε να αναγάγει σε κοινώς διωκόμενα αδικήματα την ανάγκη της έκφρασης και την ελευθερία του λόγου. Η απουσία δημοκρατίας και η στυγνή κατάλυση της δικαιοσύνης υπήρξαν γεγονότα που στιγμάτισαν τους δημιουργούς της γενιάς του και ο ίδιος βίωσε από πρώτο χέρι τα δεσμά και την αβεβαιότητα που περιβάλλουν και κατακρημνίζουν την ύπαρξη. Ωστόσο, η μνήμη της καταστροφής που καταγράφεται μέσα του, ξεκλειδώνει τη μνήμη της σωτηρίας, καθώς ήδη από τότε ο ποιητής αναζητά ως «το ποίημα που θα ‘βαζε φωτιά» την ουσία της ποίησης, αναλογιζόμενος όχι μόνο τον απάνθρωπο θάνατο αλλά και την θεία καταγωγή του, αγωνιζόμενος για τις λέξεις του, προσδοκώντας μια μικρή χώρα δίχως σημαίες. Το παρανοϊκό καθεστώς μιας θολής πολιτείας τον τοποθετεί στον διαχωρισμό του εγώ από το εσείς και τον ωθεί να καταπιαστεί με τη συγγραφή της επόμενης σελίδας, να ταχθεί στο πλευρό των αποδημητικών πουλιών, μακριά από τη βροχή του Νοέμβρη, τα μαύρα σύννεφα, τη δολοφονία του ήλιου, τον τρόμο της νύχτας, πρεσβεύοντας ότι «οι φωνές θα πρέπει να γίνουν ορατές», καθώς «υπάρχουν ακόμα λίγοι αθώοι».    

Το 1976 επανέρχεται με τη δεύτερη νεανική συλλογή του Κι άλλη ποίηση, όπου το παρελθόν λειτουργεί ως κατάρα, όσο κι αν η πίστη στην αθωότητα ενισχύεται από την τόλμη του ποιητή, την πίστη στον εαυτό, την εμπειρία, την προϋπάρχουσα γνώση. Δεν επιτρέπει στον ίδιο αλλά ούτε και σε κανέναν άλλο να ξεχάσει. Εικόνες από την Κόλαση του Δάντη και τις αντίστοιχες του Ρεμπώ και του Λωτρεαμόν εναλλάσσονται με την απέραντη γαλήνη του μονολόγου, καθώς οριοθετείται ένας ποιητικός χώρος που κλείνει μέσα του το φως και συντηρεί κάθε δίνη και οδύνη στη μνήμη. «Εγκαταλείπω την ομορφιά όχι όμως και την αρμονία.» είναι μία από τις δηλώσεις του ποιητή που αντί για φίλους έχει λέξεις και στίχους με «ανθρώπινα μάτια» και «αγγίζοντας τις λέξεις, σ’ αγγίζω» γράφει όταν η ερωτική συνύπαρξη (με τη γυναίκα, την πατρίδα, την ποίηση) εξοβελίζει τη μοναξιά σαν «νερό που χαϊδεύει τα μάτια μας, όσο και τη μνήμη». Γιατί «ο ποταμός του χρόνου έχει σκάψει βαθειά το μέτωπό μας…, ένα τεράστιο μέτωπο, σα λιβάδι», «δεν μπορούμε όμως να ζήσουμε πάντα μαζί, μνήμη όλων των στιγμών μου», «δε μου μένει παρά να χαράξω στου καθένα σας τον αμφιβληστροειδή, τις ίδιες εικόνες για πάντα».  

Το 1979 έρχεται η τρίτη ποιητική συλλογή Όλοι κοιμούνται στο καράβι. «Η  φουσκοθαλασσιά κερνά ζάλη κι ανάμνηση», όσο η μνήμη εξακολουθεί να κρατά ανοιχτές τις πληγές και όλα τελούν σε αναμονή με τον ποιητή να περνά μια μεταβατική εσωστρέφεια, όπου, αντί του θυμού και της οργής που συναντάμε στις δύο πρώτες του συλλογές, κυριαρχούν η προδοσία της αισθητικής του, η πικρία και κατ’ επέκταση η ανία. «Αλλά να ο ποταμός της μνήμης / που ορμά να μ’ αφανίσει μες στην απάτη μου: / αφιόνι, κλάμα, σίδερο». Η οδύνη του φέρνει ερημία και λήθαργο, καθώς συγκρούεται σταθερά περήφανος και άλαλος μεταξύ αρετής και αμαρτίας, νοσταλγώντας κάποια επανάσταση και ματαιωμένα ιδανικά, ένα όνειρο σάπιο. Ευγνωμονεί αγαπημένες εικόνες, αγαπημένα πρόσωπα κι αγαπημένους του δρόμους, με σταθερή αφοσίωση στον έρωτα, την πατρίδα και την τέχνη του, ανακαλώντας μαζί με τη μουσική του Dylan οάσεις και εποχές λυγμών. Τότε, στα πρόθυρα ενός πνευματικού θανάτου και υπό την απειλή της προσωπικής λήθης, αφού «Κάθε μέρα που περνά όλο και πιο πολλοί Έλληνες ξεχνιούνται μέσα στο σκοτάδι της Ιστορίας.», ο ποιητής ξαναβρίσκει την όρασή του μέσα από ένα καινούριο όραμα, που λέγεται στοργή.  

Ακολουθεί Ο δράκος του μεσημεριού το 1983, ένα άγριο ζωντανό χθες που έχει τις ρίζες του στην προϊστορία. Εδώ συναντάμε εικόνες καταστροφής και απώλειας, προδότες, ακρωτηριασμούς, ματαιωμένο έρωτα μαζί με το σοσιαλιστικό όνειρο να καταρρέει, ερείπια, στάχτη, φόβο, μελαγχολία, ήττα των ιδεών, τέλμα, μια σκοτεινή πόλη που μοιάζει μισοβουλιαγμένο καράβι και η μνήμη να πηγάζει από τις μάζες και τη θάλασσα, με ταυτόχρονη έκκληση για βοήθεια από το εγώ στο εσύ. «Οι μέρες δροσίζουν κι η ευτυχία θα ερχόταν αν προλάβαινα να ξεχάσω.», «το πηχτό εκείνο σύννεφο του καημού και του νόστου δεν θα φύγει ποτέ», «κύλισε στο δρόμο το πονεμένο μάτι του ανθρώπου», «ποιητές χωρίς στέγη, χωρίς ύπνο, άνεργοι μάγοι», «εγώ τώρα τολμώ και σωπαίνω». Ο ποιητής γράφει, τολμά κι εκδικείται τον θάνατο «μ’ όλες τις γραφές να προστάζουν σιωπή και λήθη», με τον έρωτα ως ευχή και πανοπλία του, καθώς την οδύνη εξοβελίζει η αφή. Λαχταρώντας την ευθεία, τις αιθρίες και το φως αφήνεται στο μυστικό μεγαλείο του κόσμου επαναφέροντας τον στίχο «χάνομαι γιατί ρεμβάζω» από την προηγούμενή του συλλογή, όμως τα ουράνια ταξίδια και πάλι ματαιώνονται, νέα δηλητήρια έρχονται, ψέματα, παγίδες, αποπροσανατολισμός, ευθραυστότητα, «ο αιώνας της τύψης». «Μέχρι να ραγίσει ο πόθος του νόστου νηστικό αγρίμι, / γεράκι με ματωμένες φτερούγες είμαι / ξεχασμένο κορμί στην άμμο / όλος ο κόσμος ένα χθες…».    

Στα επόμενα έξι χρόνια που ακολουθούν «έτοιμα να σπάσουν τα όνειρα / να χυθούν τα σκοτεινά νερά του ύπνου / να γίνουν θρύψαλα οι κυψέλες που κρατάνε τη μνήμη», καθώς ο ποιητής βρίσκεται ήδη πολύ μακριά από τη χώρα του, αναλαμβάνοντας τα πρώτα διπλωματικά του καθήκοντα στη Ν. Υόρκη, και η μνήμη που τον συνδέει με τα πάτρια εδάφη και τη γλώσσα του δεν μπορεί παρά να γίνει απέραντη όσο η νύχτα. Η Παράφραση της νύχτας λοιπόν το 1989 περιέχει την αποτελεσματική επίφαση της διάρκειας και τη βαθιά συνειδητοποίηση ότι ο έρωτας δεν είναι κατάφαση αλλά αντίφαση, άλλως η απόλυτη απορρόφηση, το βούλιαγμα, η απόσπαση και παράδοση που προσομοιάζει στο άπειρο, στο όνειρο, σε έναν ιδιώνυμο ελκυστικό ύπνο. Μνημονεύει τις πέντε αισθήσεις που πολλαπλασιάζονται, τη μεγάλη αδυσώπητη πόλη που εντείνει το νόστο του, αλλά επιμένει να σκέφτεται το σώμα της επιστροφής, φωτιά, φλόγες, σεντόνια, να καίγεται στο καμίνι της μνήμης εκλιπαρώντας για λίγη αφή. Σε όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής διακρίνουμε το έντονο ερωτικό πάθος, το θάρρος της σάρκας, την αδηφάγο πάλη των αισθήσεων. «Το πρωί με τα δόντια καρφωμένα στο παρόν / … θα προσεύχομαι απεγνωσμένα για μια / παράταση της νύχτας μέσα μας.», «Εδώ καταλύεται αργά αλλά σταθερά η δυναστεία / της όρασης κι ο ορίζοντας ελευθερώνεται επιτέλους / απ’ το βάρος των αρχαίων ματιών. / Εσύ τώρα γίνεσαι σκοτάδι.», «η χαμένη ομορφιά η βία των ονείρων είμαι», «δυο απλωτές ακόμα να βγω απ’ την προϊστορία», «είναι αδύνατο να νικήσω τόσο σκοτάδι / τόσο παρελθόν σε μια νύχτα». Πρόκειται για μια μικρή στάση–όαση μες στο χρόνο του πάθους, στην ασφάλεια της φαντασίας του μυαλού, όπου η παροδική λησμονιά δεν είναι παρά μια βουβή μουσική, η σιωπή της μεγάλης ατλαντικής νύχτας. Η απάτη των ειδώλων, παλιές φωτογραφίες συγγενών, το χάος που βιώνει ο μετανάστης, οι σκοτοδίνες των φυλών, οι θησαυροί των δακρύων, ο φόβος της φθοράς και της εξαφάνισης, τα μάτια των θυσιασμένων είναι όλα αυτά μπροστά στα οποία «η μνήμη βουλώνει τ’ αυτιά της με μπαμπάκια ματωμένα» την ώρα που ο ίδιος ο ποιητής σφραγίζει τα βλέφαρα να φυλάξει καλά τις δικές του εικόνες.    

Και καθώς τα ταξίδια πλέον του ποιητή συνεχίζονται, έχει σειρά το 1994 η Γεωγραφία κινδύνων, όπου «το σώμα ξέρει πώς να επιζεί μέσα στις θύελλες», με το πιο ακριβό φάρμακο που είναι για τον Βέη οι λέξεις. Ακόμα και ο έρωτας ορίζεται εδώ ως προνόμιο της γλώσσας. Παρούσα και στη συλλογή αυτή η μνήμη της θάλασσας, το όραμα των προγόνων μας, οι ρίζες της ιστορίας, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα σονέτα. Σκιές, οπτασίες, φαντάσματα, άνθρωποι που μοιάζουν με αγάλματα, ανεξίτηλα εργόχειρα θανάτου, κενοτάφια ζωντανών νεκρών συνθέτουν ένα σκηνικό ερημίας, όπου στον αντίποδα της μνήμης κλονίζεται ο κόσμος των ιδεών και παραμονεύει ο φυσικός εχθρός να γκρεμίσει τον κόσμο της γνώσης. Είναι άλλωστε η ξενιτιά που φέρνει τη λήθη, την αλλαγή, την απώλεια. Ωστόσο ο ποιητής εξακολουθεί να κρατά σφιχτά τη δική του μνήμη και μας λέει πως «Τα καλύτερα ποιήματα γράφονται το πρωί / όταν το λεπίδι της νύχτας / στάζει ακόμα αίμα εικόνων», ενώ εύχεται και αυτοπροτρέπεται να θυμάται ν’ απαγγέλλει ουρανό που έχει μέσα στο κρανίο του, την ώρα που ενεργοποιείται ο τρόμος για την εκδίκηση του ορατού κόσμου, τις νάρκες, τις πλάνες, το άδικο χέρι, τη ματαιότητα. Από τη μια η ρήξη με το ορατό, η στερεότητα της φωτιάς σε αντιπαράθεση με το ευμετάβλητο της συνείδησης, η αθέατη πλευρά του ουρανού με την ομίχλη να αγκαλιάζει ζαρωμένο το σώμα, το λογοπαίγνιο «η σκόνη πολύτιμοι λίθοι» αντί πολύτιμη λήθη, εκεί που «γδαρμένα, ματωμένα τοπία σβήνουν / μες στα ποιήματα» και η μνήμη γίνεται έρμαιο του ανέμου, και από την άλλη η αντοχή. Η φρόνηση των φυλλοβόλων δεν είναι για τον ποιητή παρά αρχή σοφίας και τα νερά της λίμνης συλλαβίζουν παρελθόν. «Η μνήμη δεν παραιτείται / σου μοιάζει.», «Προτιμώ την ηχώ από τη λάμψη των σωμάτων.», «Όχι η φύση ή το ρήμα / αλλά η έκσταση.» είναι στίχοι που δηλώνουν την σταθερή αγωνία του ανθρώπου να παραμείνει ο κόσμος δικός του.  

Η ελάχιστη μορφή αίσθησης σε ένα στέρεο φαινομενικά περιβάλλον που ανά πάσα στιγμή τείνει μέσω της τήξης να διαλυθεί βρίσκεται στην επόμενη συλλογή, που κυκλοφόρησε το 1999 με τίτλο Χρυσαλλίδα στον πάγο. Εδώ υπάρχει ολόκληρη ενότητα από σονέτα, των οποίων η αρμονική δομή, ομοίως και η κάθετη διαίρεση της συλλογής σε τρεις επιμέρους ενότητες, ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ποιητή να βάλει μια τάξη στην άβυσσο. Επίσης παρατηρούμε τη ρητή μνεία στον Ηράκλειτο που επαναλαμβάνεται εφεξής σε όλα τα επόμενα έργα. Ο άνθρωπος καθρεπτίζεται μέσα στο φυσικό περιβάλλον του και στα ζώα που αποκτούν τις ιδιότητές του. Ξεκινά η συστηματική γραφή πουλιών και η ανάγνωση των νέων τοπίων που κατακλύζουν τη μνήμη του ποιητή–ταξιδιώτη. Χωρίς να σβήνουν οι πέτρες, τα κύματα, οι λόφοι του παρελθόντος, η γαλήνη και η σοφία της Ανατολής τον διδάσκουν να αποκρυπτογραφεί τα μυστικά της φύσης που δεν είναι πια απειλή – μάλλον εκείνη απειλείται από τον άνθρωπο – αλλά αποκτά πρόσωπο και δικό της λόγο. Η θέση της ύλης στον κόσμο είναι δεδομένη, όμως τα όντα συμφιλιώνονται με το πεπρωμένο τους. «Το παρόν, ένα λείψανο που μόλις προλαβαίνει / να χαθεί μες στα χρώματα της δύσης / αυτός που ήμουνα ξεχάστηκε κι όλας πριν περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο.», «πυρακτωμένο αλλά ξένο, τετελεσμένο το παρελθόν». Είναι τα τοπία εδώ που νοσταλγούν τον άνθρωπο, καθώς υπάρχουν για να τον ορίζουν και να τον θυμούνται όχι σαν αίνιγμα αλλά σαν δικαίωση μέσα στο χρόνο. «Η μέρα θέλει να προστεθεί στην ανάμνηση και να διαρκέσει / να σώσει την ωριμότητα και τη θέλησή της» και η μνήμη δεν εμπιστεύεται πια την ακοή αλλά επιμένει να γίνει όραση. «Δώσε στα μάτια σου λοιπόν τα καλύτερα τοπία / … / βιβλίο ανοίγει ο καιρός να διαβαστεί ο κόσμος / δώσε στα μάτια σου, λοιπόν, μνήμη.», «δεν υπάρχουν μυστήρια παρά μόνο μάτια / και η εξαιρετική θέληση για εξαφάνιση / αναζητώντας τον οίστρο μιας ολοκληρωμένης μέρας». Η ερμηνεία και κατανόηση του κόσμου τιθασεύει το απέραντο, η μνήμη φέρνει την αφθαρσία «λες και ξαναρχίζει το παρόν / εκεί ακριβώς που θυσιάστηκε» και η υποχώρηση της φρόνησης μπροστά σε έναν κυριολεκτικό έρωτα δεν είναι παρά μια εκδοχή του μη–χρόνου, όπως «πέτρα που ρίζωσε στου ποταμού την κοίτη». Το σώμα, φορέας ύλης και μνήμης, οράται ως έπαθλο και ο θάνατος ανάγεται σε μεταμόρφωση, με άλλα λόγια εξευμενίζεται. Η λέξη δαμάζει το νόημα και εκπέμπει σε συχνότητα ανθρωποκεντρική, με ισχυρή τη θέληση για συνέχεια.  

Το 2004 ακολουθούν τα Υστερόγραφα γης, όπου η μνήμη γίνεται χάρτης, που τον σκεπάζει το χιόνι ενίοτε, και οι αισθήσεις παρατείνονται ενάντια στη βία και τη βία του εφήμερου, ευλογημένες από αλήθεια. Έτσι επανέρχονται ποιήματα από τις προηγούμενες συλλογές μέσα σε νέες συνθέσεις, «σαν τις λέξεις που ρίζωσαν στου μυαλού σου την κοίτη», ένδειξη ανανέωσης του θαύματος μέσω των κυττάρων της μνήμης, μορίων αρχαίου φωτός στους κορμούς των δέντρων, στις λίμνες καθρέφτες, στις όχθες των ποταμών. Ο κόσμος των πλατωνικών ιδεών εξυγιαίνεται. Οι εποχές συνυπάρχουν στο παρόν με κυρίαρχη τη δράση εικόνων πλησμονής μέσα στο παιχνίδι του χρόνου, το πολύ της πράξης ορθώνει το ανάστημά του στο λίγο της ζωής, με τη μέθη, την έπαρση και τη νοσταλγία της έκστασης των όντων. «Μέσα στο εγκαταλειμμένο όνειρο… / ζητάς με πείσμα έστω μια συλλαβή / ένα σημάδι για να σε ανεβάσει στη μνήμη / να μπεις να βγεις στον κόσμο χωρίς να κοπείς στα δυο». Και το σώμα μνήμη νερών στα βαθιά. «Είναι στιγμές που ζούμε μέσα στο όνειρο / της λίμνης ή της θάλασσας / που μας έμαθε το γυμνό νόημα, ένα κύμα βλέμμα / στην άκρη του καιρού / το κινούμενο άπειρο / στην άκρη της παραλίας, ή του κρεβατιού τώρα». Και κάποτε το παρόν σπάει και κομματιάζεται, έρχεται «το τέλος μιας ζωής που δεν άντεξε να γίνει μνήμη». Ο ποιητής τότε βρίσκει ασφαλές καταφύγιο στο παρελθόν, ανακαλώντας πρόσωπα που δεν βρίσκονται πια μαζί του, όπως τον πατέρα, τον νεανικό φίλο ή την αγάπη. Παρόλα αυτά δεν είναι μόνος μέσα στον θάνατο αλλά με τον έρωτα για την τέχνη του πάντα παρόντα. Πατάει το κουμπί κι αλλάζει μέρα, με την ίδια ικανότητα που μεταμόρφωσε σε πολύχρωμο χαρταετό το πρώτο και μοναδικό ποδήλατο που απέκτησε και αμέσως στερήθηκε στα πέντε του χρόνια. 

Ολοένα και πιο διεισδυτική αποκρυπτογράφηση του τοπίου προδίδει και υπόσχεται ο επόμενος τίτλος Λεπτομέρειες κόσμων το 2006, όπου το εγώ αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί μαζί με το εφήμερο του κόσμου. Η ανθρώπινη παρουσία αφομοιώνεται στον περιβάλλοντα χώρο, στο σελοφάν της μνήμης των τροπικών. «Με έχει παρασύρει κι εμένα προ πολλού το ίδιο ποτάμι / στο φως μιας πρόσκαιρης ερμηνείας.» Όταν φαγώνεται ο καιρός λωτός στο τέλμα της αμφιβολίας, δεν μένει πλέον παρά η εμπιστοσύνη στη φύση, η άφεση. Το γεράκι στην άκρη του ορίζοντα, η αντοχή του κέδρου στην επικράτεια, η ακρίβεια της στιγμής αφηγούνται ενότητα και παρελθόν. «Θυμήσου μόνο να μυρίσεις λέξεις θυμίαμα / να πεις τοπία που καίγονται και πώς να τα φέρεις πίσω». Αντί άλλων μαρτυρίων οι κορμοί των δέντρων, οι βράχοι και οι πέτρες αναδεικνύονται σε εκμαγεία στοχασμών και αντί βιβλίων τα ταφικά ενθύμια τρέπονται σε εγχειρίδια της πολιτικής ιστορίας. Εμείς δεν είμαστε παρά οι παροδικοί αναγνώστες των σημείων, που με τα χρόνια πλάθουμε εαυτό «μετατρέποντας εύκολα το χρόνο σε σώμα». Το τοπίο είναι μαζί και πρόσωπο, την ώρα που το ανεξίτηλο μελάνι της μνήμης καταγράφει στον νου αλήθεια και δικαιοσύνη μαζί με την υλική οντότητα. Οι στιγμές που απομνημονεύει εδώ ο ποιητής προέρχονται από τα πιο εξωτικά ταξίδια και την εκτενή παραμονή του στην Ασία (Πεκίνο, Χονγκ Κονγκ, Μπάνγκοκ, Σεούλ) και την Αφρική. Η εμπειρία του κόσμου από τους τροπικούς συνοψίζεται ως βεβαιότητα ανύψωσης στην αρμονία, ως εγκατάσταση στο ιδεόγραμμα μουσική. Ο νόστος της μητρικής ή αρχέγονης πατρίδας, άλλως του ατόφιου και ειλικρινούς έρωτα μιας εφηβείας, μεταλλάσσεται σε ωριμότητα διαίσθησης «με ρήματα και ουσιαστικά που ν’ αντέχουν στον αέρα / των παρελθόντων ετών, στη βροχή της λήθης». Ακόμα και το ξύλο της αλόης συνιστά ελιξίριο αναμνήσεων, καθώς η μνήμη ταυτίζεται με το ταξίδι και τα επιμέρους συστατικά του στιγμιότυπα. Ο ποιητής, ένας πατριώτης της νοσταλγίας, όπως ο ίδιος ομολογεί, εντοπίζει και ερμηνεύει – πρωτίστως προσδοκά – σημεία πίστης και γνώσης στη φύση. Το εύθραυστο μπουμπούκι της μανόλιας αποσπάται ως ένα ακόμα χαρτί μνήμης που καταγράφει και καταγράφεται μαζί με το σώμα που μαθητεύει κοντά στο τοπίο. Πρόκειται ασφαλώς για την οδύσσεια περιπλάνηση ενός ανήσυχου πνευματικά ανθρώπου, με βαθειά τη συνείδηση της ανάγκης για προσωπική ωρίμανση ανεξάρτητα από τις καταγραφές της ιστορίας, ενός σύγχρονου Οδυσσέα που «χαράζει στο φίλντισι του απογεύματος ένα σημάδι επιστροφής». Και ο πλούτος της εμπειρίας των κόσμων διευρύνει ορίζοντες και συνέχει το άγνωστο, «σε μαθαίνει το τοπίο να ίπτασαι πάνω από το χάος της κάθε στιγμής, έμπειρος των αποφάσεων, ξεναγός πόλεων στο νερό, τρόφιμος των αποστάσεων».    

Ναι, δεν είναι παρά μνήμη εκείνο που δίνει υπόσταση και μας συντηρεί λοιπόν, καταφάσκει ο Βέης, και Ν, όπως νοσταλγία τιτλοφορεί το 2008 την αμέσως επόμενη συλλογή του. Στα ποιήματα αυτά «ο μελισσοφάγος αρχίζει τη μνήμη» και «το χαμένο μελίσσι / που δεν χάθηκε ποτέ» επιβεβαιώνει το ταξίδι της. Το δικαιωμένο παρόν τελείται κατά κύριο λόγο εδώ ως ανάμνηση, το εφήμερο επαναπροσδιορίζεται ως αιωνόβια εφήμερο, η αναχώρηση ελέγχεται ως απουσία ύλης και αντίστοιχα σε παρουσία ύλης ανάγεται η θάλασσα που ενέχει επιστροφή. «Γράφω και μένω εδώ / παρόν / ανεξάντλητο.» Η δημιουργία νοηματοδοτεί το παρόν και η φύση νοηματοδοτεί τη δημιουργία. Ο ποιητής μάλλον ζωγραφίζει παρά αφηγείται τα τοπία του. Η ύλη ενσαρκώνεται σε κήπο, λίμνη, ουρανό, ζώα, πουλιά, βροχή, πανσέληνο, εποχές άνοιξης, θέρους και μαζί χειμώνα. Η ευστοχία του ανοιξιάτικου διαλογισμού απομονώνει είδωλα και αλήθειες μέσα στην κόμη του χρόνου για το ποιητικό οράν που τελεί σε εγρήγορση διαρκείας. Η παραφωνία του ολέθρου δεν ανατρέπει το σύνολο αλλά μάλλον αναδεικνύει το μεγαλειώδες της καθολικής αρμονίας. Ο δράκος ως μορφή και σύμβολο επανέρχεται. Η φωλιά του σπίνου από ελάχιστη λεπτομέρεια διαιωνίζεται σε μοτίβο αθανασίας. Η αξιοπρέπεια προκρίνεται ως ύψιστο αγαθό και θεραπεύει κάθε λογής ματαιοδοξία και ματαιότητα. Οι μέρες κυλούν μέσα σε φράσεις. Στη λήθη του απογεύματος αποκτά μυθικές διαστάσεις το παρόν μιας θετής πατρίδας. Η προσεχτική ακρόαση κάθε προορισμού συνοδεύεται από αναφορές στο σανσκριτικό κάρμα της αιτιότητας, το αστρικό σώμα του αποκρυφισμού, το σύμπαν της χωροχρονικής συνέχειας. «Με λένε κόκκο της άμμου, μαθαίνω να θυμάμαι». Η μνήμη δεν εξελίσσει μόνο τη δράση των όντων, αλλά και τα έλκει να επιστρέφουν διαρκώς, ως λυτρωτικό καταφύγιο προς ανάπαυση, ανάπαυλα, αιώρηση μέσα στη θύελλα των εποχών.   

Σε απόλυτη νοηματική ακολουθία δύο χρόνια μετά, το 2010, η συλλογή Μετάξι στον κήπο υποδηλώνει τη μνήμη και τη λήθη–αντίδοτο αυτής όχι μόνο ως πάχνη παλίμψηστη που λειαίνει τα αγκάθια της ανθρώπινης μοίρας, αλλά και ως πέπλο αίματος, είτε αυτό προέρχεται από τους εφιάλτες της ιστορίας είτε ρέει ακόμα ζεστό στις φλέβες της ποίησης. Το ανθρώπινο στοιχείο επανεμφανίζεται στον πυρήνα των ποιημάτων υπό το νέο ερώτημα «ταξιδεύουμε ή μήπως ονειρευόμαστε τον κόσμο;», ερώτημα που έχει βεβαίως τεθεί και από προσφιλείς του ποιητή διανοητές (Γουάλας Στίβενς, Σοπενχάουερ, Φερνάντο Πεσόα κ.α.), καταδεικνύοντας ότι είναι η ίδια η ύπαρξη, η όραση και η φαντασία μας που διαμορφώνουν εν τέλει μέσα μας τα όποια τοπία και εμείς οι ίδιοι είμαστε και παραμένουμε αυτά. Και επειδή κάθε ταξίδι, όπως ακριβώς και η ποίηση, βιώνεται υπό το πρίσμα του ερωτικού πόθου, ανακύπτει το δεύτερο ερώτημα «ωκεανός ή κρεβάτι άδειο από νόημα / η δυσκολία των εφήμερων ερώτων»; Είναι άραγε το συντετμημένο παρόν που βιώνεται κατά κύριο λόγο ή μήπως η μνήμη επαναφέρει ως αλησμόνητη ιδέα αυτό; Το απόγευμα, σταθερή ώρα απολογισμού, φτάνει για να δει κανείς αλήθειες, μας υπενθυμίζει ο ποιητής καθώς συλλογίζεται από τα μαθήματα της φύσης τη σοφία και την ταπεινότητα, ενώ από παλαιότερα φύλλα ημερών έρχονται ψαλιδίσματα και προδοσίες που ράγισαν το ακέραιο κάποτε, με θεϊκές καταβολές σώμα. «Ούτε θλίψη / ούτε απειλή / η ωραιότητα της λήθης / καθώς τα σκεπάζει / τα σωπαίνει όλα μέσα στα πεντακάθαρα / πράσινα φύλλα, που ακόμη τρέμουν το απόβροχο», «βροχή που έρχεται από το χάος», το χάος της μνήμης ασφαλώς, στον πόλεμο της ανεξαρτησίας των κυττάρων. Το «εδώ» ενίοτε περικλείει πόνο. Για «να ξεπλύνουμε το παρόν από τα σκουπίδια της σκέψης» χρειαζόμαστε την άφθαρτη «μνήμη ενός πρωτόλειου χαδιού», «ένα ασπαίρον θέρος επίγνωσης». «Σαν από πολύ παλιά άρωμα γιασεμιού ελαφρύ / διακριτικό / πανίσχυρο όμως / σε πάει όπου θέλει αυτό / αναχώρηση / επιστροφή / αναχώρηση / επιστροφή», έτσι ακριβώς επιδρά η μνήμη. Στο ιδεόγραμμα του ταξιδιού ακόμα και το φως επιστρέφει από το παρελθόν να διαμορφώσει γραφή και ανάμνηση. Το ταξίδι, που προσομοιάζει στην ποίηση, είναι η κατεξοχήν όαση, το απαραβίαστο άσυλο της ονειροπόλησης. Γι’ αυτό και μας προτρέπει ο Βέης «ν’ αρχίσουμε να γράφουμε όλο και περισσότερα ποιήματα, για να καθαρίσουμε το τοπίο από τον τρόμο, την απειλή και τον θάνατο, να εξορκίσουμε τους εφιάλτες, την αθλιότητα και την απελπισία της πραγματικότητας, με φαντασία να ξανασώσουμε τα όνειρα», «να σπουδάσουμε, έστω και τώρα, αναγέννηση» εκεί που «μια ίωση χρόνου στα μάτια βλέπει πλανήτες στάχτες».   

Το «οράν εστί φιλοσοφείν», θα λέγαμε παραφράζοντας τον Πλάτωνα, και «εκ του οράν το εράν», κατά την αρχαία λαϊκή ρήση που πολύ εύστοχα εντοπίζει την πηγή του κεραυνοβόλου έρωτα. Έμπειρος πια εραστής εικόνων και τόπων εμφανίζεται το 2013 ο Γιώργος Βέης με την τελευταία μέχρι σήμερα συλλογή του Βλέπω. «Εικόνες έτοιμες να μας κρατήσουν επιτέλους μέσα τους», «μια ευθεία γραμμή να με συνδέει / σαν όραση», «θα επιστρέψω μέσα στο φως της αλάνθαστης πτώσης». Εδώ η μνήμη περνάει από την αμεσότερη των αισθήσεων για να γίνει ταυτόχρονα και αφή, ακοή, γεύση των ορατών και αοράτων. Η ποίηση της παλιάς και της νέας πατρίδας πηγαινοέρχεται στον κάτω κόσμο, εξυμνώντας τα οικεία σε μας ελληνικά τοπία και πρόσωπα μαζί με αυτά τα εξωτικά της Ανατολής. «Μήπως το κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του δεν είναι μια περιπέτεια στο διηνεκές;» Ο Χέλντερλιν, ο Κιου Σάο, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Ρουμί, ο Ρίτσος, ο Σπινόζα, ο Αντόνιο Ματσάδο, ο Ροβεσπιέρος, ο Χέγκελ, ο Πεσσόα, ο Οκτάβιο Πας, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Σεφέρης, ο Καρυωτάκης και φιγούρες ανώνυμες όπως ο σοφός των ερήμων, ο βαρδιάνος, η γυναίκα της κατοχής των Γερμανών, ο καθηγητής της φιλοσοφίας, ο λιθοξόος, ο μοναχός, ο ζωγράφος, ο σκύλος, το αηδόνι, ο σπίνος, τα άλογα στη βροχή, η μηλιά, ο τσαλαπετεινός, το πεύκο, η κλαίουσα, η αμφιλύκη, οι πικροδάφνες, ο κισσός, η μπουκαμβίλια, η παιωνία, ο θαλασσοβάτης,ο ίμερος, η νυχτοπεταλούδα, η μέρα, ο ψαραετός παρελαύνουν στους στίχους και τοπωνύμια όπως η Καμπότζη, το Κιότο, η Αλεξανδρούπολη, η Σαγκάη, η Ορεστιάδα, η Βιρμανία, η Αθήνα, η Ιάβα, η Μογγολία, η Κορέα, οι αρχαίες Θούλη και Κομμαγηνή, η Ελευσίνα, ο Υμηττός, η Πάρνηθα, η Καστέλα, το Νέο Δελχί, οι Δελφοί, η Κένυα, η Μπουρκίνα Φάσο, η Λήμνος, η Πάρος, ο Πάρνωνας, η Αρχαία Μεσσήνη, η Βοιωτία, ο Όλυμπος, η Μελβούρνη, η Ζάκυνθος, η Κρήτη, η Σαμός, αλλά και πολλά μυθικά πρόσωπα όπως ο Περσέας, ο προσωποποιημένος Αχέρων, η θεά Δήμητρα, ο Ορφέας, η Κίρκη, η Άρπυια, ο Βελλερεφόντης και αστερισμοί όπως η Μεγάλη Άρκτος, η Κόμη της Βερενίκης, η Πούλια, ο αστέρας της Αφροδίτης. «Οι σκιές, / μνήμες χνάρια από μια ελεύθερη πτώση στο σκοτάδι, / όψεις κι αυτές της αλήθειας» απειλούν αστάθεια, αβεβαιότητα, πανικό αλλά και υποστηρίζουν την έγκυρη συμφιλίωσή μας. Μορφές και εικόνες από τον κόσμο των ονείρων και των ιδεών ζωντανεύουν και στεγνώνουν πάνω στους στίχους. Οι ίδιες οι λέξεις «ένα πέπλο, μια μπουκαμβίλια» ξεχειλίζουν και παράγουν ταυτόχρονα θύμηση, καθώς ο ποιητής μας μαθαίνει και μας καθοδηγεί να διακρίνουμε το πεπρωμένο όχι ως έκπληξη αιμάτων αλλά ως παλιννόστηση στα περίχωρα των ηδονών. Ανεξίτηλοι ήχοι, ουρανός, έλαιον, αρμονία, έλεος δηλώνουν μια συνεχή επιστροφή στη φυσική πατρίδα. Το παρελθόν ναυάγιο ξεβράζει ιστορίες φανταστικές από τη διατάραξη του οικοσυστήματος, την καταιγίδα, τον σεισμό, την αρρώστια, τον πόλεμο, ολοένα όμως ξεκινά η αφήγηση του κόσμου από την αρχή, σε μια απεραντοσύνη τοπίων. Η μνήμη προκαλεί «το αναφαίρετο δικαίωμα προσδοκίας της αίσθησης / όχι σαν όνειρο πια, / αλλά σαν ανταύγεια σταθερή και άλλο τόσο ειλικρινή / από σάρκα και αίμα / … / έρεβος / λογισμού», μας διδάσκει «αφοσίωση στο σπέρμα της μουσικής», αλλά και παραμένει «μια σκιά στον τοίχο της τραπεζαρίας αναλλοίωτη, ενοχλητική, να μας θυμίζει πόσο ανίσχυροι κι ανίκανοι είμαστε, όλο και πιο έντονη όσο προσπαθούμε να την καλύψουμε με την καλύτερη ώχρα της αγοράς, απομεινάρι ενός παλαιότερου πολιτισμού αφθαρσίας». Το μάρμαρο, οι πέτρες, τα ελληνικά βουνά δεν είναι παρά μνημεία δόξας του ελληνικού ιδρώτα. Η στιγμή ευθεία μέσα στο χρόνο, βελόνα που κεντάει τη μνήμη, που κάποτε δεν φέρνει νοσταλγία αλλά μόνο χολή, ένα αστέρι μοναχικό βιολί μέσα στην επίμονη κακοφωνία της «αγάπης». Από την άλλη δεν παύει να παρέχει αυτογνωσία και πίστη για την επιστροφή στον εαυτό, μας διαβεβαιώνει ο ποιητής, αφού «μια παραλία υπάρχει όπως οι βεβαιότητες των πλανητών» και «οι λωτοί θα ανανεώνονται διαρκώς μέσα στο βούρκο / μάρτυρες  μιας ανεξάντλητης συνέχειας», την οποία καταγράφουν τα στοιχεία της φύσης και εμείς «μένουμε πεισματικά εδώ να δούμε όλες τις στάχτες», όλοι εμείς που «είμαστε το μισοτελειωμένο ποίημα ενός αγνώστου» ή αλλού «το όνειρο του Ενός», εμείς που «ό,τι κι αν αγγίξουμε όμως θα στάζει πόθο…». 

Η υλικότητα γεννά τη λήθη, κατά τον Ζαν Γκασπάρ Φελίξ Ραβεσόν-Μολιέν, όμως ανάμεσα στην ακατέργαστη ύλη και το πλέον ικανό για αναστοχασμό πνεύμα, υπάρχουν όλες οι δυνατές εντάσεις της μνήμης ή αλλιώς όλοι οι βαθμοί της ελευθερίας, σύμφωνα με τον Ανρί-Λουί Μπεργκσόν (βλ. Ύλη και μνήμη, εκδ. Ροές 2013). Η μνήμη ως νοητική λειτουργία συνδέεται με την αντίληψη, τη συνείδηση και τις αισθήσεις μας, που ομολογουμένως υπολειτουργούν στην καθημερινότητα της οπτικοακουστικής εποχής. Ο εντοπισμός της ισχυρής δράσης της, μέσα στη σύντομη όπως προηγήθηκε αναδρομή για την προσέγγιση της ποιητικής ενόρασης του Γιώργου Βέη, σχετίζεται άρρηκτα με την καθολική και αδιαίρετη συνέχεια της συμπαντικής αρμονίας που διδάσκει ο Ηράκλειτος και επαναδιατυπώνει ο Χέγκελ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο πρώτος που συνέλαβε, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., την ολιστική άποψη του κόσμου, με τη διατύπωση της αρχής της τάξης και της μουσικής των ουράνιων σφαιρών, τη μελέτη αυτών υπό το πρίσμα της κίνησης και του χρόνου, αλλά και τον ορισμό μιας εφικτής εννοιολογικά αφθαρσίας δια της ενοποίησης των φυσικών δυνάμεων, δεν ήταν παρά ο πολυταξιδεμένος πρόγονος και συντοπίτης του ποιητή, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος. Στη ροή του παρόντος, που συνιστά και πορεία του ίδιου του δημιουργού, ενεργοποιείται αναστοχαστικά το παρελθόν ενόψει ενός επικείμενου μέλλοντος. Με τον τρόπο αυτόν, ο πόθος για την κατάκτηση της ολότητας, την κατανόηση της περιρρέουσας μάζας, που δεν είναι παρά η έμφυτη τάση για διάρκεια μέσα στο χρόνο που μας αναλογεί, δεν εξαντλείται σε ενστικτώδεις παρορμητισμούς ούτε παγιδεύεται σε στείρα ονειροπόληση, αλλά αντιθέτως εγγυάται ισορροπία λόγου και πρωτίστως ισορροπία πνεύματος. Το μεγάλο επίτευγμα στην ποίηση του Βέη είναι ακριβώς αυτό, η αρμονική εξισορρόπηση των ποικίλων ερεθισμάτων του, ως ποιητή που τελεί σε συνάρτηση με την εποχή του, με τον εσωτερικό λόγο και χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης που συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου. Γι' αυτό και η τόσο τρυφερή και απόλυτα μετρημένη συγκίνηση που συναντάμε σε ολόκληρο το ποιητικό έργο του δεν γνωρίζει στεγανά, αλλά έχει τον δικό της αυτόνομο της εκάστοτε χρονικής στιγμής παλμό και χωρίς να σκαλώνει στα «ευτελή», κατά τον καβαφικό χαρακτηρισμό, παροντικά δεδομένα ρέει ελεύθερη στο διηνεκές. Πίσω δε από το έργο του ποιητή είναι φανερό ότι υπάρχει και τίμιο αντίκρισμα ανθρώπου. Διότι ο Γιώργος Βέης δεν υποδύεται γραφή, είναι ο ίδιος η γραφή του.

________________________________________________________________________________________________________________


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Μαΐου 2015