Εκτύπωση του άρθρου



 

Τι άλλο είναι άραγε  η ποίηση παρά το ευγενές απόσταγμα της μνημονικής εμπειρίας; Αυτή την αλήθεια κρύπτει στο βάθος του  ο αρχαίος μύθος όταν αναφέρει πως οι Μούσες είναι  κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, πως έχουν δηλαδή προκύψει από το ερωτικό σμίξιμο του αθάνατου άρχοντα θεών και ανθρώπων με τη Μνημοσύνη, προσωποποίηση της μνήμης, αναντικατάστατη αρωγό του ποιητή και εγγυήτρια μιας ιδιότυπης αθανασίας.

Τόσο η Ιλιάδα  όσο και η Οδύσσεια ήδη με τον  πρώτο τους στίχο (Μῆνιν ἄειδε, θεά… καιἌνδρα μοι  ἔννεπε Μοῦσα πολύτροπον, αντίστοιχα) με την επίκληση-παράκληση του δημιουργού προς τη Μούσα να συναινέσει και να ενθαρρύνει το δύσκολο και προφανώς πολύμοχθο έργο της αφήγησης,  αναδεικνύουν την άρρηκτη σχέση της ποίησης με τη θυγατέρα της Μνημοσύνης.

 Είναι χρέος του δημιουργού να κινητοποιεί στην αρχή του έργου του τη θεϊκή δύναμη των Μουσών και της μητέρας τους της Μνημοσύνης υποστηρίζει και ο Πλάτωνας στον Ευθύδημό του: ὥστ' ἔγωγε, καθάπερ οἱ ποιηταί, δέομαι ἀρχόμενος τῆς διηγήσεως Μούσας τε καὶ Μνημοσύνην ἐπικαλεῖσθαι.

Αδιάσπαστη λοιπόν η σχέση της ποίησης με τη μνήμη: Πριν από την εφεύρεση και διάδοση της γραφής η μνήμη θεωρούνταν βασική αρετή των ποιητών  που όφειλαν να απομνημονεύουν και να παρουσιάζουν προφορικά τα πολύστιχα έργα τους˙ μετά από  την  καθιέρωση του γραπτού λόγου -ήδη κατά την αρχαιότητα- η ποίηση, χαραγμένη και  αποτυπωμένη σε τύμβους, μαρμάρινες στήλες, σε παπύρους ή σε περγαμηνές κατέθετε πλέον το έργο της  ως κτῆμα εσαεί, ως ένα  αιώνιο και άφθαρτο δώρο της μνήμης.  

Για τη Σαπφώ η μνήμη είναι η λυδία λίθος πάνω στην οποία δοκιμάζεται η αξία ενός ποιητικού έργου

Σαπφώ, απόσπασμα 55 [1]

εσύ νεκρή θα κείτεσαι· μνήμη καμμιά
ποτέ δεν θα σ' ακολουθήσει εσένα
γιατί εσύ δεν άγγιξες τα ρόδα της Πιερίας·
λησμονημένη θα γυρνάς μες στο παλάτι τού Άδη
μαύρη σκιά πού φτερουγίζει
ανάμεσα στους μαύρους πεθαμένους.

(μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)

Πρόκειται για το σαπφικό απόσπασμα 55 με έμμεσα αλλά ευκρινή τα στοιχεία μιας πρώιμης αυτοαναφορικότητας. Ίσως μάλιστα να είναι ένα από τα πρώτα ποιήματα ποιητικής. Τα όσα συμβαίνουν σ' αυτό προβάλλονται στο μέλλον — το εγγύς και το απώτερο· τα ρόδα των Μουσών είναι εγγύηση αθανασίας, ένα αιώνιο αντίδοτο στη φθορά. Όσοι δεν τ' άγγιξαν ποτέ, όπως η «άμουση» γυναίκα τού σπαράγματος, δεν έχουν μερίδιο στη μνήμη (τη μνημοσύνη τού ποιήματος πού τόσο εύστοχα η αρχαιοελληνική μυθική παράδοση τη θέλει μητέρα των Μουσών), επομένως καταδικάζονται για πάντα στο έρεβος της αιώνιας λήθης.Η ισορροπία των δίστιχων άρσεων καί θέσεων αναδεικνύει ως κυρίαρχη την αντίθεση ανάμεσα στη μνήμη καί στη λήθη. Οι μέλλοντες πού κυριαρχούν στο ποίημα προφητεύουν γιά την άμουση γυναίκα αιώνια ακινησία στον χώρο της μνήμης (κείσηι) καί αέναη κινητικότητα στον χώρο της λήθης (φοιτάσηις).

Συνώνυμη του πραγματικού θανάτου  θεωρείται η λήθη  και σε μια ορφική επιγραφή που είναι χαραγμένη σε χρυσό έλασμα, το οποίο βρέθηκε μέσα σε χάλκινη ταφική υδρία του 4ου αι. π.Χ. στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας. Η επιγραφή, που είναι ένα είδος διαβατηρίου για τη χώρα του Άδη, καθοδηγεί την ψυχή του νεκρού, που ανήκει στους εκλεκτούς και τους μυημένους,  για το τι θα συναντήσει κατά το ταξίδι της στον Κάτω Κόσμο:

«Θα βρεις στου Άδη τα παλάτια δεξιά μια βρύση και κοντά της άσπρο κυπαρίσσι˙ σ' αυτή τη βρύση μη ζυγώσεις˙ πιο πέρα θα' βρεις να κυλάει απ' τη λίμνη το κρύο νερό της Μνημοσύνης˙ από πάνω της θα στέκουν φύλακες˙  αυτοί θα σε ρωτήσουν, γιατί πας εκεί˙ και συ να τους πεις όλη μα όλη την αλήθεια˙ να πεις είμαι παιδί της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα, με λεν' Αστέριο˙ διψώ˙ μα δώστε μου να πιω από τη βρύση» (μετάφραση των Στέφανου Ν. Κουμανούδη και Άγγελου Ματθαίου)[2]

Η υπόδειξη να μη ζυγώσει η ψυχή τη βρύση της λήθης, αλλά να ικανοποιήσει τη δίψα της πίνοντας από το δροσερό νερό της Μνημοσύνης, αναδεικνύει την αδιάκοπη  μάχη της μνήμης με τη λήθη  και, σε τελευταία ανάλυση, τη  μάχη της ζωής με τον θάνατο. Πρόκειται για μύθο που επιβιώνει στη λαϊκή παράδοση και αναπαράγεται  σε σπαρακτικά συγκινητικές στροφές στο πολύστιχο ποίημα Τάφος  του Κωστή Παλαμά:…

Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις·
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις,

Εξάλλου σε όλους τους νεοέλληνες ποιητές η συνείδηση πως το ποίημα είναι ένα δώρο της μνήμης που βρίσκεται σε διαρκή αντινομία με τη φθορά και τον θάνατο είναι συνεχώς παρούσα: στην «παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη» παιδική μνήμη του Σολωμού, στην πανταχού παρούσα παραμυθητική μνήμη του Καβάφη που φυλάττει «τα γκρίζα μάτια» και «το ωραίο πρόσωπο …ως ήσαν»,  στα φεγγάρια του Σεφέρη, στην πληγωμένη από την ιστορία γυμνή μνήμη του Ρίτσου, στην «άκαυτη βάτο» του Ελύτη. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η μνήμη δεν παρίσταται πλέον στη νεώτερη ποίηση ως θεά αλλά ως αφηρημένη έννοια, με κυρίαρχη όμως πάντα την παρουσία της στο ποίημα.

Εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος στον Πρόλογο της Λύρας υιοθετώντας κλασσικιστικά πρότυπα  απευθύνεται στη Μνημοσύνη με τους όρους ενός αρχαίου έλληνα ποιητή, σαν να είναι η θεά –μητέρα των Μουσών. Με τους στίχους του στους οποίους εμπιστεύεται τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης  στην ανάκληση της ιστορικής μνήμης κλείνουμε το σημείωμά μας:

Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
κι ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου·

(Ανδρέας Κάλβος, Πρόλογος στη Λύρα)

 

[1] Σαπφώ, απόσπ. 55    

κατθάνοισα δὲ κείσῃ οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ’ οὐδὲ πόθα εἰς ὔστερον· οὐ γὰρ πεδέχῃς
  βρόδων
τὼν ἐκ Πιερίας, ἀλλ’ ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμῳ
φοιτάσῃς πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα.

[2] Λένα Αντζουλή,  Γιώτα Κριτσέλη, Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Σταύρος Τσιτσιρίδης, Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας , Τόμος Β', ΟΕΔΒ, σ.373-374


Ημ/νία δημοσίευσης: 17 Ιανουαρίου 2022