Εκτύπωση του άρθρου

Είναι βαρύ και άχαρο να γράφεις για ποιητές που αποδημούν. Να τους αποχαιρετάς. Βαρύτερο ακόμη όταν ο ποιητής είναι συνομήλικος κι έχεις μοιραστεί κουβέντες μαζί του, μη ποιητικές κατά τον εξωτερικό τύπο, κι έχεις μοιραστεί μια μεσημεριανή μπίρα στις παρόδους της Σόλωνος.


Ο γεννηθείς το ’58 Ηλίας Λάγιος είναι αυτός που αποχαιρετήσαμε τούτη τη στρυφνή βδομάδα. Ενας ποιητής. Τρυφερός έφηβος 47 ετών, ανήλικος και υπερώριμος μαζί, αστραφτερό ταλέντο, σπάταλος με τις λέξεις και τα αισθήματα, σπάταλος προ πάντων με τον εαυτό του. Ποιητής.


Και γραμματιζούμενος. Με έναν τρόπο ξεχασμένο σήμερα, στον καιρό των MBA και των διδακτορούχων. Βυθισμένος στα γράμματα, στους στίχους, στη διαχρονία της γλώσσας, στην απαιτητική αιωνιότητα της ποιήσεως. Από τους λογίους της γενιάς της Μεταπολίτευσης, λιγοστοί θα μπορούσαν να σταθούν πλάι στον Ηλία όταν άρχιζε να ανασκάπτει τα ποιητικά νταμάρια, νεωτερικά και δημώδη, υψηλά και pulp.


Μερικοί αντελήφθησαν το ταλέντο του νωρίς. Η ποιήτρια και τεχνοκριτικός Ελένη Βακαλό λ.χ. τον αγκάλιασε εικοσάχρονο, μαζί με τους επίσης νεότατους τότε, τον εικαστικό Αγγελο Παπαδημητρίου και τον ποιητή Κυριάκο Σταμέλο. Εκκεντρoι κι αυτοί, sui generis, σε άλλη όμως τροχιά. Ο Ηλίας ήταν δραματική προσωπικότητα· μάλλον: μια αενάως εκδραματίζουσα προσωπικότητα, στα «κόκκινα» διαρκώς, γκαζωμένος. Ζούσε σε μια θετρική σκηνή δικής του επινοήσεως, διαρκώς ευάλωτος, περιστοιχισμένος από φίλους και φίλες που τον αγαπούσαν και τον προστάτευαν, από περαστικούς που δεν τον έπαιρναν και πολύ στα σοβαρά. Ο ίδιος δεν συστηνόταν ως «σοβαρός». Η βαθύτατη, θεατρική του αίσθηση του τραγικού και του γελοίου απέτρεπε τη σοβαροφάνεια, το correct, το συμβατικό, το cool, ακόμη και το χαλαρό. Επέτρεπε τον τεταμένο λυρισμό. Ετσι: «Ουκούν και σιώπησε. Στροβιλίζεται ’ς το αχαλίνωτο ανέκφραστο. Σφόδρα εκείθεν ημών. Και, παραπέραν, αδακρυτεί εισερρέουν οι ανθρωποκλάστες. Νυφούλα μου και κουρελού παρηγοριά, με χελιδόνια και τριγμούς ’ς ταλουμινόχαρτα κλωνιά μου!» (Η Αρπαγή της Κούτας).


Η βασικότερη σκηνή της εκδραμάτισής του ήταν η Σόλωνος, μια στενωσιά, ένα ποτάμι μυθικό, που κουβαλάει καθημερινά διανοούμενους, φρικιά, επαρχιώτες, φοιτητές, λυκειόπαιδες, πρεζάκια, δικηγόρους και πολιτευτές. Και βιβλία: Ο Ηλίας κατόρθωσε κι αυτό, να υπάρξει βιβλιοπώλης, συνιδρυτής της Παρουσίας. Από τη Σόλωνος ξεκινούσε για να τρυπώσει στις παρόδους, ή για να καταλήξει στο Κουκάκι. Και το άλλο πρωί στη Σόλωνος θα έπινε καφέ, θα ερωτευόταν, θα χάριζε βιβλία του σε φίλους, θα έπαιρνε έντυπη τροφή από τον Τσάκαλο, θα λάβαινε παραγγελίες: ένα προλόγισμα στον Παλαμά, ένα μελέτημα για τον Κόναν ή τον Μικρό Ηρωα, μια συλλογή σονέτων μαζί με ομοτέχνους.


Στη Σόλωνος τον γνώρισα μέσω κοινού φίλου, γύρω στο ’80, φοιτητή Φαρμακευτικής, στη Σόλωνος τον έβλεπα επί τέταρτο του αιώνος, στον Ναυτίλο της Σόλωνος τον είδα για τελευταία φορά. Στη Βαλτετσίου τον κουβεντιάζαμε θωπευτικά μες στον Αύγουστο του 2005.


Τελευταία φορά... Εκανα το δράμα μελό. Τι λέω τώρα... Για τη δική μου ανακούφιση, μιλώ τώρα, για να αποδιώξω την τρομερή, την άφευκτη απώλεια του συνομήλικου. Τον δικό μου φόβο της φθοράς ξορκίζω γράφοντάς τον. Και για να αφουγκραστώ την ανάσα της γενιάς μου, τη λανθάνουσα γενιά της μεταπολίτευσης μέσα από ένα εκλεκτό, πλην διόλου τυπικό, μέλος της.


Υστατο: Γιατί είναι σπουδαίος ποιητής ο Ηλίας Λάγιος; Γιατί παίζει και γιατί εκτίθεται, γιατί βουτάει σε όλες τις γλώσσες και όλα τα ήθη, όταν γράφει. Ιδού:


«Ιδού, λοιπόν εγώ, φτασμένος / εκεί που σώθηκαν τα νιάτα μου. Μη έχοντας / τίποτε για δικό μου, μην κατέχοντας / καν υλικά αγαθά. Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα / της άλλοτε χαράς. Ζυγίζοντας και κρίνοντας / τις πράξεις και τα έργα μου. / Ζυγίζοντας και κρίνοντας. / Ιδού, λοιπόν εγώ, το χίλια εννιακόσια εννεήντα επτά, να προσμετρώ / τους φίλους μου, στα δάχτυλα των δυο χεριών. / [...] Ω σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι, / στριγγή πνευματική καταχνιά, άναστρε θόλε, ευλογημένη / δύναμη που ήσουν κι όχι πια, φτωχή κι αλλοιωμένη / υπόμνηση της δύναμης, φωνή που υπομένει, / κουλή, ταγκισμένη φωνή, χρυσοκέντητο ξεσκισμένο υφάδι, / γρατσουνισμένη πυρά, / λιγδιασμένη πηγή, σταματημένο χάδι, / μαρτυρικό κι ανήμπορο, νέκυιο σημάδι, / ανύποπτη έκταση των χεριών στην οικουμένη» (Requiem, Mουζικούλες).

 

Νίκος Γ. Ξυδάκης

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9/10/2005

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Φεβρουαρίου 2006