Εκτύπωση του άρθρου

Αν η ποίηση είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα μορφή –η μορφή που παίρνει ο λόγος για να μιλήσει για τα ίδια πάντα θέματα– τότε η μελέτη της εξελικτικής της πορείας θα πρέπει να εστιάσει σε αυτό προκειμένου να αναδείξει τις διάφορες μεταβάσεις και τη σημασία τους. Δύο φαίνεται πως υπήρξαν οι οριακές στιγμές κατά τις οποίες η ποίηση επιχείρησε να απαλλαγεί από ένα συγκεκριμένο σχήμα για να δοκιμαστεί σε κάτι νέο, σε ένα καινούργιο καλούπι που προέκυψε βέβαια από το παλιό, διαφοροποιήθηκε όμως από αυτό και, μάλιστα, σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αποτελεί την ανατροπή και το αντίθετό του. Πρόκειται, βασικά, για τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο, που σφράγισε την ποίηση του 20ου αιώνα, και, αργότερα, τη μετάβαση από τον ελεύθερο στίχο στο πεζό ποίημα, που αποτέλεσε μιαν αναπάντεχη στροφή η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, θόλωσε σημαντικά το όριο ανάμεσα στα δύο παραδοσιακά διαχωρισμένα μεταξύ τους είδη: την ποίηση και την πεζογραφία.

Η συζήτηση σχετικά με τους λόγους στους οποίους οφείλεται αυτή η πρόσφατη μετατόπιση είναι μεγάλη και μπορεί να επεκταθεί και σε περιοχές πέραν της τέχνης. Εάν, ωστόσο, θελήσει να παραμένει κανείς εντός των ορίων της τελευταίας –που είναι και το πιο σωστό– θα μπορούσε, σε πρώτη φάση, να επισημάνει το εύλογο και το λογικοφανές: έχοντας εξαντλήσει τα δημιουργικά όρια του ελεύθερου στίχου και αναζητώντας νέα «δοχεία» για τη διοχέτευση της ποιητικής ιδέας, ο ποιητής έσπασε για μια ακόμα φορά την παράδοση και μπήκε σε ένα άλλο λογοτεχνικό σώμα. Δανείστηκε και φόρεσε ένα άλλο ένδυμα που, κατά βάση, αποτελούσε το αντίπαλον δέος της τέχνης του, την πεζογραφία. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για το αποτέλεσμα της βούλησης του δημιουργού να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε έναν αντιποιητικό ή εξωποιητικό λογοτεχνικό τρόπο και να ανανεώσει έτσι την τέχνη του και τα εκφραστικά της μέσα.

Θα μπορούσε, λοιπόν, να μείνει κανείς εκεί και να ερμηνεύσει την κίνηση αυτή υπό το πρίσμα της κατάρρευσης των ειδολογικών ορίων και της ευκολότερης μετατόπισης καθενός από τα επιμέρους είδη στο έδαφος των άλλων –και μάλιστα με ιδιαίτερη προθυμία και ευκολία. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι αυτό συνέβη σε τόσο μεγάλο βαθμό μονάχα με την ποίηση, οφείλουμε να αποπειραθούμε και μια ακόμα εξήγηση. Μια ερμηνεία που θα βλέπει στην τέχνη αυτή τη δύναμη να εισέρχεται σε κάθε γωνιά του λογοτεχνικού τοπίου και να τη μεταμορφώνει. Ή, καλύτερα, να εμψυχώνει ακόμα και ό, τι μοιάζει ανοίκειο και ξένο με αυτή. Μια επικύρωση της κατακτητικής ή έστω της πολιορκητικής της ικανότητας, της δυνατότητάς της να ενώνεται με όλα τα «σώματα» και να τους μεταγγίζει την πνοή της.

Σημαίνει άραγε αυτό ότι θα δούμε αργότερα τον ειδολογικό υπότιτλο «ποιήματα», σε συνθέσεις θεατρικού-διαλογικού χαρακτήρα; Σε κείμενα φιλοσοφικού προβληματισμού και προσανατολισμού; Σε δημιουργίες με επιστολικό χαρακτήρα και χαρακτηριστικά; Σε παραμυθιακού τύπου αφηγήσεις; Σε κείμενα με επικαιρικό περιεχόμενο; Σε ημερολογιακές σημειώσεις; Σε κάθε είδους λογοτεχνική δημιουργία που έχει στόχο τη μετάδοση μιας καθαρά αισθητικής και αισθητηριακής εμπειρίας; Μια πρόχειρη περιήγηση στο νεότερο και σύγχρονο συγγραφικό γίγνεσθαι αποδεικνύει, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι πολλά από αυτά έχουν ήδη συμβεί ή αρχίζουν να συμβαίνουν. Απόδειξη ότι η ποίηση μπορεί να εισέρχεται και να ζωογονεί κάθε έκφραση και έκφανση του λόγου και, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής, της πραγματικότητας, της ανθρώπινης αλήθειας. Γιατί η ποίηση είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα πνεύμα, διάθεση, ατμόσφαιρα, ψυχή.

Ευσταθία Δήμου


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Οκτωβρίου 2024